Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

Γιατί ὁ Θεός δημιουργεῖ τούς ἀνθρώπους, ἀφοῦ γνωρίζει ὡς Παντογνώστης, ὅτι θά παρακούσουν καί θά χάσουν τόν παράδεισο καί θά ὑποφέρουν ἀπό τίς συνέπειες τοῦ θανάτου πού ἐπέλεξαν;



(Ποιά εἶναι ἡ ζωή στό νῦν καί στόν μέλλοντα αἰῶνα ὅσων δέν θά ἐκλέξουν νά ζήσουν σύμφωνα μέ τό Φῶς τοῦ Εὐαγγελίου;)


Ὁ Μεγάλος Ἅγιος Φιλάρετος Μόσχας στόν λόγο τῶν Χριστουγέννων ἐκφράζει τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τό μέγα μυστήριο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου.

" Ὁ Θεός ἀπολάμβανε τήν μεγαλοπρέπεια τῆς αἰώνιας δόξης Του... Ἡ δόξα εἶναι ἡ ἀποκάλυψη, ἡ φανέρωση, τό ἀπαύγασμα, τό ἔνδυμα τῆς ἐσωτερικῆς τελειότητος.

Ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται καθ´ ἑαυτόν μέ τήν προαιώνια γέννηση τοῦ ὁμοουσίου Υἱοῦ Του καί μέ τήν προαιώνια ἐκπόρευση τοῦ ὁμοουσίου Πνεύματός Του, καί μέ αὐτόν τόν τρόπο ἡ ἑνότητά Του ἐν Ἁγίᾳ Τριάδι ἀπαστράπτει δόξης ὑποστατικῆς, ἀθάνατης καί ἀναλλοίωτης.

Ὁ Θεός Πατήρ εἶναι "Πατήρ δόξης" (Ἐφ. α΄, 17). Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶναι "ἀπαύγασμα τῆς δόξης Αὐτοῦ" (Ἑβρ. α΄, 3) καί Αὐτός ὁ Υἱός εἶχε τήν δόξαν παρά τῷ Πατρί "πρό τοῦ τόν κόσμον εἶναι" (Ἰωάν. ιζ΄, 5).

Ὁμοίως τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ εἶναι Πνεῦμα δόξης (Α΄ Πέτρου δ΄, 14).

Σέ αὐτήν τήν δόξα πού ἐνυπάρχει φυσικά, ὁ Θεός ζῆ σέ τέλεια μακαριότητα, πάνω ἀπό κάθε δόξα, χ ωρίς νά χρειάζεται κανένα μάρτυρα, χωρίς νά χρειάζεται κανένα μερισμό.

Ἀλλά, ὅπως στήν εὐμένειά Του καί στήν ἄπειρη ἀγάπη Του ἐπιθύμησε νά ἀνακοινώσει τήν μακαριότητά του, νά κάνει κι ἄλλους εὐτυχεῖς μετόχους στή δόξα Του, ἀναδεικνύει τίς ἄπειρες τελειότητές Του κι αὐτές ἀποκαλύπτονται μέσα στά δημιουργήματά Του. Ἡ δόξα Του φανερώνεται στίς οὐράνειες δυνάμεις, καθρεφτίζεται μέσα στόν ἄνθρωπο, ντύνεται τήν μεγαλοπρέπεια τοῦ ὁρατοῦ κόσμου. Τήν παραχωρεῖ σ΄ αὐτούς πού κάνει ἱκανούς νά τήν δεχτοῦν, ξαναγυρίζει σ' Αὐτόν, καί μέσα σ΄ αὐτήν τήν αἰώνια περιέλιξη, γιά νά μιλήσουμε ἔτσι, τῆς Θείας δόξης, συνίσταται ἡ μακάρια ζωή, ἡ εὐτυχία τῶν πλασμάτων. 19

Ἀφότου ἐνανθρώπησε ἡ Θεότητα, ὅλα τά δῶρα τῆς θεϊκῆς Του δύναμης, πού ἀνῆκαν στή ζωή καί στήν εὐσέβεια, μᾶς ἔχουν παραχωρηθεῖ (Β΄ Πέτρου α΄, 3). Καί γι΄ αὐτό θά εἶναι ἡ ἀναπηρία μας πλημμυρισμένη ἀπό Θεϊκή δύναμη, τό ψεῦδος μας θά σβηστεῖ ἀπό τήν θεϊκή ἀλήθεια, τά σκοτάδια μας θά πλημμηρίσουν ἀπό τό Θεϊκό φῶς... Νά τό ἔνδοξο μυστήριο καί ἡ μυστηριώδης δόξα τῆς ἡμέρας αὐτῆς! Οἱ οὐράνιοι ὑπηρέτες τοῦ φωτός ἀντίκρυσαν πρίν ἀπό μᾶς τήν αὐγή τῆς δόξης αὐτῆς, κι εὐθύς ἀμέσως μᾶς προειδοποίησαν καί ἐκραύγασαν:

Δόξα στόν Θεό πού βρίσκεται στά ὕψη τῶν οὐρανῶν.

Τώρα δέν βρισκόμαστε στήν αὐγή, ἀλλά στήν ὁλόφωτη ἡμέρα τῆς δόξης αὐτῆς. Ἄς Τόν δοξολογήσουμε κι ἐμεῖς. Ἄς ὑψωθεῖ μέ τήν σειρά της ἡ δοξολογία μας πρός τούς κατοίκους τῶν οὐρανῶν".20


Ἡ ἐλευθερία τῆς ἀνθρώπινης βούλησης ἀποτελεῖ τό σημαντικότερο δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο κατά τήν δημιουργία του.

Κατά θαυμαστό τρόπο κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος μέν νά ἐκλέγει καί νά ἐνεργεῖ, ὡστόσο ἡ τελική ἔκβαση τῶν πράξεών του ἐλέγχεται ἀπό τόν Θεό, μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε ἡ ἐλευθερία αὐτή νά μήν παραβλάπτει τό γενικότερο σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τά ὄντα. Ἀντίθετα, καί οἱ ἁμαρτωλές ἐπιλογές τοῦ ἀνθρώπου καταλήγουν θαυμαστά νά ὑπηρετοῦν τίς βουλές τοῦ Κυρίου.

Οἱ προπάτορες δέν ἦσαν ἀμετάπτωτα ἑδραιωμένοι στό ἀγαθό, ἀλλά χρειάζονταν ἠθική τεκμηρίωση, ἐκγύμναση καί ἐξάσκηση, γιά τήν στερέωσή τους.

Αὐτό θά τό πετύχαιναν μέ τήν ἁρμονική συνεργασία τοῦ αὐτεξουσίου τους μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ, λοιπόν, πλάσθηκαν αὐτεξούσιοι οἱ πρωτόπλαστοι, ὑπῆρχε πάντα ἡ δυνατότητα, ἡ ἐλεύθερη βούληση τῶν ἀνθρώπων νά στραφεῖ καί πρός τήν ἀντίθετη κατεύθυνση.

Αὐτό ὄντως συνέβη στούς πρωτοπλάστους πού ἔλαβαν μιά ἐξωτερική ἀφορμή, ἀφοῦ ὑποκινήθηκαν ἀπό τόν μισόκαλο διάβολο, πού πρῶτος εἶχε κάνει τήν ἐπιλογή νά ὑπάρξει χωρίς τόν Θεό, στηριζόμενος στίς δικές του δυνάμεις καί μακριά ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.

Αὐτό εἶχε ἀποτελέσει καί γιά τόν διάβολο τήν κύρια αἰτία τῆς ἔκπτωσής του ἀπό τήν Θεία Χάρη. Ἔτσι περιβλήθηκε τήν κακία καί ἀποδείχθηκε προσωπικός φορέας τοῦ κακοῦ καί τῆς ἁμαρτίας.

Μετουσιώθηκε στήν κακία καί εἶναι γιά πάντα πλέον ἀνεπίδεκτος μετανοίας καί σωτηρίας.

Ἡ διδασκαλία τοῦ Ὠριγένη περί ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων, ἄρα καί τῶν δαιμόνων, καταδικάστηκε ἐπίσημα ἀπό τήν Ἐκκλησία στήν Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, (α΄ ἀνάθεμα κατά Ὠριγένους δοξασιῶν).

Τό ἔργο τῶν δαιμόνων εἶναι τό νά ἀντιστρατεύονται τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καί ὑποκινούμενοι ἀπό φθόνο καί μίσος, μηχανεύονται κατά τῶν ἀνθρώπων πολλές μεθοδεῖες, ὥστε νά τούς παρασύρουν μέ τό μέρος τους στό σκότος τό ἐξώτερον καί στό πῦρ τό αἰώνιον τῷ ἡτοιμασμένῳ τῷ διαβόλῳ καί τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ.

Ἡ δύναμη τῶν δαιμόνων δέν εἶναι, βέβαια, ἀπεριόριστη. Ὑπόκειται στόν ἀπόλυτον ἔλεγχο τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Κύριος παραχωρεῖ ἁπλά στόν διάβολο νά πειράζει τούς ἀνθρώπους, καί μάλιστα τούς εὐσεβεῖς, γιά νά στερεώνονται αὐτοί στό ἀγαθό καί νά προκόβουν στήν ἀρετή. Τά πνεύματα αὐτά δέν μποροῦν νά ἐπηρεάσουν τήν βούληση τῶν ἀνθρώπων πρός τό κακό. Δελεάζουν ὅμως μέ τήν ἁμαρτία καί τήν εἰσηγοῦνται παρακινῶντας στήν κακή ἐπιλογή.

Ἴσως νά εἴχαμε κάποια δικαιολογία νά φέρουμε ἐνώπιον τοῦ Παντοκράτορος Κυρίου, ἐπειδή χάσαμε τόν Παράδεισο, ἔστω κι ἄν τόν χάσαμε μέ δική μας ὑπαιτιότητα καί ἐπιλογή. Καί αὐτή ὅμως ἡ κατ΄ ἐπίφαση δικαιολογία μας δέν στέκει ἀπό τήν στιγμή πού ὁ Θεός τόσο πολύ ἀγάπησε τόν ἄνθρωπο, ὥστε ἔδωσε τόν μονογενῆ Του Υἱό νά σταυρωθεῖ γιά μᾶς, γιά νά μήν χάνεται κανείς πού θά πιστεύει σ΄ Αὐτόν καί θά ζῆ σύμφωνα μέ τίς ἐντολές Του.

Ὅ,τι πολυτιμότερο εἶχε ὁ Θεός μᾶς τό ἔδωσε μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ Του καί Θεοῦ μας, πού ἔπαθε γιά μᾶς ὡς ἄνθρωπος, σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε ὡς Θεός, συναναστήσας τήν ἀνθρώπινη φύση, γιά νά μᾶς ἀναμορφώσει στό ἀρχαῖο κάλλος πού εἴχαμε πρίν τήν παρακοή.

Ἄν εἶχε, κατά τόν Ἅγιο Ἰσαάκ τόν Σῦρο, κάτι πολυτιμότερο ἀπό τόν μονογενῆ Υἱό Του καί ἐκεῖνο θά μᾶς τό ἔδινε γιά νά ξαναβοῦμε τήν ζωή καί τήν δόξα στήν ὁποία κληθήκαμε νά μετάσχουμε, ἀλλά ὁ Θεός δέν εἶχέ τι πολυτιμότερο γιά νά μᾶς δώσει.


Δημιουργεῖ ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο κατ’ εἰκόνα καί ὁμοίωσίν Του. Ἡ τέλεια καί ἀπαράλλακτη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Υἱός Του, κατ΄ εἰκόνα τοῦ Ὁποίου δημιουργήθηκε ὁ ἄνθρωπος.

Ἀφοῦ προγνωρίζει ὁ Πανυπεράγαθος Θεός ὅτι ὁ ἄνθρωπος θά καταχραστεῖ ἑκουσίως τήν ἐλευθερία Του καί θά πέσει, δέν τόν ἄφησε ἀβοήθητο.

Τόν τίμησε ἐξαιρετικά μέ τό νά τόν πλάσει κατ΄ εἰκόνα Του, τόν ἔβαλε στόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς καί τοῦ ὑποσχέθηκε ἀθανασία ζωῆς μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του.

Ἀλλά ἀφοῦ παρήκουσε Τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ πού τόν δημιούργησε, καί ὑποτάχθηκε στήν ἀπάτη τοῦ ὄφεως καί νεκρώθηκε μέ τά δικά του παραπτώματα, τόν ἐξόρισε μέσα στήν δικαιοκρισία του ὁ Θεός ἀπό τόν Παράδεισο στόν κόσμο αὐτό, καί τόν ἀπέστρεψε στήν γῆ ἀπό τήν ὁποία ἐλήφθη, οἰκονομώντας ταυτόχρονα τήν σωτηρία του μέ τήν παλιγγενεσία πού συνετελέσθη ἀπό τόν Χριστόν τόν Θεόν μας.

Διότι δέν ἀπεστράφη ἀμετάκλητα τό πλάσμα Του πού δημιούργησε ὁ ἀγαθός Θεός, οὔτε λησμόνησε τό ἔργον τῶν χειρῶν Του, ἀλλά τό ἐπισκέφθηκε πολυτρόπως κατά τήν εὐσπλαχνία τοῦ ἐλέους Του.

Ἐξαπέστειλε προφῆτες, ἐποίησε δυνάμεις διά τῶν Ἁγίων Του πού Τόν εὐαρέστησαν σέ κάθε γενιά, μᾶς μίλησε μέ τό στόμα τῶν δούλων Του τῶν Προφητῶν, προκαταγγέλοντάς μας τήν μέλλουσα σωτηρία μας.

Μᾶς ἔδωσε τόν νόμο σέ βοήθεια καί Ἀγγέλους ὡς φύλακες.

Ὅταν δέ ἦλθε τό πλήρωμα τῶν καιρῶν μᾶς μίλησε μέ Αὐτόν τόν Ἴδιον τόν Υἱόν Του, δι΄ οὗ ἐποίησε τούς αἰῶνες.

Ἔστειλε τόν Υἱό Του, πού προσέλαβε τήν σάρκα μας καί λογική ψυχή καί ἔγινε ὁμοούσιος μέ μᾶς κατά τήν ἀνθρωπότητα χωρίς τήν ἁμαρτία.

Θέωσε τήν σάρκα καί τήν ψυχή καί μᾶς ἔδωσε τήν δυνατότητα μέ τήν Ἀνάστασή Του ἐκ νεκρῶν νά μετάσχουμε καί πάλι τῆς ζωῆς καί τῆς δόξης ἐκείνης πού ἔχει καί Αὐτός ἀειδίως πρό τοῦ τόν κόσμον εἶναι, ἀφοῦ συνανέστησε τόν Ἀδάμ.


Δυνάμει, μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα, ἐμβολιαζόμαστε στό Ἀναστημένο καί Θεωμένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, παίρνουμε τά ἐφόδια γιά δεχτοῦμε τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ.

Μετέχοντας τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων μετέχουμε τῆς Θείας φύσεως (τῆς ἀκτίστου Χάριτος), κατά τόν Ἀποστολο Παῦλο, γενόμενοι κοινωνοί Θείας Φύσεως.

Γινόμαστε κοινωνοί τοῦ ἀκτίστου Φωτός καί τῆς ἀθάνατης καί αἰώνιας δόξης τοῦ Θεοῦ καί πάλι, ἐκείνης τῆς δόξης πού θέλησε ὁ Θεός ἐξ ἀρχῆς νά μᾶς ἀνακοινώσει καί νά μᾶς κάνει μετόχους.

Ὅπως στήν ἀρχή στήν εὐμένειά Του καί στήν ἄπειρη ἀγάπη Του θέλησε νά ἀνακοινώσει τήν μακαριότητά του καί νά κάνει κι ἄλλους εὐτυχεῖς μετόχους στή δόξα Του, ἔτσι καί πάλι ἀναδεικνύει τίς ἄπειρες τελειότητές Του μέσα ἀπό τά Ἅγια Μυστήρια αὐτή τήν φορά. Κι αὐτές οἱ ἄπειρες τελειότητες, οἱ ἄκτιστες ἐνέργειές Του ἀποκαλύπτονται μέσα στά δημιουργήματά Του, ἀλλά κατ΄ ἐξοχήν σ΄ ἐκείνους πού Τόν ἀγάπησαν σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε νά μήν ζοῦν ἐκεῖνοι πλέον, ἀλλά νά ζῆ ἐν αὐτοῖς ὁ Χριστός, στούς Ἁγίους ὅπως μᾶς φανέρωσε ὁ Μέγας Παῦλος.


Ἅγιος Μέγας Βασίλειος θεολογεῖ καί διδάσκει τά ἑξῆς ἀναφερόμενος στήν κατ’ εἰκόνα δημιουργίαν τοῦ ἀνθρώπου:

«Υἱοῦ μέν καί Πατρός πᾶσα ἀνάγκη τήν αὐτήν εἶναι μορφήν, θεοπρεπῶς δῆλον ὅτι τῆς μορφῆς νοουμένης, οὐκ ἐν σχήματι σωματικῷ, ἀλλ’ ἐν ἰδιώματι τῆς Θεότητος.

Ἄκουε καί σύ ὁ ἐκ τῆς νέας κατατομῆς, ὁ τόν Ἰουδαϊσμόν πρεσβεύων ἐν Χριστιανισμοῦ προσποιήσει.

Τίνι λέγει «κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν»;

Τίνι ἄλλῳ γε, ἤ τῷ ἀπαυγάσματι τῆς δόξης, καί χαρακτῆρι τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ, ὅς ἐστιν εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου;

Τῇ ἰδίᾳ τοίνυν εἰκόνι, τῆ ζώση, τῇ εἰπούσῃ «ἐγώ καί ὁ πατήρ ἕν ἐσμέν» καί «ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν πατέρα», ταύτῃ λέγει ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν».

Μέ ἄλλους λόγους ὁ Μ. Βασίλειος, ἀναφερόμενος καί στό Φιλιπ., 2, 5-11

συσχετίζει τήν κατ’ εἰκόνα καί ὁμοίωσιν Θεοῦ κατασκευήν τοῦ ἀνθρώπου

πρός τόν Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ, ὡς εἰκόνα αὐτοῦ (πρό τῆς Θείας ἐνανθρωπήσεως).

Τοῦτο ἐκφράζεται σαφέστερα στόν κατά Εὐνομίου λόγον Β΄ § 16 τοῦ Μ. Βασιλείου, ὅπου λέγονται τά ἀκόλουθα:

«Νοεῖν δέ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, οὐ κατά τάς τεχνιτάς ταύτας ὕστερον ἀπεργασθεῖσαν πρός τό ἀρχέτυπον, ἀλλά συνυπάρχουσαν καί παρυφεστηκυίαν τῷ πρωτοτύπῳ ὑποστήσαντι, τό εἶναι τό ἀρχέτυπον, οὖσαν, οὐκ ἐκτυπωθεῖσαν διά μιμήσεως, ὥσπερ ἐν σφραγίδί τινι τῆς ὅλης φύσεως τοῦ Πατρός ἐναποσημανθείσης τῶ Υἱῷ».

Ὅλα αὐτά ἄν τά συνοψίσουμε σημαίνουν ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ τελεία Αὐτοῦ εἰκών καί τό ἀπαύγασμα τῆς Θείας δόξης, ἔλαβε διά τῆς Θείας ἐνσαρκώσεως μορφήν καί σχῆμα ἀνθρώπου (Φιλιπ. 2, 7), ἀκριβῶς διότι ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη κατ’ εἰκόνα Θεοῦ καί διότι τοῦτο ἀμαυρώθηκε μέ τήν παράβαση τῶν Πρωτοπλάστων.

Ἔτσι νοεῖται ἡ ἐνσάρκωσις τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ κατά πάντα τελεία εἰκών Αὐτοῦ, πού ἔχει ὡς σκοπόν τήν ἀποκατάστασιν τοῦ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ τῆς ἀνθρωπίνης ὑποστάσεως.


Πῶς, λοιπόν, ὁ Μέγας Βασίλειος ὑπολαμβάνει τό ὅτι ὁ Ἀδάμ δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, πρίν σαρκωθεῖ ὁ Χριστός μας;

Πῶς ἐξηγεῖ τό «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ’ ὁμοίωσιν;»

Κατ’ εἰκόνα τίνος;

Τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ μας!

Θεολογεῖ ὁ Μέγας Φωστήρ τῆς Καισαρείας!

Ἡ Παναγία Τριάς, ἑπομένως, δημιουργεῖ τόν ἀνθρωπον, ὅπως ἀποκαλύπτει ἡ Ἁγία Γραφή, ὅταν εἶπεν ὁ Θεός, ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ’ ὁμοίωσιν, πρίν σαρκωθεῖ ὁ Υἱός.

Καλεῖται ὁ Ἀδάμ κατά τήν στιγμήν τῆς δημιουργίας ἀπό τόν Τριαδικόν Θεόν νά ὁμοιάσει πρός τόν Θεάνθρωπον Ἰησοῦν Χριστόν,

πού θά σαρκωθεῖ μελλοντικά ἐν χρόνῳ

ἐκ τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας.

Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός μας εἶναι «εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου» καί ἀπεκάλυψεν ἡμῖν τό πλήρωμα τῆς Θεότητος σωματικῶς (Κολ. 2, 9, πρβλ. καί Ἰω. 1, 9).


Τά αὐτά διδάσκει καί ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος:

«Ἐν τοῖς πρόσθεν χρόνοις ἐλέγετο μέν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ γεγονέναι τόν ἄνθρωπον, οὐκ ἐδείκνυτο δέ. Ἔτι γάρ ἀόρατος ἦν ὁ Λόγος, οὗ κατ’ εἰκόνα ὁ ἄνθρωπος ἐγεγόνει. Διά τοῦτο δή καί τήν ὁμοίωσιν ῥαδίως ἀπέβαλεν. Ὁπότε δέ σάρξ ἐγένετο ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τ’ ἀμφότερα ἐπεκύρωσε. Καί γάρ καί τήν εἰκόνα ἔδειξεν ἀληθῶς, αὐτός τοῦτο γενόμενος, ὅπερ ἦν ἡ εἰκών αὐτοῦ, καί τήν ὁμοίωσιν βεβαίως κατέστησεν, συνεξομοιώσας τόν ἄνθρωπον τῷ ἀοράτῳ Θεῷ».21

Μ. Βασίλειος, ὅπως καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος καί ὁ Μέγας Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἀντιλαμβάνονται τήν στενή σχέση μεταξύ τῆς κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου και τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πρό καί μετά τήν Θείαν ἐνσάρκωσίν Του, ὡς εἰκόνος τοῦ ἀοράτου Θεοῦ.

«Ἡ ἀπαράλλακτος εἰκών τοῦ Πατρός, ὁ συμφυής Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, γενόμενος ἄνθρωπος, ἔδειξε καί τήν εἰκόνα καί τό πρωτότυπον καί καθ’ ἥν εἰκόνα ὁ Ἀδάμ εἰς ἀνθρώπου φύσιν διεμορφώθη.»22

Ἀλλά καί τήν ὁδόν καί τήν ἀλήθειαν τῆς κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ μακαρίας ζωῆς παντός ἀνθρώπου, διψῶντος τήν σωτηρίαν.

--------------------------------------
19 Chois de sermons et discours de Mgr Philarete, A. Serpinet, Pariw, 1866, p. 3-4.
20 ὅ. π. pp. 8-9
21 Ἁγίου Εἰρηναίου, Κατά αἱρέσεων, 5, 16, 2, ΒΕΠΕΣ 5, 166,11-17
22 Μ. Φωτίου, PG 101, 260

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου