Το θέμα του Εκκλησιαστικού Θρησκευτικού Νομικού προσώπου είναι θέμα καθαρά διοικητικό και νομικό θέμα. Δεν άπτεται ζητημάτων Πίστεως. Το κράτος ρυθμίζει τις προϋποθέσεις με τις οποίες οργανώνονται οι διάφορες θρησκευτικές οργανώσεις. Στους Ορθοδόξους Παλαιοημερολογίτες δεν δίνει η Πολιτεία το δικαίωμα να αποκτήσουν νομική προσωπικότητα Δημοσίου Δικαίου. Παρέχει, όμως, στούς Ορθοδόξους Παλαιοημερολογίτες την δυνατότητα οργάνωσής τους ως Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου των διαφόρων Ιερών Μονών και Ναών τους ή της Εκκλησιαστικής Διοίκησής τους. Μέχρι τώρα οι του Πατρίου Εορτολογίου οργανώνονταν με τις μορφές του σωματείου οι Ενορίες, και με την μορφή της Εταιρείας του Αστικού Κώδικα οι Ιερές Μονές. Τώρα το κράτος παρέχει την δυνατότητα σε σοβαρά οργανωμένες θρησκευτικές οργανώσεις να περιβληθούν τον τύπο του Εκκλησιαστικού Νομικού προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου. Ουδέποτε η Εκκλησία ΓΟΧ Ελλάδος υπήχθη σε Τμήμα Ετεροδόξων του Υπουργείου Παιδείας, όπως συκοφαντούν κάποιοι ψευδόμενοι. Το Τμήμα αυτό δεν υπάρχει. Υπήρξε για κάποιο μικρό χρονικό διάστημα, αλλά με τις παρεμβάσεις μας καταργήθηκε η ονομασία. Έχει μετονομαστεί σε Τμήμα Θρησκευτικής Διοίκησης. Σε αυτό το Τμήμα υπάγονται όλες οι θρησκευτικές Οργανώσεις, όχι μονον η Παπική και η Προτεσταντική, αλλά και οι νυν υπάρχουσες, τα Μοναστήρια όλα και οι Ιεροί Ναοί, είτε ως νομικά πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου με την μορφή της Εταιρείας του Αστικού Κώδικα, είτε με την μορφή του Σωματείου. Ο Νόμος δεν κάνει διάκριση. Ο Νέος Νόμος για τα Εκκλησιαστικά Νομικά Πρόσωπα είναι σχεδόν ο ίδιος με τον αντίστοιχο Νόμο και τις διατάξεις περί Σωματείων του Αστικού Κώδικα, μόνον που απαιτεί τουλάχιστον 300 μέλη για την ίδρυσή του και τουλάχιστον τρεις θρησκευτικές Κοινότητες με 300 μέλη για την συγκρότηση ενός Εκκλησιαστικού Νομικού Προσώποου. Όπως ελέγχεται και διαλύεται και ένα σωματείο, το ίδιο συμβαίνει και όταν συγκροτηθεί ένα Εκκλησιαστικό Νομικό Πρόσωπο, αλλά με περισσότερες συνταγματικές εγγυήσεις, λόγω του αυξημένου κύρους του. Γιά τήν λύση του χρειάζεται δικαστική απόφαση πλήρως αιτιολογημένη και μόνο γιά λόγους που αφορούν τήν προσβολή του Δημοσίου συμφέροντος και για δράση που είναι αντίθετη στο Καταστατικό του και στον Νόμον. Όταν λυθεί το Νομικό Πρόσωπο, δεν σημαίνει, ότι καταλύεται ο Θεοϋπόστατος Οργανισμός της Εκλησίας. Η Εκκλησία θεολογικά και πνευματικά εξακολουθεί και υπάρχει, αφού ορίζεται και εν δυσίν και τρισίν Ορθοδόξοις. Αυτό το οποίο παύει να υπάρχει είναι η νομική μορφή, το νομικό περίβλημα, δηλαδή το ένδυμα. Μπορεί η Εκκλησία να αναζητήσει άλλη νομική κάλυψη και μορφή και να εξακολουθήσει να υφίσταται και ως Νομικό Πρόσωπο, αν επιθυμεί, διότι, βεβαίως, ουδέποτε κατελύθη και ουδέποτε καταλύεται ως Θεοϋπόστατος Οργανισμός η Εκκλησία. Η νομική μορφή που περιβάλλεται μία θρησκευτική οντότητα αποσκοπεί αποκλειστικά και μόνον στις σχέσεις της Εκκλησίας με την Διοίκηση, και στο μέτρο που ο ιερεύς και ο αρχιερεύς κάνουν πράξεις με αστικές συνέπειες, όπως γάμους και βαπτίσεις, και μόνον αναφορικά με την δήλωσή τους στα οικεία Ληξιαρχεία και σε διάφορες άλλες διοικητικές υποθέσεις, που τυχόν θα ανακύψουν, γιατί το Κράτος δεν συνδιαλέγεται με Θεοϋπόστατους Οργανισμούς, αλλά με οργανισμούς και ενώσεις, που έχουν μία νομική μορφή, την οποία το ίδιο επιλέγει να νομοθετήσει, για να κάνουν χρήση της οι κοινωνοί του Δικαίου.
π. Νικόλαος Δημαράς Δρ.Ν.