Ἡ ὑποχρεωτική διακοπή τοῦ μνημοσύνου τοῦ κηρύσσοντος αἵρεση
Α. 1. Η ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΚΑΚΟΔΟΞΟΥΝΤΑΣ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥΣ ΠΡΟ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΔΙΑΓΝΩΜΗΣ
(Ἀνάλυση του ΙΕ΄ Ἱεροῦ Κανόνος τῆς ΑΒ΄ ἐπί Ἁγίου Μεγάλου Φωτίου Συνόδου τοῦ 861 μ.Χ.)
Ὁ ΙΕ΄ Ἱερός Κανόνας τῆς ΑΒ΄ Συνόδου ἀπαγορεύει τήν διακοπήν τῆς κοινωνίας πρεσβυτέρου πρός τόν προϊστάμενόν του, ἐπίσκοπον, μητροπολίτην ἤ Πατριάρχην καί γενικότερα τοῦ κατωτέρου κληρικοῦ πρός τόν ἀνώτερόν του, γιά λόγους, τούς ὁποίους ὁ ἅγιος Νικόδημος ὀνομάζει κανονικά ἐγκλήματα, δηλ. γιά πορνείαν, ἱεροσυλίαν, σιμωνίαν καί ἄλλα παρόμοια ἐγκλήματα.[1]
Ἐπιβάλλεται, ὅμως, ἡ διακοπή τῆς κοινωνίας πρός τούς ῥηθέντας προέδρους, ἐάν εἶναι αἱρετικοί καί κηρύσσουν τήν αἵρεσή τους παρρησίᾳ, ἀκόμη καί πρίν γίνει συνοδική κρίση γιά τήν αἵρεση αὐτή. Πρόκειται περί διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου τῶν κηρυσσόντων αἵρεση προέδρων, πρίν κἄν γίνει ὁποιαδήποτε κρίση γιά την ἀναφυεῖσαν αἵρεση, κατά τόν ἅγιον Νικόδημον, ὅπως ρητά ἐξάγεται ἀπό τήν ἑρμηνείαν, ὄχι μόνον τοῦ ιε΄ τῆς ΑΒ΄ Συνόδου, ἀλλά καί ἀπό τήν ἑρμηνείαν του στόν λα΄ Ἀποστολικόν (31ον Ἀποστολικόν Κανόνα), ὅπου καί πάλιν ὁ μέγας Ἅγιος κάνει διάκριση ἀνάμεσα στήν διακοπήν τῆς κοινωνίας γιά κανονικά ἐγκλήματα καί γιά κηρυσσόμενη αἵρεση!
Τονίζει ὁ μεγάλος ἑρμηνευτής στόν 31ον Ἀποστολικόν: "Ὅσοι δέ χωρίζονται ἀπό τόν Ἐπίσκοπόν τους πρό συνοδικῆς ἐξετάσεως, διατί αὐτός κηρύττει δημοσίᾳ καμμίαν κακοδοξίαν καί αἵρεσιν, οἱ τοιοῦτοι ὄχι μόνον εἰς τά ἀνωτέρω ἐπιτίμια δέν ὑπόκεινται, ἀλλά καί τήν πρέπουσαν εἰς τούς ὀρθοδόξους τιμήν ἀξιώνονται κατά τόν ιε΄τῆς Α΄ καί Β΄."[2]
Ἀπό τήν ἀνωτέρω ἑρμηνείαν τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου συνάγονται τά ἑξῆς δύο σημαντικά συμπεράσματα:
1ον: Ὅτι παντοῦ, καί στόν παρόντα Κανόνα, ὁ Μέγας Ἅγιος Νικόδημος κάνει διάκριση ἀνάμεσα σέ κανονικά παραπτώματα καί σέ κηρυσσόμενη αἵρεση, γιά τήν ἐπέλευση καί διαφοροποίηση τῶν κανονικῶν συνεπειῶν. Ὅπως σημειώνει ὁ Ἅγιος, καί στήν περίπτωση τοῦ 3ου Ἀποστολικοῦ, ἀναφερόμενος στήν ἑρμηνείαν τῶν κανονικῶν ἐπιτιμίων, τά ὁποῖα πρέπει ἐξ ἀνάγκης νά ἐπιβληθοῦν ἀπό β΄ πρόσωπον, ἤτοι τήν Σύνοδον τῶν ἐπισκόπων, διά νά ἐνεργηθοῦν, τρίτου προσώπου ὄντα, προστακτικοῦ μή παρόντος, ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙ-ΤΙΜΙΑ, ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ![3]
ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΠΙΤΙΜΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΤΙΜΙΑ ΓΙΑ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ.
2ον: Ὅτι ἐπιβάλλεται ἡ διακοπή τοῦ μνημοσύνου τῶν κακοδόξων προϊσταμένων, ἄσχετα ἀπό προηγούμενη συνοδικήν καταδίκην μιᾶς κακοδοξίας, πολύ δέ περισσότερον, δηλαδή χωρίς καμμίαν ἐπιφύλαξη, μετά ἀπό συνοδικήν ἀπόφανση, γιά μία αἵρεση πού κηρύχθηκε στό παρελθόν καί κηρύσσεται καί πάλιν σήμερα.
2. Ποῦ βρίσκεται τὸ κέντρον βάρους τοῦ Κανόνος;
Στό ἐσπούδασαν ἤ στό ρύσασθαι βρίσκεται τό κέντρον βάρος τοῦ ιε΄ Ἱεροῦ Κανόνος τῆς ΑΒ΄ Συνόδου στήν φράση «οἱ γάρ δι’ αἵρεσιν τινα παρά τῶν ἁγίων Συνόδων, ἤ Πατέρων, κατ-εγνωσμένην, τῆς πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες ... οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι»;
Τὸ «ρύσασθαι» τοῦ Ἱεροῦ Κανόνος σημαίνει, γιὰ τοὺς ἀπο-τειχίζοντες τούς ψευδεπισκόπους αὐτούς, ὅτι οἱ ἀγωνιζόμενοι Ὀρθόδοξοι σώζουν, λυτρώνουν τὴν Ἐκκλησίαν ἀπὸ σχισμάτων καὶ μερισμῶν. Στό ρύσασθαι, λοιπόν, βρίσκεται τό κέντρον βάρους τοῦ Κανόνος. Τό ἐσπούδασαν δέν ἔχει τήν ἔννοιαν, ὅτι τάχα μελέτησαν, ἐρεύνησαν, ἐξέτασαν, ὅπως ἀδοκίμως καί πονηρά ἑρμηνεύουν κάποιοι τόν κανόνα, ἀλλά, ὅτι ἔσπευσαν μετά σπουδῆς, ἀγωνίσθηκαν συντονισμένα, νά ἐλευθερώσουν τήν Ἐκκλησίαν ἀπό τά σχίσματα πού δημιουργοῦν οἱ ψευδεπίσκοποι καί οἱ ψευδοποιμένες, κηρύσ-σοντας αἱρέσεις καί ἐφαρμόζοντας καινοτομίες.
Ἀφοῦ οἱ ἀποτειχίζοντες τούς αἱρετικούς ψευδοποιμένες σώζουν, λυτρώνουν, ῥύονται τὴν Ἐκκλησίαν ἀπό σχισμάτων καί μερισμῶν, οἱ παραμένοντες σὲ κοινωνίαν μὲ τὸν ψευδεπίσκοπον οὐδόλως βλάπτονται;
Δέν εἶναι δυνατόν οἱ ἀγωνιζόμενοι γιά τήν διατήρηση τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας καί ἀποτειχίζοντες τούς ψευδοποιμένες νά τιμῶνται ἰδιαίτερα ὡς Ὀρθόδοξοι καί νά διώκονται μάλιστα γιά τήν ὁμολογίαν τους αὐτήν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, νά γίνονται θέατρον στόν κόσμον καί ἀγγέλοις καί ἀνθρώποις, οἱ μωροί διά Χριστόν, καί οἱ ἄλλοι νά ἀπολαμβάνουν τῶν τιμῶν τῶν ψευδοποιμένων, τύπου Βαρθολομαίου, Ἐλπιδοφόρου κλπ. καί νά μήν βλάπτονται ἀπό τήν ἐξακολούθηση τῆς κοινωνίας μαζί τους!!! Μολύνονται θανασίμως! Κυρίως μολύνονται καί μεταφέρουν τόν μολυσμόν στά ποίμνιά τους οἱ διάφοροι μεγαλόσχημοι ἐπίσκοποι, ἀρχιμανδρίτες, ἡγούμενοι καί διάφοροι «πνευματικοί», ὄντες, κατά τόν Μέγαν Βασίλειον, νεκρο-φόροι!
Ὅταν, βέβαια, ὑπάρχει θεσμικὴ, διαχρονική, δημόσια καί πασίδηλη ἀλλοίωση τῆς παραδόσεως καί τῶν ἱερῶν θεσμίων, ὅπως στὴν περίπτωση τῆς ἐπάρατης Νεοημερολογιακῆς ἀλλαγῆς, ἀλλοίωση τῆς πίστεως διαχρονικά καί ἕνωση μὲ προκατα-δικασμένους αἱρετικοὺς, (Λατίνους, Μονοφυσίτες), ἀναγνώριση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἐπισήμως στό Κολυμπάρι, δηλ. ἐκκλησιοποίηση τῆς αἱρέσεως, νεκροποιοῦνται αὐτές οἱ συναγωγές τοῦ Σατανᾶ, ἀφοῦ οἱ ψευδεπίσκοποι πού τίς ἐκπροσωποῦν ἐκπίπτουν τῆς ἱερωσύνης, κατά τούς κανόνες α΄ καί β΄ τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Μέ τόν ἴδιον τρόπον ἀντιμετωπίζονται μέν ὡς πρός τόν ἐπιβαλλόμενον ἀποτειχισμόν τους καί οἱ μεμονωμένοι ἐπισκοποι, πρεσβύτεροι, ψευδοποιμένες, πού κηρύσσουν κάποιαν αἵρεση. Στίς περιπτώσεις αὐτές, ὅσοι μένουν μέσα στήν συναγωγήν τῶν πονηρευομένων αὐτῶν ψευδεπισκόπων ἐν γνώσει τῆς κηρυσσομένης αἱρέσεως, ἐκπίπτουν τῆς ἱερωσύνης, ἀλλά δέν ἐπέρχεται, καί μάλιστα αὐτομάτως, δι’ ὅλην τήν τοπικήν Ἐκκλησίαν ἡ νεκροποίηση.
Ἡ προσταγή τοῦ ιε΄ Ἱεροῦ Κανόνα ἐφαρμόζεται, ὄχι μόνον γιά τήν δυνατότητα καί τήν ὑποχρέωση τῆς ἀποτειχίσεως, πού εἶναι πέρα γιά πέρα δικαιολογημένη καί ἐπιβαλλόμενη, παρέχοντας ἐπαρκῆ βάση ἀποτειχισμοῦ ὅλων αὐτῶν τῶν ψευδεπισκόπων, ἀλλά ἀποτελεῖ καί ἀτράνταχτο κανονικόν θεμέλιον, τοῦ ἀγῶνα γιά τήν ἀπαλλαγήν τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν λυττῶσαν αἵρεσιν.
3. Ὁ ἐκ τῆς κοινωνίας μέ τήν αἵρεση τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ-Οἰκουμενισμοῦ μολυσμός ὅλων, τῶν ἱερέων, τῶν διακόνων, τῶν μοναχῶν καί τῶν λαϊκῶν
Εἶναι δυνατόν οἱ αἱρετικοί νά παρέχουν τήν σωτηρίαν σέ ὅσους παραμένουν σέ θανάσιμη κοινωνίαν μέ αὐτούς, μετά τά ὅσα ἔχουν ἤδη καταστεῖ πασίδηλα -(ΓΝΩΣΤΑ σέ ὅλους)- στήν παγκόσμια ὀρθοδοξίαν καί οἱ πάντες πλέον εἶναι ἐν πλήρει συνειδήσει τῶν διαδραματιζομένων, γιά τούς ὁποίους ἰσχύει τό: «εἰ καί τοῖς λογισμοῖς οὐ κατεποντίσθησαν», ὅμως, «τῇ κοινωνίᾳ τῆς αἱρέσεως συνόλλυνται», κατά τόν μέγαν Ὁμολογητήν Ἅγιον Θεόδωρον τόν Στουδίτην; [4]
Ἐάν, καί κατά τόν Ἅγιον Θεόδωρον τόν Στουδίτην, ὅπως καί κατά τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες, τούς ἐπί τοῦ Λατινόφρονος αὐτο-κράτορος Μιχαήλ Παλαιολόγου Μαρτυρίσαντες Ἁγιορεῖτες Πατέρες, πρός τόν ὁποῖον ἔγραφαν: "...καί πῶς ταῦτα ἀνέξεται ὀρθοδόξου ψυχή, καί οὐκ ἀποστήσεται τῆς κοινωνίας τῶν μνημονευσάντων αὐτίκα, καί ὡς καπηλεύσαντας τά θεῖα τούτους ἡγήσεται; ... Πλήν ὅτι μολυσμόν ἔχει ἡ κοινωνία, ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν, κἄν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων"[5]. ἔχει μολυσμόν ἡ κοινωνία μέ τήν ἀναφοράν τοῦ ὀνόματος τοῦ αἱρετικοῦ, (Εἰκονομάχου ἐπισκόπου τότε καί Οἰκουμενιστοῦ - Νεοημερολογίτου σήμερα), ἔστω καί ἄν εἶναι ὀρ-θόδοξος ὁ ἀναφέρων,[6] τότε, τί «βάπτισμα» καί τί «μυστήρια» παρέχει ὁ αἱρετικός ἐπίσκοπος ἤ ὁ ἱερεύς, πού τόν μνημονεύει, καί ποιά χάρη παίρνουν οἱ πιστοί ἀπό τόν μολυσμόν αὐτόν;
Ἑπομένως, ὁ διακόπτων τήν κοινωνίαν μέ τούς αἱρετικούς καί προσ-ερχόμενος στήν Ἐκκλησίαν τῶν Πατέρων, προσέρχεται καί ἀποκη-ρύσσει τήν αἵρεση -(σήμερον τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ-Οἰκου-μενισμοῦ)- μέ λίβελλον καί μυρώνεται, σύμφωνα μέ τούς Ἱερούς Κανόνες, κατά τόν Μέγαν Βασίλειον, (47ος Ἱερός Κανών), καί κατά τόν Ἅγιον Νικόδημον τόν Ἁγιορείτην (σέ πολλά μέρη τοῦ Ἱεροῦ Πηδαλίου). Ἐάν δέ δέν ἔχει τηρηθεῖ ἡ τριττή κατάδυση, βαπτίζεται καί, ἄν εἶναι ἱερωμένος, χειροθετεῖται[7].
Ὁ Ἅγιος, ἰδιαίτερα, ἀναφερόμενος στίς χειροτονίες τῶν αἱρετικῶν Εἰκονομάχων, πού ἔγιναν δεκτοί ἀπό τήν Ζ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον γράφει:
«Πάντως δέν δέχθηκε τούς πρωτάρχας τῆς αἱρέσεως καί τούς ἐμπαθῶς ἐγκειμένους καί μή γνησίως καί ἀληθῶς μετανοοῦντας, ὅπως εἶπεν ὁ θεῖος Ταράσιος. Δέχθηκε ἐκείνους πού ἀκολούθησαν τούς πρωτάρχας τῶν αἱρέσεων καί πού μετανόησαν εἰλικρινά, καί ἐκείνους πού χειροτονήθηκαν ἀπό τούς αἱρετικούς Εἰκονομάχους δέν ἀναχειροτόνησεν, ἀφοῦ ὁμολόγησαν τήν Ὀρθοδοξίαν, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν α΄ πράξη τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς. Ἐπίσης, μερικῶν αἱρετικῶν δέχθηκε τό βάπτισμα δι᾽ οἰκονομίαν», ὅπως σημειώνει ὁ Ἅγιος. Τήν
περιστατικήν καί καιρικήν οἰκονομίαν δέν τά ἔκανεν ὅρον ἡ Ἁγία Ζ΄ Οἰκουμενική. Καί ἀπό τήν
Σύνοδον αὐτήν ἀπορρέει ἀβιάστως, ὅτι ὄφειλαν οἱ ἐπίσκοποι νά ἔχουν διακόψει τήν κοινωνίαν
μέ τούς Εἰκονομάχους καί πρίν ἀπό τήν τήν Ζ΄Σύνοδον. Ἡ ὑποχρεωτικότητα τῆς διακοπῆς τῆς κοινωνίας εἶναι αὐτονόητη καί γιά τήν Ζ΄Οἰκουμενικήν! Γιά λόγους ποιμαντικούς καί ἐπειδή ἐπιπόλαζαν (=κυριαρχοῦσαν ἀκόμη) οἱ Εἰκονομάχοι, δέχθηκε κάποιους ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική καί πάντως μετά τήν ἀπόπτυση τῆς βδελυρῆς αἵρεσης, τῆς ἔμπρακτης μετα-νοίας καί τήν σύνταξη λιβέλλου.
Ὁ βιογράφος, ἐπίσης, τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ ἀναφέρει, ὅτι ἡ κοινωνία μέ τόν αἱρετικόν Σέργιον, πρίν γίνει κάποια συνοδική κρίση, ἦταν ἡ αἱτία τῆς φυγῆς τοῦ Ἁγίου Μαξίμου ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, γιά νά μή μολυνθεῖ!
Περί μολυσμοῦ ἀπό τήν κοινωνίαν μέ τήν μονοθελητικήν αἵρεση γράφει ἐπὶ λέξει: "Ἐπεί δ᾽ ἑώρα, (ὁ Ἅγιος Μάξιμος), ὡς ἀνωτέρω ἔφαμεν, τὴν τῶν Μονοθελητῶν τηνικαῦτα αἵρεσιν εἰς τέλειον μᾶλλον ἐκτεινομένην, καὶ δεινῶς καθ᾽ ἡμέραν ὑπὸ τῶν τῆς ἀσεβείας προστατῶν αὐξανομένην, ἔστενε μὲν καὶ πένθει βαρυτάτῳ συνείχετο, οἰκτιζόμενος μάλιστα καὶ τοὺς τὰ παράνομα δρῶντας, οὐκ εἶχε δ᾽ ὅ,τι καὶ πράξοιεν ἑαυτῷ, οὕτω τοῦ κακοῦ εἰς ἄμετρον ἐκχυθέντος, καὶ Ἐώαν μικροῦ πᾶσαν καταλαβόντος καὶ Ἑσπέριον. Ὅθεν καὶ ἐν τοσούτοις δεινοῖς, τοῦθ' εὑρίσκει μόνον ἑαυτῷ τὸ λυσιτελοῦν, καὶ τοῖς πράγμασιν. Ἐπεί γὰρ ἐγίγνωσκε τὴν πρεσβυτέραν Ρώμην τοῦ τοιούτου καθαρεύουσαν μύσους, (σ.σ. = τοῦ μολυσμοῦ) καὶ ὅσον ἐν Ἀφρικῇ, καὶ ὅσον ἐν ἄλλοις τόποις καὶ νήσοις ἐκείναις ταῖς πέριξ, λιπῶν τὰ ἐνταῦθα, ἐκεῖσε ἐπιφοιτᾶ, συνηγορίαν δώσων τῷ λόγῳ καὶ τοῖς ἐκεῖ συνεπόμενος ὀρθόδοξοις∙"
Τοὺς ἁγίους Πατέρες καὶ Διδασκάλους μιμήθηκαν καὶ οἱ Ἁγιο-ρεῖτες Ὁσιομάρτυρες πού μαρτύρησαν ἐπὶ Βέκκου τοῦ Λατινό-φρονος καὶ ἔγραψαν τὴν περίφημη ἐκείνη ἐπιστολὴν πρὸς τὸν Αὐτο-κράτορα Μιχαὴλ τὸν Παλαιολόγον, ἡ ὁποία εἶναι θεολογικώτατη καὶ πλήρης θείων ἀληθειῶν, ὅπου περί τοῦ μολυσμοῦ ἐκ τῆς αἱρέσεως. διαλαμβάνονται τά ἑξῆς:
"Ἐμπεριέχεται δὲ καὶ στὸν ΙΕ΄ Κανόνα τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης Α΄ καὶ Β΄ ἐπονομασθείσης Συνόδου, ὅτι ὄχι μόνον ἀνεύθυνοι εἶναι, ἀλλὰ καὶ ὅτι πρέπει νὰ ἐπαινοῦνται αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἀποσχίζονται ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ εἶναι προφανῶς αἱρετικοὶ καὶ διδάσκουν δημόσια, αἱρετικὰ διδάγματα, καὶ πρὶν νὰ ὑπάρξη συνοδικὴ καταδίκη τους, ἀκριβῶς, ἐπειδὴ ἡ Ὀρθόδοξος τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία τὴν ἀναφορὰν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως, κατὰ τὴν τέλεσιν τῆς ἀναίμακτου θυσίας, τὴν θεω-ροῦσεν πάντοτε συγκοινωνίαν τελείαν μὲ τὸν μνημονευόμενον ἀρχιερέα καὶ τὸ φρόνημά του. Διότι ἔχει γραφεῖ στὴν ἐξήγησιν τῆς Θείας Λειτουργίας, ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀρχιερέως ... καὶ ὅτι εἶναι κοινωνὸς αὐτοῦ καὶ τῆς πίστεως καὶ διάδοχος τῶν Θείων μυστηρίων... (καί) ὅτι μολυσμὸν ἔχει ἡ κοινωνία μὲ μόνην τὴν ἀναφορὰν αὐτοῦ, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ὀρθόδοξος ὁ ἀναφέρων".[8]
4. Τί προκύπτει ἀπό τόν 15ον Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου :
Ἡ διακοπή τοῦ μνημοσύνου τοῦ κηρύσσοντος αἳρεση αἱρετικοῦ ἐπι-σκόπου ἀρχικά ἐπιβάλλεται ἀπό τόν 15ον Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861) τοῦ Μ. Φωτίου, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος δημοσίως κηρύσσει «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», δηλαδή φανερά, ἀπροκάλυπτα, αἵρεση, καταδικασμένη ἀπό Συνόδους ἤ Ἁγίους Πατέρες[9]. Ἀπό τόν Ἱερόν αὐτόν Κανόνα αὐτόν προκύπτουν τά ἑξῆς:
(α) Ἡ διακοπή μνημοσύνου δέν ἀφορᾷ μόνον τόν οἰκεῖον ἐπί-σκοπον, ἀλλά καί ὅλους τούς ἐπισκόπους, πού εἶναι κοινωνικοί πρός αύτόν. Περί τούς δεκαπέντε (15) Ιεροί Κανόνες ἐπιστηρίζουν τήν οὐσιώδη ἐκκλησιολογικήν αὐτήν ἀρχήν, «Ὁ κοινωνῶν ἀκοι-νωνήτῳ ἀκοινώνητος ἔστω», (ἐνδεικτικῶς ἀναφέρουμε τόν Ι΄ (10ον) τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τόν Β΄ (2ον) τῆς Ἀντιοχείας).
(β) Οὔτε συνιστᾶται οὔτε ἐπιβάλλεται ἡ διακοπή μνημοσύνου νά εἶναι συντεταγμένη, νά γίνει δηλαδή ἀπό πολλούς, γιά νά μήν εἶναι, δῆθεν, μεμονωμένη. Μπορεῖ καί ἕνας ἁπλός πρεσβύτερος καί διάκονος νά προχωρήσει σέ διακοπήν μνημοσύνου, ὅπως καί κάθε μοναχός καί ἀναγνώστης καί λαϊκός, ἐφόσον εἶναι μέλος τῆς ἐκκλησίας, ὅπου μνημονεύεται ὁ αἱρετικός, ὀφείλει νά μήν κοινωνεῖ μέ τόν Πρε-σβύτερον, Διάκονον ἤ πνευματικόν, γέροντα, πού κοινωνοῦν μέ τούς λεγομένους αὐτούς κανονικούς, κληρικούς[10].
(γ) Ὁ ἐπίσκοπος, τοῦ ὁποίου τό μνημόσυνον διακόπτεται, πρέπει νά κηρύσσει δημόσια τήν αἵρεσή του.
(δ) Τήν διακοπήν αὐτήν τοῦ μνημοσύνου ὁ ἱερός Κανόνας τήν χαρακτηρίζει ὡς ἀποτείχιση· «τῆς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἑαυτούς ἀποτειχίζοντες».
Δέν εἶναι ἄλλον πρᾶγμα ἡ ἀποτείχιση καί ἄλλον ἡ διακοπή μνημοσύνου. Δέν ὑπάρχει ἄλλη ἀποτείχιση ἀπό τήν διακοπήν μνη-μοσύνου, ὥστε νά νομίζουν μερικοί, ὅτι ἀποτειχίζονται, χωρίς νά προβοῦν σέ διακοπήν μνημοσύνου.
(ε) Ἡ ἀποτείχιση αὐτή δέν προκαλεῖ σχίσμα, διότι δέν ἀπο-τειχίζεται κανείς ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, ἀλλά ἀπό τήν αἵρεση[11]. Δέν ἀποτειχίζεται ἀπό ὀρθόδοξον ἐπίσκοπον, ἀλλά ἀπό δῆθεν ἐπί-σκοπον, ἀπό «τόν καλούμενον ἐπίσκοπον ἑαυτούς ἀποτειχίζοντες», τόν ὁποῖον ὁ ἱερός Κανόνας ἀποκαλεῖ ψευδεπίσκοπον καί ψευδοδι-δάσκαλον.
(στ) Οἱ διακόπτοντες τό μνημόσυνον τοῦ αἱρετίζοντος ἐπισκόπου δέν διαπράττουν κανονικόν παράπτωμα· γι΄ αὐτό καί δέν ὑπό-κεινται σέ καμμίαν κανονικήν δίκην καί ἐπιτίμηση, δηλαδή δέν εἶναι δυνατόν νά παραπέμπονται σέ ἐπισκοπικά ἤ συνοδικά δικαστήρια.
(ζ) Καί ὄχι μόνον δέν πρέπει νά παραπέμπονται σέ δικαστήρια καί νά τιμωροῦνται, ἀλλά ἀντίθετα πρέπει νά τιμῶνται ἰδιαίτερα, διότι προφυλάσσουν τήν Ἐκκλησίαν ἀπό σχίσματα καί διαιρέσεις, δέν προκαλοῦν σχίσμα. Τά σχίσματα τά προκαλοῦν οἱ αἱρεττικοί ἐπίσκοποι.
(η) Δέν εἶναι ἀπαραίτητον ὁ αἱρετικός ἐπίσκοπος νά ἔχει κατα-δικασθεῖ ἀπό Σύνοδον, ὥστε μετά τήν συνοδικήν καταδίκην του νά γίνει ἡ διακοπή μνημοσύνου, (πού τότε εἶναι αὐτονόητη ἡ ὑποχρέωση ἀποτειχίσεως). Αὐτό ἐπιτρέπεται καί ἐπιβάλλεται νά γίνει κυρίως πρό τῆς συνοδικῆς καταδίκης του, «πρό συνοδικῆς διαγνώσεως»[12].
Ὁ ἱερός Κανόνας εἶναι σαφής καί μόνον ἀγράμματοι καί ἀδιάβαστοι δυσκολεύονται νά τόν κατανοήσουν ἤ κάποιοι τόν παρερμηνεύουν, γιά νά μήν ὑποστοῦν ὅσα ὑπαγορεύει: «Οἱ τοιοῦτοι, (οἱ διακόπτοντες τήν μνημόνευση), οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται, πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς Ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ Ἐπι-σκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέ-γνωσαν, καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι».
(θ) Εἶναι παραλογισμός λογικός, θεολογικός, ἐκκλησιολογικός, νομικός, τό νά δεχθεῖ κανείς, ὅτι ἡ διακοπή μνημοσύνου προκαλεῖ σχίσμα. Εἶναι δυνατόν ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία μέ Κανόνα ἐπίσημης καί περιφανοῦς συνόδου, στήν ὁποίαν μάλιστα προήδρευε ὁ Μέγας Φώτιος, μεγαλειώδης διδάσκαλος, θεολόγος, κανονολόγος, νομικός, φιλόσοφος, καί πλεῖστοι ἄλλοι ἐπίσκοποι, νά συνιστοῦν τήν τέλεση σχίσματος καί μάλιστα ὄχι μόνον ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ἐναντίον τῶν ἰδίων ὡς ἐπισκόπων; Ἡ Ἐκκλησία μέ τίς συνόδους προσπαθεῖ νά κρατήσει τά μέλη της μέσα στά ὅριά της, προφυλάσσοντάς τα ἀπό τίς αἱρέσεις καί τά σχίσματα. Εἶναι δυνατόν νά τούς λέγει «διακόψτε τό μνημόσυνον τοῦ ἐπισκόπου καί βγῆτε ἐκτός Ἐκκλησίας»;
(ι) Ὁ διακόπτων τό μνημόσυνο ἐφαρμόζει τήν κανονικήν σύ-σταση τήν ὥραν πού τελεῖ τήν Θείαν Εὐχαριστίαν, τήν ὥραν πού λειτουργεῖ· αὐτό σημαίνει, πώς ὁ ἱερός Κανόνας ἐπιτρέπει τήν τέλεση τῆς Λειτουργίας, χωρίς νά μνημονεύεται ὁ ἐπίσκοπος· δέν ὁρίζει, ὅτι ὁ διακόπτων τό μνημόσυνον πρέπει νά παύσει νά λειτουργεῖ, διότι δῆθεν ἡ Λειτουργία τελεῖται «εἰς τό ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου», (φεῦ τῆς βλσφημίας), καί ὅπου δέν μνημονεύεται ὁ ἐπίσκοπος τάχα τά μυστήρια εἶναι ἄκυρα, κατά τήν πρωτοφανῆ καί πεπλανημένην γνώμην τοῦ καί σωματικά νεκροῦ βδελυροῦ αἱρετικοῦ ἀνοήτου καί βλασφήμου ψευδομητροπολίτου Περ-γάμου Ἰωάννου Ζηζιούλα, ὑπέρ τῆς ὁποίας δέν ὑπάρχει καμμία ἁγιογραφική καί πατερική μαρτυρία, παρά μόνον ὁ αἱρετικός δεσποτικοκεντρισμός, καί ἡ αἵρεση τῆς δεσποτοκρατίας.
Θά συνιστοῦσαν ποτέ νά γίνονται ἄκυρα μυστήρια ὁ Μ. Φώτιος καί οἱ λοιποί θεοφόροι Πατέρες τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, πού συνιστοῦν τήν διακοπήν τοῦ μνημοσύνου; Τά μυστήρια ὅλα καί ἡ Θεία Λειτουργία τελοῦνται εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἤ εἰς τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι εἰς τό ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου. Δέν χρειάζεται νά ἐπεκταθοῦμε περισσότερον γιά αὐτονόητα πράγματα.
Μνημονεύουμε ἁπλῶς ἐνδεικτικά αὐτό πού λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στούς Κορινθίους, πού εἶχαν διαιρεθεῖ σέ ὁμάδες ὀπαδῶν ἐπί κεφαλῆς τῶν ὁποίων ἔβαζαν κάποιους ἀποστόλους-διδασκάλους καί ὄχι τόν Χριστόν. Διδάσκει ὁ Μέγας Ἀπόστολος Παῦλος λέγοντας, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀρχηγός τῆς σωτηρίας, πού ἐσταυρώθη ὑπέρ ἡμῶν, καί εἰς τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ τελοῦνται τά Μυστήρια. «Μεμέρισται ὁ Χριστός; Μή Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπέρ ὑμῶν; Ἤ εἰς τό ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε; Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ, ὅτι οὐδένα ὑμῶν ἐβάπτισα»[13] Ἄν, λοι-πόν, ὁ οὐρανοβάμων καί θεόπτης Παῦλος ἀρνεῖται, ὅτι τελεῖ εἰς τό ὄνομά του τό Μυστήριον τοῦ Βαπτίσματος, πόσον ἐγωισμόν καί παπικήν ὑπερηφάνειαν κρύπτει ἡ ζηζιούλεια γνώμη καί ἄλλων ἀνοήτων ψευδεπισκόπων, ὅτι ἡ Θεία Εὐχαριστία τελεῖται «εἰς τό ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου» κηρυσσόντων τήν βδελυρή αἵρεση τῆς Δεσπο-τοκρατίας;
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀποστέλλων τούς μαθητάς νά μαθητεύσουν πάντα τά ἔθνη τούς ἔδωσεν ἐντολήν, νά βαπτίζουν εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος: «Πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα υά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» [14]
Συνιστῶντας δέ καί ἱδρύοντας τό Μηστήριον τῆς Θείας Εὐχα-ριστίας, κατά τήν τέλεση τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, δέν εἶπεν, ὅτι αὐτό θά τό τελεῖτε στό ὄνομά σας, ἀλλά γιά νά θυμᾶσθε ἐμένα· «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν»[15]
Ἡ Θεία Λειτουργία καί οἱ ἄλλες ἀκολουθίες ἀρχίζουν μέ τρια-δολογικήν ἐπίκληση «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» καί «Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» ἤ «Εὐλογητός ὁ Θεός ἡμῶν πάντοτε …». Δέν ἀρχίζουμε μέ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος κάποιου ἐπισκόπου.
Ἄς κάνουν τόν κόπον οἱ ἀδιάφοροι καί ἀνόητοι αἱρετικοί καί σίγουρα ἀδιάβαστοι «ἐπίσκοποι», μερικοί τῶν ὁποίων οὔτε τίς ὁμιλίες πού τούς γράφουν ἄλλοι μποροῦν νά ἀναγνώσουν, καί νά δοῦν σέ κάποιο λεξικόν τῆς Κ. Διαθήκης (Concordantia) στήν λέξη «ὄνομα», γιά νά δοῦν τό ὄνομά ποίου ἐπεκαλοῦντο οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, γιά νά ἐπιτελέσουν θαύματα; Τό ὄνομα κάποιου ἐξ αὐτῶν ἤ ὅλα ἐγίνοντο «ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», «ὀνομάζοντες τό ὄνομα Χριστοῦ», σέ ἀμέτρητα γεγονότα καί περιστάσεις. Μνημόνευση τοῦ Ἐπισκόπου γίνεται γιά ἄλλους λόγους πού ἀναλύουμε ἐκτεταμένα στήν μελέτην μας Θεμελιώδεις Ἀρχές τῆς Ὀρθόδοξης Δογματικῆς καί ὄχι γιατί ἀποτελεῖ οὐσιῶδες στοιχεῖον τοῦ Μυστηρίου, χωρίς τό ὁποῖον τό μυστήριον εἶναι δῆθεν ἄκυρον. Σέ ποιά Ὀρθόδοξη Δογματικήν διδάσκεται αὐτή ἡ κακόδοξη διδασκαλία;
Ἡ Ὀρθοδοξία μέχρι καί σήμερα ἐκδέχεται τήν Ἐκκλησίαν ὡς μίαν Εὐχαριστιακήν κοινωνίαν, πού ἡ ἐξωτερική της ὀργάνωση, ὅσον ἀναγκαία κι ἄν εἶναι, ἔρχεται σέ δεύτερη θέση, ὅσον ἀφορᾶ στήν ἐσωτερικήν, μυστηριακήν ζωήν της. Ἡ Ὀρθοδοξία τονίζει τήν τεράστιαν σημασίαν πού ἔχει ἡ τοπική κοινότητα στήν δομήν τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τήν τάση νά βλέπουν τήν Ἐκκλησίαν ὡς κάποιαν διοικητικήν ὀργάνωση, στήν ὁποίαν κάθε τοπικό σῶμα σχηματίζει μέρος ἑνός εὐρύτερου καί πιό περιεκτικοῦ ὅλου... Ἡ τοπική ὀρθόδοξη κοινότητα, ὅμως, γιά τήν Ὀρθοδοξίαν εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία Εὐχαριστιακή κοινωνία, πού πραγματώνει τήν ἀληθινήν της φύση, ὅταν τελεῖ τόν Μυστικόν Δεῖπνον καί κοινωνεῖ στό τελούμενον μυστήριον τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Εὐχαριστία τελεῖται τοπικά σέ κάθε συγκεκριμένην κοινότητα, πού εἶναι συναγμένη γύρω ἀπό τόν ὀρθόδοξον ἐπίσκοπόν της ἤ τόν ἱερέα της, ἐάν ὁ ἐπίσκοπος κακοδοξήσει. Πολύ περισσότερον, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος κοινωνήσει μέ αἱρετικούς καί ἡ κοινότητα μέ τόν ἱερέα της ἀποτειχιστεῖ ἀπό τόν τοιοῦτον ἐπίσκοπον ἤ μητροπολίτην ἤ πατριάρχην, κατά τούς ιε ΄ Ἱερόν Κανόνα τῆς ΑΒ ́ Ἱερᾶς Συνόδου σέ συνδυασμόν μέ τόν 31ον Ἀποστολικόν, καί ἰδιαίτερα κατά τούς α ΄καί β ́ τῆς Γ ́ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, κατά τούς ὁποίους ἐκπίπτουν τῆς ἱερωσύνης οἱ ἑνούμενοι μέ τούς αἱρετικούς τοιοῦτοι ἐπίσκοποι. Γι' αὐτό κάθε ὀρθόδοξη κοινότητα, καθώς τελεῖ τήν Θείαν Εὐχαριστίαν κάθε Κυριακή, εἶναι ἡ Ἐκκλησία στήν πληρότητά της. Εἶναι ἡ Καθολική Ἐκκλησία, ἐπειδή σέ κάθε τοπικήν τέλεση τῆς Εὐχαριστίας παρίσταται ὁλόκληρος ὁ Χριστός!
Ἡ Ἐκκλησία μέ τόν Ὀρθόδοξον ἱερέα της καί τούς Ὀρθοδόξους πιστούς εἶναι, ἑπομένως, ἡ Καθολική Ἐκκλησία στήν πληρότητά της καί χωρίς τόν ἐκπεσόντα αἱρετικόν καί κακόδοξον ψευδ-επίσκοπον, ἐάν δηλ. ὁ καλούμενος ἐπίσκοπος κηρύξει ἐπ’ ἐκκλησίᾳ αἵρεση, ἐπειδή σέ κάθε τοπική τέλεση τῆς Εὐχαριστίας παρίσταται ὁλόκληρος ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος ἑνώνει τά ὀρθόδοξα μέλη της, πού συγκροτοῦν τό Σῶμα Της μέ τήν Κεφαλήν πού εἶναι Αὐτός ὁ Χριστός!
Ἡ τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας, ἑπομένως, γίνεται στό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι τοῦ ἐπισκόπου, ὅπως κακόδοξα δίδαξαν διάφοροι ψευδεπίσκοποι, κυρίως Νεοημερολογίτες, τά τελευταῖα χρόνια. Ἡ εἴσοδος στήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, κατά τήν ἔναρξη τῆς Θείας Λειτουργίας, ὅπως σημειώσαμε, γίνεται μέ τήν ἐπίκληση τοῦ ὑπερ πάντων Ὀνόματος τῆς Παναγίας Τριάδος ἀπό τόν ἱερέα, πού μετέχει τῆς μιᾶς ἱερωσύνης τοῦ Χριστοῦ, στήν ὁποίαν μετέχει κατά τρόπον, ὥστε ὁ κάθε ἱερεύς νά μήν κατέχει ἕνα τμῆμα της, ἀλλά τό ὅλον, καί ἱερεύς καί πιστοί ἀποτελοῦν τήν τοπικήν Καθολικήν Ἐκκλησίαν, ἔχοντας διακόψει κάθε κοινωνίαν πρός τόν αἱρετικόν ἐπίσκοπον. Καί κατ’ ἐξοχήν ἡ ὑπερφυής μεταβολή τῶν Τιμίων Δώρων δέν γίνεται στό ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου, ἀλλά ἐπικαλουμένου τοῦ ἱερέως: «Ἐπίβλεψον ἐπ' ἐμὲ τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ ἀχρεῖον δοῦλόν Σου, καὶ καθάρισόν μου τὴν ψυχὴν καὶ τὴν καρδίαν ἀπὸ συνειδήσεως πονηρᾶς, καὶ ἱκάνωσόν με τῇ δυνάμει τοῦ Ἁγίου Σου Πνεύματος, ἐνδεδυμένον τὴν τῆς Ἱερατείας χάριν, παραστῆναι τῇ ἁγίᾳ Σου ταύτῃ τραπέζῃ καὶ ἱερουργῆσαι τὸ ἅγιον καὶ ἄχραντόν Σου Σῶμα καὶ τὸ τίμιον Αἷμα. Σοὶ γὰρ προσέρχομαι, κλίνας τὸν ἑμαυτοῦ αὐχένα, καὶ δέομαί Σου. Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν Σου ἀπ' ἐμοῦ, μηδὲ ἀποδοκιμάσῃς με ἐκ παίδων Σου· ἀλλ' ἀξίωσον προσενεχθῆναί Σοι ὑπ' ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ ἀναξίου δούλου Σου τὰ δῶρα ταῦτα. Σὺ γὰρ εἶ ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος καὶ προσδεχόμενος καὶ διαδιδόμενος, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν».
Ὁ ἱερεύς, ἀρχόμενος τῆς ἁγίας Ἀναφορᾶς, ἐπεύχεται μυστικῶς πρός τόν Θεόν Πατέρα: «Ἄξιον καὶ δίκαιον σὲ ὑμνεῖν, σὲ εὐλογεῖν, σὲ αἰνεῖν, σοὶ εὐχαριστεῖν, σὲ προσκυνεῖν ἐν παντὶ τόπῳ τῆς δεσποτείας σου. Σὺ γὰρ εἶ Θεὸς ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος, ἀεὶ ὤν, ὡσαύτως ὤν, σὺ καὶ ὁ μονογενής σου Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμά σου τὸ Ἅγιον. Σὺ -(σ.σ. ὁ Πατήρ)- ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς παρήγαγες, καὶ παραπεσόντας ἀνέστησας πάλιν, καὶ οὐκ ἀπέστης πάντα ποιῶν, ἕως ἡμᾶς εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνήγαγες καὶ τὴν βασιλείαν σου ἐχαρίσω τὴν μέλλουσαν. Ὑπὲρ τούτων ἁπάντων εὐχαριστοῦμέν σοι -(σ.σ. τῷ πατρί)- καὶ τῷ μονογενεῖ σου Υἱῷ καὶ τῷ Πνεύματί σου τῷ Ἁγίῳ, ὑπὲρ πάντων ὧν ἴσμεν καὶ ὧν οὐκ ἴσμεν, τῶν φανερῶν καὶ ἀφανῶν εὐεργεσιῶν τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων. Εὐχαριστοῦμέν σοι καὶ ὑπὲρ τῆς Λειτουργίας ταύτης, ἣν ἐκ τῶν χειρῶν ἡμῶν -(σ.σ. τοῦ ἱερέως καί τοῦ βασιλείου ἱερατεύματος)- δέξασθαι κατηξίωσας, καίτοι σοι παρεστήκασι χιλιάδες ἀρχαγγέλων καὶ μυριάδες ἀγγέλων, τὰ Χερουβεὶμ καὶ τὰ Σεραφείμ, ἑξαπτέρυγα, πολυόμματα, μετάρσια, πτερωτά.» (Ἐκφώνως:) «Τὸν ἐπινίκιον ὕμνον ᾄδοντα, βοῶντα, κεκραγότα καὶ λέγοντα. Ὁ λαός: Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ· πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης σου, ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις. Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. Ὡσαννὰ ὁ ἐν τοῖς ὑψίστοις. Ὁ ἱερεὺς συνεχίζει ἐπευχόμενος μυστικῶς: Μετὰ τούτων καὶ ἡμεῖς τῶν μακαρίων δυνάμεων, Δέσποτα φιλάνθρωπε, βοῶμεν καὶ λέγομεν: Ἅγιος εἶ καὶ πανάγιος Σὺ -(σ.σ. ὁ πατήρ)- καὶ ὁ μονογενής σου Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμά σου τὸ Ἅγιον. Ἅγιος εἶ -(σ.σ. ὁ πατήρ)- καὶ πανάγιος καὶ μεγαλοπρεπὴς ἡ δόξα σου. Ὃς τὸν κόσμον σου οὕτως ἠγάπησας, ὥστε τὸν Υἱόν σου τὸν μονογενῆ δοῦναι, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ' ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. Ὃς ἐλθὼν καὶ πᾶσαν τὴν ὑπὲρ ἡμῶν οἰκονομίαν πληρώσας, τῇ νυκτὶ ᾗ παρεδίδοτο, μᾶλλον δὲ ἑαυτὸν παρεδίδου ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς, λαβὼν ἄρτον ἐν ταῖς ἁγίαις αὐτοῦ καὶ ἀχράντοις καὶ ἀμωμήτοις χερσίν, εὐχαριστήσας καὶ εὐλογήσας, ἁγιάσας, κλάσας, ἔδωκεν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ μαθηταῖς καὶ ἀποστόλοις, εἰπὼν (ἐκφώνως:) Λάβετε, φάγετε, τοῦτό μού ἐστι τὸ σῶμα, τὸ ὑπὲρ ἡμῶν κλώμενον, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. Ὁ λαός: Ἀμήν. Ὁ ἱερεύς (μυστικῶς): Ὁμοίως καὶ τὸ ποτήριον μετὰ τὸ δειπνῆσαι, λέγων (ἐκφώνως:) Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου, τὸ τῆς Καινῆς Διαθήκης, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν καὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. Ὁ λαός: Ἀμήν. Ὁ ἱερεὺς ἐξακολουθεῖ ἐπευχόμενος μυστικῶς: Μεμνημένοι τοίνυν τῆς σωτηρίου ταύτης ἐντολῆς καὶ πάντων τῶν ὑπὲρ ἡμῶν γεγενημένων, τοῦ Σταυροῦ, τοῦ Τάφου, τῆς τριημέρου Ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανοὺς Ἀναβάσεως, τῆς ἐκ δεξιῶν Καθέδρας, τῆς δευτέρας καὶ ἐνδόξου πάλιν Παρουσίας. -(Σ.σ. ὁ ἱερεύς ἐκφώνως:) Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέρομεν κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα. Ὁ λαός: Σὲ ὑμνοῦμεν, σὲ εὐλογοῦμεν, σοὶ εὐχαριστοῦμεν, Κύριε, καὶ δεόμεθά σου, ὁ Θεὸς ἡμῶν. Ὁ ἱερεύς (μυστικῶς): Ἔτι προσφέρομέν σοι -(σ.σ. ὁ ἱερεύς μέ τόν πιστόν λαόν, τό ἔθνος τό ἅγιον)- τὴν λογικὴν ταύτην καὶ ἀναίμακτον λατρείαν, καὶ παρακαλοῦμέν σε καὶ δεόμεθα καὶ ἱκετεύομεν· κατάπεμψον -(σ.σ. Σύ ὁ Πατήρ)- τὸ Πνεῦμά σου τὸ Ἅγιον ἐφ' ἡμᾶς, καὶ ἐπὶ τὰ προκείμενα Δῶρα ταῦτα. Ἔπειτα ὁ ἱερεὺς καὶ ὁ διάκονος προσκυνοῦσι τρὶς ἔμπροσθεν τῆς ἁγίας Τραπέζης, εὐχόμενοι καθ’ ἑαυτοὺς καὶ λέγοντες: Ὁ Θεὸς ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ καὶ ἐλέησόν με. Ὁ διάκονος: Εὐλόγησον, δέσποτα, τὸν ἅγιον Ἄρτον. Ὁ ἱερεύς -(σ.σ. ἀνιστάμενος σφραγίζει τρὶς τὸν ἅγιον Ἄρτον καὶ λέγει μυστικῶς): Καὶ ποίησον τὸν μὲν Ἄρτον τοῦτον, τίμιον Σῶμα τοῦ Χριστοῦ σου. Ὁ διάκονος: Ἀμήν. Εὐλόγησον, δέσποτα, τὸ ἅγιον Ποτήριον. Ὁ ἱερεύς: Τὸ δὲ ἐν τῷ Ποτηρίῳ τούτῳ, τίμιον αἷμα τοῦ Χριστοῦ σου. Ὁ διάκονος: Ἀμήν. Εὐλόγησον, δέσποτα, ἀμφότερα τὰ ἅγια. Ὁ ἱερεύς: Μεταβαλὼν τῷ Πνεύματί σου τῷ Ἁγίῳ. Ὁ διάκονος: Ἀμήν· Ἀμήν· Ἀμήν. (Καὶ λαβὼν τὸν δεδιπλωμένον Ἀέρα, ῥιπίζει δι' αὐτοῦ τὰ Ἅγια, ὡς καὶ πρότερον). Ὁ ἱερεὺς ἐξακολουθεῖ μυστικῶς ἐπευχόμενος: Ὥστε γενέσθαι τοῖς μεταλαμβάνουσιν εἰς νῆψιν ψυχῆς, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, εἰς κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος -(σ.σ. ὁ ἱερεύς μέ τόν πιστόν λαόν, τό ἔθνος τό ἁγιον)- εἰς Βασιλείας οὐρανῶν πλήρωμα, εἰς παρρησίαν τὴν πρὸς σέ, μὴ εἰς κρῖμα ἢ εἰς κατάκριμα. Ἔτι προσφέρομέν σοι τὴν λογικὴν ταύτην λατρείαν, ὑπὲρ τῶν ἐν πίστει ἀναπαυσαμένων Προπατόρων, Πατέρων, Πατριαρχῶν, Προφητῶν, Ἀποστόλων, Κηρύκων, Εὐαγγελιστῶν, Μαρτύρων, Ὁμολογητῶν, Ἐγκρα-τευτῶν καὶ παντὸς πνεύματος δικαίου ἐν πίστει τετελειωμένου.»
Καί ἀφοῦ γίνει ὁ καθαγιασμός (ἡ μεταβολή) τῶν τιμίων δώρων σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ καί ὑψωθεῖ τό ἀντίδωρον καί εὐλογηθεῖ στό Ὄνομα τῆς Παναγίας Τριάδος, τότε μόνον ὁ ἱερεύς λέγει, ἀναφερόμενος στόν ἐπίσκοπον, ὡς σημεῖον ἀναφορᾶς ἑνότητος καί προσδιορισμοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας του, -ὑπό τήν βασικήν δηλ. προϋπόθεσιν, ὅτι ὁ ἐπίσκοπος ὀρθοδοξεῖ κατά πάντα-, νά μνησθεῖ ὁ Κύριος πρῶτα τοῦ ἀρχιεπισκόπου (ἐκφώνως:) «Ἐν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (δεῖνος), ὃν χάρισαι ταῖς ἁγίαις σου Ἐκκλησίαις ἐν εἰρήνῃ, σῷον, ἔντιμον, ὑγιᾶ, μακροημερεύοντα καὶ ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας.»
Ὁ ἐπίσκοπος μνημονεύεται, κυρίως, γιά νά φανεῖ, ὅτι ὁ μνημο-νεύων καί ὁ μνημονευόμενος ἔχουν τήν ἴδια πίστη, ὅτι εἶναι ἀμφότεροι ὀρθόδοξοι, ὅτι ὁ μνημονευόμενος ἔχει τήν ἴδια πίστη μέ τόν μνημονεύοντα[16], εἶναι ταυτογνωμονοῦντες καί ταυτο-πιστεύοντες καί γιαυτό, ἀκριβῶς, ὅταν κακοδοξήσει ὁ ἐπίσκοπος καί ἀποδεικνύεται ψευδοδιδάσκαλος τόν ἀποτειχίζουν οἱ Ὀρθό-δοξοι πιστοί κλῆρος καί λαός καί παύουν τό μνημόσυνόν του.
Ἐπειδή ἀκριβῶς οἱ Πατέρες μᾶς διδάσκουν καί πάλιν:
'' Ἃπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ Σύνοδοι, πᾶσαι αἱ θεῖαι γραφαί, φεύγειν τούς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καί τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστασθαι'' κατά τόν Μέγαν Ἃγιον Μᾶρκον τόν Εὐγενικόν.[17]
''... Πέπεισμαι γάρ ἀκριβῶς, ὃτι ὃσον ἀποδιΐσταμαι τούτου καί τῶν τοιούτων, ἐγγίζω τῷ Θεῷ καί πᾶσι τοῖς πιστοῖς καί ἁγίοις Πατράσι, καί ὣσπερ τούτων χωρίζομαι, οὓτως ἑνοῦμαι τῇ ἀληθείᾳ καί τοῖς ἁγίοις Πατράσι τοῖς Θεολόγοις τῆς Ἐκκλησίας...''[18]
''Φεύγετε οὒν καί ὑμεῖς, ἀδελφοί, τήν πρός ἀκοινωνήτους κοινωνίαν καί τό μνημόσυνον τῶν ἀμνημονεύτων...''[19]
Δέν παραγνωρίζουμε τήν σημαντικήν, τήν σπουδαίαν, τήν πρωτεύουσαν θέση πού ἔχει ὁ ἐπίσκοπος στήν Ἐκκλησίαν, σύμφωνα καί μέ ὅσα λέγει ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας. Ἀλλά ὅλα αὐτά ἰσχύουν, ὅταν πρόκειται περί ὀρθοδόξου ἐπισκόπου καί ὄχι περί ψευδεπισκόπου.
Ἑπομένως, ὁ διακόπτων τό μνημόσυνον συνεχίζει νά λει-τουργεῖ καί δέν ὑπόκειται «εἰς κανονικήν κατάγνωσιν», σύμφωνα μέ τόν Ἱερόν Κανόνα, ἄν δέ τοῦ ἐπιβληθεῖ ὁποιαδήποτε ποινή ἀργίας ἤ καθαιρέσεως ἀπό τά ἁρμόδια «ἐκκλησιαστικά» δικαστήρια, αὐτή ὡς ἀντικανονική εἶναι ἄκυρη, οὐσιαστικά ἀνυπόστατη, ἐπιβληθεῖσα ἀπό ψευδεπίσκοπον καί ἑπομένως μή ἐφαρμόσιμη. Ἀλλοίμονοn, ἄν οἱ διωκόμενοι καί καθαιρούμενοι ἀπό αἱρετικές συνόδους Ἅγιοι Πατέρες πειθαρχοῦσαν καί ὑπάκουαν στίς ἀποφάσεις τῶν αἱρετικῶν ἐπισκόπων. Θά εἶχεν καταλυθεῖ ἡ Ὀρθοδοξία.
Οἱ ἄνθρωποι ἔλεγαν στόν Ἅγιον Μάξιμον καί στούς μαθητές του:
"Εἴσαστε τρελλοί. Πραγματικὰ θέλετε νὰ μᾶς πῆτε, ὅτι ὁ Αὐτο-κράτωρ, οἱ Πατριάρχαι, ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι καὶ οἱ κληρικοὶ καὶ ὅλος ὁ λαὸς εἶναι στὴν αἵρεσιν καὶ μόνον ἐσεῖς εἴσαστε Ὀρθόδοξοι, ἐσεῖς πού οὔτε κἄν ἱερεῖς δὲν εἴσαστε ἀλλὰ ἁπλοῖ μοναχοί;"
Καὶ ὁ Ἅγιος Μάξιμος τοὺς ἀπαντοῦσε πολὺ σωστά:
"Πραγματικὰ ἔτσι εἶναι."Καὶ ἔτσι ἦταν... Ἀνάμεσα σ' αὐτοὺς ποὺ καταδικάστηκαν ἀργότερα ἀπὸ τὴν ΣΤ' Οἰκουμενικὴν Σύνοδον ὡς αἱρετικοὶ ἦσαν: Τέσσαρες Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, ἕνας πάπας Ρώμης, ἕνας Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, δυὸ Πατριάρχαι Ἀντιοχείας καὶ πλῆθος ἄλλοι. Γιὰ πολλὰ χρόνια, αὐτὸς ὁ ἁπλὸς μοναχὸς καὶ οἱ δυό του μαθητὲς εἶχαν δίκαιο καὶ ὅλοι αὐτοὶ οἱ φημισμένοι, δυνατοὶ καὶ σεβαστοὶ Πατριάρχες καὶ Πάπες ἦσαν σὲ θανάσιμο σφάλμα καὶ στὴν αἵρεση.[20] Ὁ Ἅγιος Μάξιμος δὲν κοινωνοῦσε μὲ κανένα Ρωμαίικο Πατριαρχεῖον. Γιὰ ἕνα διάστημα μάλιστα, ἐπὶ Πάπα Ὀνωρίου, συμμετεῖχεν καὶ ἡ Δύση στὴν αἵρεση.[21] Ἀπευθύνθηκαν πρός τόν Ἅγιον καί τόν ἐρώτησαν:
"...Δὲν κοινωνεῖς μετὰ τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως;
Καὶ εἶπεν: " Δὲν κοινωνῶ."[22]
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἦταν ἡ ψυχὴ τῆς Συνόδου τῆς Ρώμης τὸ 649 στὸ Λατερανόν,[23] ἔχων ἤδη πρὸ πολλοῦ διακόψει τὴν κοινωνίαν μετὰ τῶν Μονοθελητικῶν θρόνων τῆς Ἀνατολῆς.
5. Κατεγνωσμένη αἵρεση ὁ Οἰκουμενισμός
Ἡ διακοπή μνημοσύνου, λοιπόν, τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου προϋπο-θέτει τήν ὑπ΄ αὐτοῦ ἀποδοχήν καί δημόσια ἐπ’ ἐκκλησίας κήρυξη αἱρέσεως. Ὑπάρχει σήμερα κάποια αἵρεση πού κηρύσσεται «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», δηλαδή δημοσίως, φανερά καί ἀπροκάλυπτα;
Μόνον ἀδιάφοροι περί τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας καί ἔχοντες «πορισμόν τήν εὐσέβειαν»[24] στρουθοκαμηλίζουν καί δέν βλέπουν, ὅτι ἐδῶ καί ἕνα αἰῶνα κατατρώγει τήν Ἐκκλησίαν, διαβρώνει συνειδήσεις, παρασύρει ἐπισκόπους, κληρικούς, μοναχούς, καθηγητές Θεολογικῶν Σχολῶν καί θεολόγους, ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως προσφυῶς χαρακτηρίσθηκε ἀπό τόν μεγάλον δογματολόγον Ἰουστῖνον Πόποβιτς καί πολλούς ἄλλους συγχρόνους Πατέρες καί διδασκάλους, ὅπως ὁ Ἅγιος Φιλάρετος Μητροπολίτης Νέας Ὑόρκης, καί ἡ Σύνοδός του, οἱ ἀρχιεπίσκοποι Χρυσόστομος ὁ Β΄ καί Καλλίνικος μέ τήν Σύνοδόν μας, Αὐγουστῖνος Ἁγιοβασι-λειάτης, Παῦλος ὁ Κύπριος, παπα-Θεοδώρητος Μαῦρος, παπα-Βασίλειος Σακκᾶς[25]. Ἐνῶ ἰδιαίτερης μνείας χρειάζεται ὁ μεγαλύτερος νεότερος Ἡσυχαστής, στόν ὁποῖον ὀφείλεται ἡ ὀρθή ἑρμηνεία καί ἡ ἀρχή τῆς ἐφαρμογῆς τῆς ὑποχρεωτικῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου τῶν αἱρετικῶν Νεοημερολογιτῶν, στό Ἅγιον Ὄρος, Καλλίνικος ὁ Ἡσυχαστής![26]
Ὁ Οἰκουμενισμός ἐμπίπτει στίς προϋποθέσεις τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας, σύμφωνα μέ τίς ὁποῖες ἡ κηρυσσόμενη αἵρεση ἀπό τόν ἐπίσκοπον ὀφείλει νά εἶναι«παρά τῶν Ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένη». Ἐκτός τοῦ ὅτι ἤδη σύγχρονοι Ἅγιοι Πατέρες τήν ἔχουν καταδικάσει, οἱ βασικές διδασκαλίες της ἔχουν καταδικασθῆ ἀπό παλαιούς Ἁγίους καί ἀπό παλαιές συνόδους, ἀπό τήν ἴδια τήν Ἁγίαν Γραφήν, διότι προσβάλλει βασικά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι συμπερίληψη ὅλων τῶν αἱρέσεων, γι΄ αὐτό καί χαρακτηρίζεται ὡς παναίρεση. Δέν χρειάζεται μεγάλην θεολογικήν γνώση καί ἔρευναν, γιά νά χαρακτηρίσει κανείς ὡς αἱρετικούς αὐτούς πού δέν ἀποδέχονται, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ μοναδικός Σωτήρας καί Λυτρωτής, κατά τήν διδασκαλίαν τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πολλαχοῦ μαρτυρουμένην.
Μνημονεύουμε ἀπό τά πάμπολλα χωρία μόνον τό τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου κατά τήν ὁμιλίαν του ἐνώπιον τοῦ συνεδρίου τῶν Ἰουδαίων, τῶν ἀρχιερέων καί θεολόγων τῆς ἐποχῆς: «Καί οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία· οὐδέ γάρ ὄνομά ἐστιν ἔτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς»[27] Αὐτό δέν λέγει καί τό Σύμβολον τῆς Πίστεως τῆς Α΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου, ἀναφερόμενον εἰς τόν Θεάνθρωπον Ἰησοῦν Χριστόν καί τήν δι΄ Αὐτοῦ σωτηρίαν; «Τόν δι΄ ἡμᾶς τούς ἀν-θρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν …». Αὐτό τό θεμελιῶδες δόγμα τῆς μοναδικότητος καί ἀπο-κλειστικότητος τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας προσβάλλει ὁ Οἰκου-μενισμός, ἰσχυριζόμενος, ὅτι καί στίς ἄλλες θρησκεῖες σώζονται οἱ ἄνθρωποι καί ἑπομένως, ὅτι κάνει λάθος ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ὅλη ἡ Ἁγία Γραφή καί σύμπασα ἡ Πατερική Παράδοση, πού διδάσκουν ὅτι «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία».
Ἀκόμη καί τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος προσβάλλει ἐμμέσως ὁ Οἰκουμενισμός, μολονότι δέν τολμᾶ ἐπισήμως νά τό διακηρύξει, μέ τά διδασκόμενα ἀπό πολλούς Οἰκουμενιστές καί τήν Β΄ Βατικάνεια Σύνοδον, ὅτι οἱ τρεῖς μονοθεϊστικές θρησκεῖες, οἱ τρεῖς ἀβρααμικές θρησκεῖες, δηλαδή ὁ Ἰουδαϊσμός, ὁ Χριστι-ανισμός καί τό Ἰσλάμ πιστεύουμε στόν ἴδιον Θεόν. Μόνον ἐμεῖς, ὅμως, πιστεύουμε στήν Ἁγία Τριάδα, οἱ ἄλλες δύο θρησκεῖες ἀρνοῦνται τήν θεότητα τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ἀρειανικές καί πνευματομαχικές, γι΄ αὐτό οὔτε καί στόν ἀληθινόν Θεόν πιστεύουν, διότι ὅποιος δέν πιστεύει στόν Υἱόν δέν πιστεύει καί στόν Πατέρα[28].
Καί ὅπως ψάλλουμε σέ κάθε Λειτουργίαν στό τέλος: «Εἴδομεν τό Φῶς τό ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον, εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ ἀδιαίρετον Τριάδα Προσκυνοῦντες». Ἐπιβάλλεται νά προσ-θέσουμε, ὅτι τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος προσβάλλει καί ἡ αἵρεση τοῦ Filioque, ἡ διδασκαλία δηλαδή τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ ἐξ αὐτοῦ προελθόντος Προτεσταντισμοῦ, ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ὄχι μόνον ἐκ τοῦ Πατρός, ὅπως διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφή διά στόματος τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ μας[29], καί ἐδογμάτισεν ἡ Ἐκκλησία στήν Α΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον, ἀλλά ἐκπορεύται «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ» (Filioque), κατά τήν ἐπίσημη ἀντικυριακήν καί ἀντιπατερικήν διδασκαλίαν τῶν Παπικῶν καί τῶν Προτεσταντῶν, τούς ὁποίους, ὅμως, ὁ Οἰκουμενισμός καί ἡ οἰκουμενιστική ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης ἀποδέχεται ὡς ἐκκλησίες, παρά τό πλῆθος τῶν αἱρέσεων πού διδάσκουν, ἐκτός τοῦ Filioque.
Ἡ πιό κραυγαλέα, ὅμως, πλάνη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς ψευδο-συνόδου τῆς Κρήτης εἶναι ἡ προσβολή καί ἀλλοίωση τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ δόγματος, τό ὁποῖον δέχεται, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καί ὄχι πολλές, καί ὅτι αὐτή ἡ μία Ἐκκλησία ἔχει μίαν πίστη καί ἕνα Βάπτισμα, κατά τό Παύλειον «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν Βάπτισμα»[30]
6. Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι καταδικασμένη αἵρεση ἀπό τήν ἁγίαν Ε΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον καί τούς θεοφόρους Πατέρες
Αἵρεση εἶναι "τὸ ἔν τινι παρεκκλίναι τῶν κειμένων ἡμῖν δογμάτων, περὶ τῆς ὀρθῆς πίστεως" κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον.
Ὁ κηρυσσόμενος Οἰκουμενισμὸς εἶναι μεγίστη αἵρεσις, ἐπειδή μέ τήν αἵρεση αὐτή ἀνατρέπεται ἡ Πίστις στὴν Μίαν Ἁγίαν Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν καί ἀνατρέπεται τό μυστήριον τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ.
Αὐτὸ δὲν κήρυξαν μέ λόγους καί μέ ἔργα οἱ ἀποστάτες Ἀθηναγορας, Δημήτριος καὶ Βαρθολομαῖος ἐπανειλημμένως καί συστηματικά καὶ ὄχι σποραδικά, ὅπως συσκότιζαν τὴν ἀλήθειαν μοναχοί τῆς Μονῆς Γρηγορίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ἄλλοι Οἰκουμενιστές σέ διάφορα κείμενά τους;
Κατὰ πόσον εἶναι σποραδικὲς καὶ ἄνευ οὐδεμιᾶς σημασίας οἱ ἐπίσημες δηλώσεις, τά οὐνιτικά συλλείτουργα καί οἱ πανθρησκειακές συμπροσευχές ὅλων τῶν πατριαρχικῶν καί ἀμέτρητων ἄλλων Οἰκουμενιστῶν, ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὰ στοιχεῖα ποὺ παρατίθενται συνεχῶς τά τελευταῖα χρόνια ἀπό τούς Ὀρθοδόξους πού ἀγωνίζονται κατά τῆς φοβερῆς ἀθέου αἱρέσεως τοῦ Νεοημρολογιτικοῦ-Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλά καί στό ἡμέτερον περιοδικόν, «Ἅγιοι Κολλυβάδες».
Τό οἰκουμενιστικόν δόγμα τοῦ Ἀπελλῆ καταδικασμένο ἤδη ἀπό τήν Ε΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον!
Ὁ Ἀπελλής θέλησε νά εἰρηνεύσει καί νά ἑνώσει ὅλες τίς παραφυάδες τῆς αἱρέσεως τοῦ Μαρκίωνος ὑπό μίαν ἀρχήν καί ἐξουσίαν. Γιά τόν σκοπόν αὐτόν ἄσκησε ὅλην του τήν ἐπιρροήν, ἐρχόμενος σέ ἐπαφήν μέ τούς ἐπικεφαλῆς τῶν διαφόρων Μαρκιωνιστικῶν ὁμάδων. Δέν ἄργησε, ὅμως, νά ἀντιληφθεῖ, ὅτι ἦταν δύσκολον νά τούς πείσει, νά ἐγκαταλείψουν τίς ἀστήρικτες δογματικές διδασκαλίες τους καί νά υἱοθετήσουν ἐκεῖνες τῶν ἄλλων. Σταμάτησε, λοιπόν, τίς ἄκαρπες διαμεσολαβήσεις. Τό συμπέρασμά του ἦταν, ὅτι ἔπρεπε νά κτισθεῖ μία ἀνοχή τῆς "ποικιλίας" στήν "πίστη".
Ξεκινῶντας ἀπό τήν ἰδέαν αὐτήν, διατύπωνε ἕνα ἄθεον ἑνωτικόν δόγμα, πού ἀπό τό ὄνομά του ἀποκλήθηκε "τό ἄθεον δόγμα τοῦ Ἀπελλῆ", μέ τό περιβόητον σύνθημα: "Δέν εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ψιλοκοσκινίζουμε τά πράγματα, ὁ καθένας μπορεῖ νά ἐμμένει στήν πίστη του, ἐκεῖνοι πού ἐλπίζουν στόν Ἐσταυρωμένον, ἐφ' ὅσον ἔχουν καλά ἔργα θά σωθοῦν." Ἤ πιό ἁπλά: "Δέν εἶναι καθόλου ἀπαραίτητο νά ἐξετάζουμε τίς μεταξύ μας διαφορές. Ὁ καθένας μπορεῖ νά διατηρεῖ τίς πεποιθήσεις του, διότι ὅλοι ὅσοι ἐλπίζουν στόν Ἐσταυρωμένον καί ἔχουν καλά ἔργα, θά σωθοῦν."
Θά ἦταν περιττόν νά ποῦμε, ὅτι τό δόγμα αὐτό τοῦ Ἀπελλῆ, πρωτοδιατυπώθηκε ἀπό τόν ἴδιον τόν Μαρκίωνα, πού ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος, μαθητής τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ἰωάννη, ἀποκαλοῦσε "πρωτότοκον τοῦ Σατανᾶ", καί εἶναι παντελῶς ἀλλότριον γιά τούς Χριστιανούς.
Τό δόγμα τοῦ Ἀπελλῆ καταδικάσθηκε στήν Ε΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον, ἀλλά, ὅπως ὅλες οἱ ἀρχαῖες αἱρέσεις, ἐμφανίσθηκε καί πάλι μεταγενέστερα.
Ἔτσι τό 384, ὁ Σύμμαχος, ὁ εἰδωλολάτρης ἡγέτης τῆς Ρωμαϊκῆς Συγγλήτου, ἔγραψε στόν αὐτοκράτορα Μεγάν Θεοδόσιον, κάνοντας ἔκκληση νά εἶναι ἀνεκτικός μέ τόυς εἰδωλολάτρες, διότι, καθώς ἔλεγε, ὑπάρχουν πολλοί δρόμοι πού ὁδηγοῦν στόν Θεό ...
Ἐπίσης, τόν 12ον αἰῶνα, ὁ Ἄραβας φιλόσοφος καί ἰατρός Ἀβερρόης, ἐκδηλώθηκε ὑπέρ μιᾶς ἑνώσεως Χριστιανῶν, Ἑβραίων, Μωαμεθανῶν καί εἰδωλολατρῶν, πρόταση πού συζητήθηκε μέ θέρμη στούς Δυτικούς σχολαστικούς κύκλους.
Παραλλαγές τοῦ Ἀπελλιανισμοῦ ἐπανεμφανίσθηκαν στήν Δ΄ Σύνοδον τοῦ Λατερανοῦ τό 1215. Τοῦτο προετοίμασε τό ἔδαφος γιά ἑνώσεις ἐπί βάσεως μή δογματικῆς, ὄχι μόνον μέ τούς Ὀρθοδόξους, ἀλλά καί μέ τούς Μονοφυσίτες καί τούς Νεστοριανούς. Ἔτσι, ὅταν ὁ Κόπτης Πατριάρχης Μακάριος ἑνώθηκε μέ τούς Λατίνους, ὄχι μόνον δέν τόν ὑποχρέωσαν νά ἀποδεχθεῖ τό filioque, ἀλλά καί τοῦ ἐπέτρεψαν νά ἀπαλείψει ὁλόκληρη τήν φράση "τό ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορευόμενον" (βλάσφημία καί αἵρεση φοβερή!), ἀρκεῖ μόνον νά ἀναγνώριζε τήν ἑξουσίαν τοῦ Πάπα...
Ὅπως βλέπουμε στά πιό πάνω κείμενα ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι καταδικασμένη αἵρεση ἤδη ἀπό τήν Ε΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον. Ἡ κήρυξή της ἐκ νέου στίς ἡμέρες μας δικαιολογεῖ πέρα γιά πέρα τήν διακοπήν τῆς κοινωνίας μέ τούς ψευδεπισκόπους πού τήν κηρύσσουν, κατά τόν ΙΕ΄ Κανόνα τῆς ΑΒ΄ Συνόδου! Ψευδεπισκόπους μέ τούς ὁποίους κοινωνεῖ σήμερα παγκοσμίως ἡ Νέα «ἐκκλησία» πού ἔχει κλίνει γόνυ στόν Βάαλ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ!
Τό δόγμα αὐτό τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας μέ τήν ταυτότητα τῆς Πίστεως, μέ τήν ἴδια δηλαδή ἀποστολικήν καί πατερικήν διδασκαλίαν, πού ἐξικνεῖται μέχρι καί τά πιό μικρά, τά ὁποῖα πρέπει νά μένουν ἀπαραχάρακτα καί ἀπαρασάλευτα, τό διεφύλαξεν ἡ Ἐκκλησία διά τῶν αἰώνων ἀπό τούς ἀποστολικούς ἤδη χρόνους. Ἀπό τήν ἀρχήν τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως φαίνεται μέσα στά κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης, καί μέχρι σήμερα, ἐμφανίζονται ψευδοδιδάσκαλοι καί ψευδοπροφῆτες, ὡς καί ψευδεπίσκοποι καί ψευδοκληρικοί, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νά ἀλλοιώσουν, νά διαστρέψουν τήν ἑνιαίαν Πίστη τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, εἰσάγοντας δικές τους αἱρετικές διδασκαλίες, οὐσιαστικά κηρύσσοντας ἄλλον εὐαγγέλιον, «ἕτερον εὐαγγέλιον»[31] καί δημιουργῶντας αἱρετικές παρασυναγωγές πού τίς ὀνομάζουν ἐκκλησίες.
Μέ πολλήν αὐστηρότητα οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες καταπολεμοῦν τίς αἱρέσεις καί τίς καταδικάζουν, διότι ὅσοι ἐμπλέκονται εἰς αὐτές χάνουν τήν σωτηρίαν τους, στερούμενοι τῆς σωτηριώδους Χάριτος, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ μόνον ἐντός τῆς Ἐκκλησίας· ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία (extra Ecclesiam nulla salus), κατά τήν ἀποφθεγματικήν καί κοινά παραδεκτήν ρήση τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ.
Σέ ὅλες τίς περιόδους τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καί στό σύνολον τῆς πατερικῆς γραμματείας, ὅπως καί στά ὑμνολογικά μας κείμενα, βλέπει κανείς τό ἀνύστακτον, τό ἄγρυπνον ἐνδιαφέρον τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν καταπολέμηση τῶν αἱρέσεων, καί τούς κοπιώδεις καί μαρτυρικούς ἀγῶνες τῶν Ἁγίων Πατέρων, πολλοί τῶν ὁποίων ἔγιναν μάρτυρες καί ὁμολογηταί, στύλοι τῆς Ὀρθοδοξίας, προκειμένου νά διασωθεῖ ἡ ὀρθότης τῶν δογμάτων, ἡ Ὀρθοδοξία, καί νά μή κυριαρχήσουν ἡ αἵρεση καί ἡ πλάνη. Ἀρκεῖ νά διαβάσει κανείς τό «Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας», ὅπου κατονομάζονται καί ἀναθεματίζονται ὅλοι οἱ αἱρετικοί. Γιά νά μή μείνει δέ καμμία αἵρεση χωρίς καταδίκη, στό τέλος ἀναθεματίζει ἡ Ἐκκλησία γενικῶς ὅλους τούς αἱρετικούς: «Πᾶσι τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα».
Δέν θά μποροῦσε κανείς ἀπό τούς Ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς Ἁγίους Πατέρες νά σκεφθεῖ, ὅτι θά φθάναμε σήμερα ὡς Ἐκκλησία ἐκ τῶν ἔνδον διά πολλῶν ἐπισκόπων, ἄλλων κληρικῶν καί θεολόγων, νά γκρεμίσουμε τά σύνορα τῆς Ἐκκλησίας, «τά ὅρια ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν»[32] καί νά εἰσαγάγουμε μέσα στήν Ἐκκλησίαν ὅλες τίς πλάνες καί τίς αἱρέσεις, θεωρῶντας καί ὀνομάζοντας τίς αἱρέσεις ὡς ἐκκλησίες, ὅπως ἔκανε ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης. Αὐτό ἀποτελεῖ ἀνατροπή τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν Ἁγίων Συνόδων, πού κατεδίκασαν τίς αἱρέσεις, καί προσβολήν τῶν Ἁγίων Μαρτύρων καί Ὀμολογητῶν.
Ἄν μάλιστα προσθέσει κανείς καί τήν συνοδικήν ἀποδοχήν τῶν κοινῶν κειμένων τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων, στά ὁποῖα ἀνα-γνωρίζουν οἱ Νεοημερολογίτες καί Οἰκουμενιστές στούς αἱρετικούς Μονοφυσῖτες, Παπικούς καί Προτεστάντες ἔγκυρον Βάπτισμα καί Ἀποστολικήν Διαδοχήν, ὅπως καί τήν συνοδικήν ἔγκριση νά συμφύρονται μέ τούς Προτεστάντες στό λεγόμενον «Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν (τοῦ Σατανᾶ)», εὐτελί-ζοντας τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν καί καθιστῶντας την μία μικρή ψηφίδα στό κακότεχνον ψηφιδωτόν τῶν αἱρέσεων, δέν θά δυσκολευθεῖ νἀ συμπεράνει, ὅτι ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης προσέβαλεν τό ἐκκλησιολογικόν δόγμα καί εἰσήγαγεν νέαν αἱρετικήν ἐκκλησιολογίαν.
Κατά τόν π. Θεόδωρον Ζήσην, ὁμ. καθηγητήν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης:
Ὑπάρχει, λοιπόν, ἀναμφίβολα κατεγνωσμένη αἵρεση στίς ἡμέρες μας, ὁ ἐπάρατος Οἰκουμενισμός, ἔστω καί ἄν πολλοί προσ-ποιοῦνται, ὅτι δέν τόν βλέπουν, γιατί ἡ ἀντιμετώπισή του συνεπάγεται κόπους, θυσίες, συκοφαντίες, διωγμούς, ξεβόλεμα.
Εἶναι πολλές οἱ αἱρετίζουσες, οἰκουμενιστικές πλάνες καί ρήσεις τοῦ (ψευδοπατριάρχη) Ἀθηναγόρα, οἱ ὁποῖες δκαιολογημένα ὁδήγησαν τίς περισσότερες Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀλλά καί κελλιῶτες μοναχούς κατά τήν τριετία 1969-1972, στήν διακοπήν τοῦ μνημοσύνου του, ὡς οἰκείου ἐπισκόπου, κατά τόν 15ον Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861). Ἀπείρως περισσότερες εἶναι οἱ οἰκουμενιστικές ἐκτροπές τοῦ (αἱρετικοῦ) πατριάρχη Βαρθολομαίου, συλλογές τῶν ὁποίων κατά καιρούς ἔχουν δημοσιευθεῖ σέ καταγγελτικά ἐναντίον του κείμενα, ὅπως π.χ. τό κείμενον τῆς «Συνάξεως Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν», μέ τίτλον «Ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου», τό ὁποῖον ἐκτός ἀπό τά μέλη τῆς Συνάξεως ὑπέγραψαν ἑκατοντάδες κληρικῶν καί μοναχῶν καί χιλιάδες πιστῶν, ἀλλά πρωτίστως ἐννέα ἀρχιερεῖς (τοῦ Νέου Ἡμερολογίου), οἱ Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας Ἀμβρόσιος, Δρυϊνουπόλεως Ἀνδρέας, Ἀντινόης Παντελεήμων, Πειραιῶς Σεραφείμ, Γλυφάδας Παῦλος, Ζιχνῶν καί Νευροκοπίου Ἱερόθεος, Κυθή-ρων Σεραφείμ, Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας Κοσμᾶς καί Γόρτυνος Ἱερεμίας[33]
Σημαντική εἶναι ἡ συλλογή πού δημοσίευσε ἐσχάτως ὁ Ἀρχι-μανδρίτης Χρυσόστομος Πῆχος, Καθηγούμενος τῆς Ἱ.Μ. Ζωοδόχου Πηγῆς Λογγοβάρδας Πάρου μέ τίτλον, «Κατάγνωσις ἑτεροδιδασκαλιῶν τῆς Α.Θ.Π. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου», ἐνώπιον τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος[34]. Ἀρκετοί κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί ἔχουν συγκεντρώσει ἐπίσης πλῆθος πολύ οἰκουμενιστικῶν λεχθέντων καί πραχθέντων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, τά ὁποῖα, ὅταν δημοσιευθοῦν καί σχολιασθοῦν, θά ἐκπλήξουν τούς ἀπληροφό-ρητους ὑποστηρικτές του.
Ἔπρεπε, λοιπόν, ἡ διακοπή μνημονεύσεως τοῦ πατριάρχου Βαρ-θολομαίου νά εἶχεν γίνει ἐδῶ καί πολλά χρόνια ἀπό τά Ἁγιορειτικά Κοινόβια καί τούς Κελλιῶτες ἱερεῖς πού τόν μνημονεύουν καθημερινά στίς ἀκολουθίες ὡς οἰκεῖο ἐπίσκοπο, σύμφωνα μέ τήν κανονική καί πατερική παράδοση, ἀλλά καί τήν ἁγιορειτική, παλαιά καί πρόσφατη.
Τό ἴδιον ὄφειλαν νά ἔχουν πράξει καί οἱ ἀρχιερεῖς τῶν λεγομένων «Νέων Χωρῶν», ἀκολουθῶντας τήν ὁμολογητική, θαρραλέα στάση τῶν τριῶν Ἀρχιερέων τῶν «Νέων Χωρῶν», πού διέκοψαν μαζί μέ τίς Ἁγιορειτικές Μονές κατά τά ἔτη 1969-1972 τό μνημόσυνο τοῦ Ἀθηναγόρα, δηλαδή τῶν μακαριστῶν Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβροσίου, Φλωρίνης Αὐγουστίνου καί Παραμυθίας Παύλου.
Ἄν αὐτό εἶχεν γίνει, οἱ προοπτικές γιά τήν ψευδοσύνοδον τῆς Κρήτης θά ἦσαν διαφορετικές. Ὁ πατριάρχης θά ἐδίσταζε νά συγκαλέσει τήν «Σύνοδον» ἤ καί θά ἀπέφευγε νά τήν συγκαλέσει, διότι θά ἐμφανιζόταν ὠς ὑπέυθυνος τῆς ἀναταραχῆς στό ἐκκλησιαστικόν πλήρωμα καί οὐσιαστικῶς ὡς κατηγορούμενος, καί ἔτσι ὁ Οἰκουμενισμός θά παρέμενε προσωπική ἐπιλογή καί πλάνη κάποιων κληρικῶν καί θεολόγων.
Τώρα, μετά τήν ἀτολμίαν, τούς δισταγμούς, τίς δῆθεν ποιμαντικές δυσκολίες καί συνέπειες ὁ αἱρετίζων πατριάρχης ἔμεινε στήν πράξη ἄτρωτος καί ἀλώβητος, καί μέ τήν ἐξουσιαστικότητα καί δύναμη πού ἔχει συνεκάλεσε, χωρίς πολλά ἐμπόδια, τήν ψευδοσύνοδο καί, ἐνῶ ἔπρεπε νά ἐμφανισθεῖ ὡς κατηγορούμενος σέ μία ὀρθόδοξη σύνοδο, ἐμφανίσθηκε ὡς κατήγορος ὅσων ἀγωνιζόμαστε ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἔχοντας μάλιστα τώρα μεγαλύτερο θράσος στήν ἄσκηση διωγμῶν καί στήν σπίλωση καί συκοφάντηση τῶν ἀγωνιστῶν, ἐφ΄ ὅσον ὅσα πλανεμένα ἔλεγε καί ἔπραττε, ἔχουν τώρα καί συνοδική κατοχύρωση.
Ἐμεῖς δέν εἴμαστε πλέον οἱ ἀμφισβητοῦντες ἁπλῶς τίς προσω-πικές του γνῶμες, ὅπως ἔχουμε ὑποχρέωση καί δικαίωμα, ἀλλά εἴμαστε οἱ «ἀπείθαρχοι, οἱ σχισματικοί, οἱ ἀντάρτες, οἱ ἐγωιστές καί ἀλάθητοι, πού δέν δεχόμαστε αὐτά πού ἀποφασίζει ἡ Ἐκκλησία ἐν συνόδῳ», ὅπως ἐπαναλαμβάνουν τά παπαγαλάκια τοῦ Φαναρίου, ἀμαθεῖς καί ἡμιμαθεῖς ἐπίσκοποι καί νέο-χειροτόνητοι θεολόγοι, πού ὡς ἄγρια θηρία κατασπαράσσουν τόν λόγο τῆς ἀληθείας, κατά τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου[35]. Ξεχνοῦν, ὅτι ἡ ἐγκυρότητα τῆς συγκλήσεως καί λειτουργίας μιᾶς συνόδου δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τό ὅτι συνάγονται πατριάρχες καί ἐπίσκοποι καί συζητοῦν, ἀλλά ἀπό τήν ὀρθότητα τῶν δογμάτων καί τῶν ἀποφάσεων καί ἀπό τήν κατακολούθηση τῶν προηγουμένων συνόδων[36].
Ἡ Ἐκκλησία εὑρίσκεται στίς συνόδους τῶν ἐπισκόπων, ὅταν αὐτοί ἀκολουθοῦν τήν ἀλήθειαμ καί τήν Ὀρθοδοξίαμ. Ὅταν ἀκολουθοῦν καί ὑποστηρίζουν τήν αἵρεση καί τήν πλάνην, ἡ Ἐκκλησία ἀπουσιάζει, δέν εὑρίσκεται ἐκεῖ[37]. Εὑρίσκεται ἐκεῖ πού φυλάσσεται καί κηρύσσεται ἡ ἀλήθεια, καί ἑπομένως εἶναι σαφές ποιοί εἶναι ἐντός καί ποιοί ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Πολυάριθμες Σύνοδοι στήν ἐκκλησιαστικήν ἱστορίαν ἀπο-κηρύχθηκαν καί καταδικάσθηκαν ὡς ληστρικές, ὡς ψευδοσύνοδοι καί ὡς συνέδρια παρανόμων. Μεταξύ αὐτῶν θά συναριθμηθεῖ καί ἡ ψευδο-σύνοδος τῆς Κρήτης.
Δώσαμε, λοιπόν, μέ τήν ἀπραγίαν, τήν δειλίαν, τήν ποιμαντικήν δῆθεν φροντίδα, καί φοβίαν, τήν δυνατότητα στόν Οἰκουμενικόν πατριάρχην καί στούς ὁμόφρονές του προκαθημένους καί ἐπισκόπους, νά συγκαλέσουν τήν «Σύνοδον», νά κατοχυρώσουν τόν Οἰκουμενισμόν μέ συνοδικήν βούλαν καί συνοδικές ὑπογραφές. Αὐτό κάνει τά πράγματα χειρότερα, πολύ χειρότερα, διότι τώρα ὁ Οἰκουμενισμός κηρύσσεται «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», ὄχι μόνον ἀπό πέντε-δέκα ἤ εἴκοσι πατριάρχες καί ἐπισκόπους, ἀλλά ἀπό ὅσους ἔλαβαν μέρος στήν «Σύνοδον» καί ἐπεκύρωσαν μέ τίς ὐπογραφές τους τίς ἀποφάσεις, ὅπως καί ἀπό ὅσους ἀποδέχονται τίς ἀποφάσεις καί τίς ἀνακοινώνουν στό ποίμνιον, ἀκόμη καί ἀπό ὅσους σιωποῦν καί οὔτε τίς καταδικάζουν οὔτε τίς ἀποδέχονται. ἀλλά «ποιοῦν τήν νῆσσαν», κατά τό λεγόμενον.
Ἡ ἐνδεδειγμένη στάση τῶν ἐπισκόπων, ἀπέναντι τῆς «Συνόδου» εἶναι ἕνα ξεκάθαρον «ναί» ἤ ἕνα ξεκάθαρον «ὄχι». Οὔτε «ναί καί ὄχι», ἀλλά οὔτε σιωπή, διότι ἐκτός τοῦ ὅτι ἡ σιωπή σημαίνει συγκατάθεση[38]καί ἀποτελεῖ κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν τό τρίτον εἶδος τῆς ἀθεΐας[39], ἤδη τό βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως μᾶς λέγει, ὅτι στά θέματα τῆς Πίστεως δικαιολογεῖται νά εἶναι κανείς εἴτε ψυχρός εἴτε θερμός· ἀκόμη καί τούς ψυχρούς τούς ἀνέχεται ὁ Θεός, τούς ἀντέχει· τούς χλιαρούς, τούς προσαρμοσμένους, τούς διπλωμάτες, τούς «ναί καί ὄχι», δέν τούς ἀντέχει· τούς ἀποβάλλει, τούς ξερνᾶ: «Οἶδά σου τά ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρός εἶ, οὔτε ζεστός· ὄφελον ψυχρός ἦς ἤ ζεστός· οὕτως ὅτι χλιαρός εἶ, καί οὔτε ζεστός οὔτε ψυχρός μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου»[40]
Καί ἐπειδή καί ὁ Οἰκουμενιστές δέν ἀρνοῦνται τό ὑψηλό ἐπίπεδο αὐθεντίας τῆς «Συνόδου», ἐπί τῇ βάσει τοῦ ὁποίου θεωροῦν τίς ἀποφάσεις της δεσμευτικές γιά ὅλους, εἶναι ὑποχρεωμένοι νά δεχθοῦν, ὅτι ἐπάνω σ’ αὐτό τό ὑψηλό ἐπίπεδο τῆς «Συνόδου», «ἐπ΄ὄρους ὑψηλοῦ καί ἐπῃρμένου», ἐπί παγκοσμίου, πανορθοδόξου ἐπιπέδου, κηρύχθηκε καί ἐπικυρώθηκε ὁλοφάνε-ρα ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ».
Ἐξακολουθητικά δέ κηρύσσεται πάλιν καί πολλάκις ἀπό ὅσους ἀποδέχονται καί προβάλλουν τίς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου». Κατά συνέπειαν, τώρα, δέν εἶναι μόνον ὁ Βαρθολομαῖος πού ὑπόκειται στήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματός του στίς ἱερές ἀκολουθίες, ἀλλά καί ὅσοι ἐπίσκοποι συνήργησαν καί συνεργοῦν στήν ἀποδοχήν, διάδοση καί ἐφαρμογήν τῶν ἀποφάσεών της.
Γιά τόν λόγον αὐτόν ἔπραξαν ἄριστα οἱ Ἁγιορεῖτες Κελλιῶτες Μοναχοί, δυστυχῶς ὄχι οἱ μεγάλες Μονές, οἱ ὁποῖοι διορθώνοντας τήν προηγούμενη ἀπραγίαν καί διστακτικότητα καί διασώζοντας τό κῦρος τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὡς κιβωτοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας, διέκοψαν σχεδόν ἀμέσως μετά τήν (λη-στρικήν) «Σύνοδον» τό μνημόσυνον τοῦ πρωτεργάτη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς συνοδικῆς του ἐπικύρωσης, ἀρχιοικουμενιστῆ «πατριάρχη» Βαρθολομαίου.
7. Συμπέρασμα:
Συνοψίζουμε, ἐπικυροῦντες καί ἡμεῖς ὡς συγγραφεύς πλείστων συγγραμμάτων-συστημάτων στό Ἰδιωτικόν Δίκαιον, ἀλλά καί ἀναγνωρισμένων διεθνῶν μελετῶν στήν Ἑλλάδα καί στό ἐξω-τερικόν, τοῦ Ἀστικοῦ καί ἐν γένει τοῦ Ἰδιωτικοῦ Δικαίου, ὡς θεράπων καί καθηγητής τῆς Νομικῆς Ἐπιστήμης σέ διάφορα πανεπιστημιακά ἱδρύματα ἐπί τριακονταετίαν καί πλέον, καί ὡς ταπεινός διάκονος τῆς ὑψίστης ἐπιστήμης τῆς Θεολογίας, τά τῶν μεγάλων ἑρμηνευτῶν τοῦ ιε΄ Ἱεροῦ Κανόνος τῆς ΑΒ΄ ἐπί Μεγάλου Φωτίου Συνόδου:
" Ἐὰν τυχὸν ὁ πατριάρχης, ἢ ὁ μητροπλίτης, ἢ ὁ ἐπίσκοπος εἶναι αἱρετικός, καὶ ὄντας αἱρετικὸς κηρύσση τὴν αἵρεσιν δημοσίᾳ, καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ, ἀντὶ νὰ διδάσκη τὴν ἀλήθειαν, συνεχῶς καὶ ἀδιάντροπα, μὲ θρασύτητα, διδάσκει τὰ αἱρετικὰ δόγματα, αὐτοὶ ποὺ ἀποσχίζονται ἀπ’ αὐτόν, ὅποιοι καὶ ἂν εἶναι, ὄχι μόνον δὲν τιμωροῦνται γι ̓ αὐτὸν τὸ λόγον, ἀλλὰ ἀντιθέτως θὰ ἀξιωθοῦν κάθε τιμῆς, ἐπειδὴ χωρίζουν ἀπὸ τὴν κοινωνίαν τῶν αἰρετικῶν· αὐτὸ δηλώνει τὸ ἀποτειχίζοντες (τοῦ κανόνος)· (τὸ γὰρ τεῖχος, τῶν ἐντὸς αὐτοῦ πρὸς τοὺς ἐκτός, χωρισμὸς ἐστιν)· διότι ἀκριβῶς δὲν ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ Ἐπίσκοπον, ἀλλὰ ἀπὸ ψευδεπίσκοπον καὶ ψευδοδιδάσκαλον· οὔτε σχίσμα κατὰ τῆς Ἐκκλησίας ἔκαναν, ἀλλὰ μᾶλλον ἀπήλλαξαν τὴν Ἐκκλησίαν ἀπὸ σχίσματα, ὅσον ἦταν δυνατὸν ἀπὸ τὴν πλευράν
τους". Αὐτά γράφει ἑρμηνεύοντας τὸν ΙΕ' Ἱερὸν Κανόνα τῆς ΑΒ' Συνόδου ὁ Ζωναρᾶς .
Τὰ ἴδια διδάσκει καὶ ὁ Βαλσαμών:
" Ἐάν κάποιος χωρισθῆ ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπόν του, τὸν μητροπολίτην του ἢ τὸν πατριάρχην του, ὄχι λόγῳ κάποιου προσωπικοῦ ἁμαρτήματός του ἀλλὰ λόγῳ αἱρέσεως, ἐπειδὴ ἐκεῖνος διδάσκει ἐπ ̓ ἐκκλησίας ἀνερρυθριάστως κάποια διδάγματα ξένα τοῦ ὀρθοῦ δόγματος, καὶ πρὶν ἀκόμη ὑπάρξει τελεσίδικη καταδικαστικὴ ἀπόφασις γιὰ τὸν αἱρετικόν, καὶ πολὺ περισσότερον μετὰ τὴν διάγνωσιν, ἐάν ἀποτειχισθῆ, δηλαδὴ χωρίση ἀπὸ τὴν κοινωνίαν τοῦ ἐπισκόπου του, ὄχι μόνον δὲν θὰ τιμωρηθῆ, ἀλλὰ καὶ θὰ τιμηθῆ ὡς ὀρθόδοξος· διότι ἀκριβῶς δὲν ἀποσχίσθηκε ἀπὸ Ἐπίσκοπον, ἀλλὰ ἀπὸ ψευδεπίσκοπον καὶ ψευδοδιδάσκαλον καὶ αὐτὸ τὸ ὁποῖον κάνει εἶναι ἄξιον ἐπαίνου, διότι δὲν τέμνει τὴν Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ μᾶλλον τὴν ἑνώνει καὶ τὴν ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὸ σχίσμα".
Ὁ δὲ Ἀριστηνὸς τονίζει ἐπίσης: " Ἐὰν μερικοὶ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὸν κηρύσσοντα αἵρεσιν, (ἐπίσκοπον κλπ.), πού ἔχει καταδικασθεῖ ἀπὸ σύνοδον ἢ ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες καὶ ὄχι γιὰ κάποιον προσωπικὸν ἔγκλημα, εἶναι ἄξιοι κάθε τιμῆς καὶ ἀποδοχῆς ὡς ὀρθόδοξοι".[41]
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἑρμηνεύει τὸ σχετικὸν χωρίον στὸ
Ἱερόν Πηδάλιον, ὅπως ἀναλύσαμε ἀντωτέρω, κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον:
" Ἐὰν οἱ ρηθέντες πρόεδροι, (ἐπίσκοποι), εἶναι αἱρετικοί, καὶ κηρύσσουν τὴν αἵρεσίν τους δημόσια, καὶ γι’ αὐτὸ χωρίζονται οἱ ὑποκείμενοι σ’ αὐτούς, καὶ πρὶν νὰ γίνη ἀκόμα συνοδικὴ κρίσις γι’ αὐτὴν τὴν αἵρεσιν, οἱ χωριζόμενοι αὐτοί, ὄχι μόνον γιὰ τὸν χωρισμὸν δὲν καταδικάζονται, ἀλλὰ καὶ τιμῆς τῆς πρεπούσης, ὡς Ὀρθόδοξοι εἶναι ἄξιοι, ἐπειδὴ δὲν προξένησαν στὴν Ἐκκλησίαν σχίσμα μὲ τὸν χωρισμὸν αὐτόν, ἀλλὰ μᾶλλον ἐλευθέρωσαν τὴν Ἐκκλησίαν ἀπὸ τὸ σχίσμα καὶ τὴν αἵρεσιν τῶν ψευδεπισκόπων αὐτῶν." [42]
Οἱ Ἁγιορεῖτες Ὁσιομάρτυρες πού μαρτύρησαν ἐπὶ Βέκκου τοῦ Λατινόφρονος στήν ἐπιστολὴν τους πρὸς τὸν Λατινόφρονα Αὐτο-κράτορα Μιχαὴλ τὸν Παλαιολόγον, μεταξὺ ἄλλων περιλαμβάνονταν καὶ τὰ ἑξῆς:
" Ἐμπεριέχεται δὲ καὶ στὸν ΙΕ' Κανόνα τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης Α' καὶ Β'
ἐπονομασθείσης Συνόδου, ὅτι ὄχι μόνον ἀνεύθυνοι εἶναι ἀλλὰ καὶ ὅτι πρέπει νὰ ἐπαινοῦνται αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἀποσχίζονται ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ εἶναι προφανῶς αἱρετικοὶ καὶ διδάσκουν δημόσια, αἱρετικὰ διδάγματα, καὶ πρὶν νὰ ὑπάρξη συνοδικὴ καταδίκη
τους, ἀκριβῶς, ἐπειδὴ ἡ Ὀρθόδοξος τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία τὴν ἀναφορὰν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως, κατὰ τὴν τέλεσιν τῆς ἀναίμακτου θυσίας, τὴν θεωροῦσε πάντοτε συγκοινωνίαν τελείαν μὲ τὸν μνημονευόμενον ἀρχιερέα καὶ τὸ φρόνημά
του. Διότι ἔχει γραφεῖ στὴν ἐξήγησιν τῆς Θείας Λειτουργίας, ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀρχιερέως ... καὶ ὅτι εἶναι κοινωνὸς αὐτοῦ καὶ τῆς πίστεως καὶ διάδοχος τῶν Θείων μυστηρίων ... (καί) ὅτι μολυσμὸν ἔχει ἡ κοινωνία μὲ μόνην τὴν ἀναφορὰν αὐτοῦ, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ὀρθόδοξος ὁ ἀναφέρων".[43]
Ἑρμηνεύει,
τέλος, καί ὁ
μεγάλος Σέρβος κανονολόγος Νικόδημος Μίλας:
"Ἐὰν
ὅμως
ἐπίσκοπός
τις ἢ
μητροπολίτης ἢ
πατριάρχης ἄρξηται
νὰ
διακηρύττη
δημοσὶᾳ
ἐπ’
ἐκκλησίας
αἱρετικὴν
τινα διδαχήν, ἀντικειμένην
πρὸς
τὴν Ὀρθοδοξίαν,
τότε οἱ
προαναφερθέντες κέκτηνται τὸ δικαίωμα ἅμα
καὶ
χρέος νὰ ἀποσχισθῶσι
πάραυτα τοῦ
ἐπισκόπου,
μητροπολίτου καὶ
πατριάρχου ἐκείνου,
δι’ ὅ οὐ
μόνον εἰς
οὐδεμίαν
θέλουσιν ὑποβληθῆ
κανονικὴν
ποινήν, ἀλλὰ
θέλουσι καὶ ἐπαινεθῆ
εἰσέτι,
καθ’ ὅσον
διὰ
τούτου δὲν
κατέκριναν καὶ
δὲν
ἐπαναστάτησαν ἐναντίον
τῶν
νομίμων ἐπισκόπων,
ἀλλ’
ἐναντίον
ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων,
οὔτε
καὶ
ἐδη-μιούργησαν
τοιουτοτρόπως σχίσμα, ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ,
ἂλλ’
ἀντιθέτως,
ἀπήλλαξαν
τὴν
Ἐκκλησίαν
ἐν
ὅσῳ
ἠδυνήθησαν
μέτρῳ τοῦ
σχίσματος καὶ
τῆς
διαιρέσεως".[44]
Αὐτὰ, λοιπόν,
διδάσκουν οἱ
ἀληθεῖς
διδάσκαλοι τῆς
Ὀρθοδοξίας, καί ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στήν ἑρμηνείαν του, στοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, ΛΑ' Ἀποστολικόν καὶ ΙΕ' τῆς ΑΒ' Ἱερᾶς Συνόδου, -(ὅπως ἐπικυρώθηκε καί ἡ γνώμη του, ἀπό τόν Ἅγιον
Μακάριον τόν Νοταρᾶν, τόν πολύν Ἀθανάσιον
τόν Πάριον, τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Ε΄ καί
ἀπό
ὅλην
τήν Σύνοδον τοῦ
Πατριαρχείου τό
1802)- ἐπί Μεγάλου
Φωτίου. Αὐτά
διδάσκουν καί ὅλοι
οἱ
Κανονολόγοι. Ὄχι μόνον δύνανται οἱ λεγόμενοι κανονικοί καί οἱ λαϊκοί, νά διακόπτουν τήν κοινωνίαν τῶν αἱρετικά, δημοσίως κηρυττόντων αἵρεση πού ἔχει καταδικασθεῖ ἀπό Συνόδους ἤ ἀπό τούς Πατέρες, καί πρό συνοδικῆς διαγνώμης, ἐπαινούμενοι
ἀπό
τόν Ἱερόν
Κανόνα γιά τήν στάση τους αὐτήν, ἀλλά
καί ὑποχρεοῦνται
στήν διακοπήν τοῦ μνημο-σύνου τοῦ
ψευδοδιδασκάλου καί ψευδεπισκόπου. Καθότι, πῶς
εἶναι
δυνατόν νά μήν ὑποχρεοῦνται
νά διακόψουν οἱ
ἀληθεῖς
Ὀρθόδοξοι
τό μνημόσυνον τῶν
κακοδόξων καί τῶν ψευδ-επισκόπων
κατά τήν προηγηθεῖσαν ἐκτενῆ
ἀνάλυση,
ἀφοῦ
ἡ
Ὀρθοδοξία
ταυτίζεται μέ τήν ἀλήθειαν καί ἡ
ἀλήθεια
μέ τήν Χριστόν;
[1] Βλ. Ἑρμηνεία τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου στόν ΙΕ΄ τῆς ΑΒ΄ Ἱερᾶς Συνόδου, Ἱερόν Πηδάλιον, σελ. 358).
[2] Ἱερόν Πηδάλιον, Σελ. 34.
[3] Σελ. λθ΄, καί ὑποσ. στόν 3ον Ἀποστολικόν, σελ. 4-5 Ἱεροῦ Πηδαλίου.
[4] «...τοῦ τε Ἁγίου Ἀθανασίου προστάσσοντος μηδεμίαν κοινωνίαν ἔχειν ἡμᾶς πρὸς τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ μὴν μηδὲ πρὸς τοὺς κοινωνοῦντας μετὰ τῶν ἀσεβῶν» (Ἐπιστολαί, 466, l.17-18). «Ἐχθρούς γάρ τοῦ Θεοῦ, ὁ Χρυσόστομος, οὐ μόνον τούς αἱρετικούς, ἀλλά καί τούς τοῖς τοιούτοις κοινωνοῦντας μεγάλῃ καί πολλῆ τῆ φωνῆ ἀπεφήνατο». (P.G. 99. 1049 Α). Καί σέ ἄλλον σημεῖον διδάσκει: «Οἱ μέν τέλεον περί τήν πίστιν ἐναυάγησαν˙ οἱ δέ, εἰ καί τοῖς λογισμοῖς ού κατεποντίσθησαν, ὅμως τῇ κοινωνίᾳ τῆς αἱρέσεως συνόλλυνται» (P.G. 99, 1164 Α).
[5] V. Laurent-Darrouzes, Dossier Grec de l' Union de Lion, 1273-1277, p. 376-403, Paris 1976.
[6]PG 99, 1669 A.
[7] Ἡ Ἑκκλησία οὐδέποτε ἀνεγνώρισε ἱερωσύνην στούς αἱρετικού, ὅπως γιά παράδειγμα στούς Εἰκονομάχους, ὅπως συναγεται καί ἀπό τά Πρακτικά τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀναφορικά μέ τούς ἐπισκόπους πού κατ’ ἐξαίρεσιν καί κατ’ οἰκονομίαν δέχτηκε. Δέν δέχτηκε ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική ὅτι εἶχαν ἱερωσύνην καί ὅτι τελοῦσαν σωστικά μυστήρια. Κάτι τέτοιο οὐδέποτε διετύπωσε κανείς ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες καί καμμία Οἰκουμενική Σύνοδος, πού ἐπέχει πρόσωπον Ἐκκλησίας, δέν τό εἶπε! Μία ἀντίθετη διατύπωση θά συνιστοῦσε βλασφημίαν κατά τοῦ Παναγίου Πνεύματος! Ἀπό τήν Ζ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον ἔγιναν δεκτοί ἐκ τῶν Εἰκονομάχων ἐπισκόπων:
-ὅσοι ἀπό αὐτούς μετενόησαν, καί πάντως
-ὄχι οἱ διδάσκαλοι καί πρώταρχοι τῆς αἱρέσεως, ὅσοι
-ἀναθεμάτισαν τήν εἰκονομαχικήν αἵρεση,
-συνέταξαν γραπτῶς καί προσκόμισαν στήν Σύνοδον ἀναθεματιστικούς τῆς αἱρέσεως λιβέλλους,-ὁμολόγησαν, ὅτι ἦσαν ἐκτός Ἐκκλησίας καί χωρισμένοι ἀπ' αὐτήν καί
-δήλωσαν πανηγυρικά καί δημόσια, ὅτι ἐπιθυμοῦν νά ἑνωθοῦν μέ τήν Καθολικήν Ἐκκλησίαν, ἀπό τήν ὁποία ἦσαν χωρισμένοι καί κυρίως, ἀφοῦ
-πῆραν καί φρικτόν ὅρκον, ἀναθεματίζοντας μάλιστα ἑαυτούς, ἐάν ἐπέστρεφαν στό ἴδιον ἐξέραμμα καί -διαβεβαιώνοντας, ὅτι δέν κινοῦνται μέ ὑπουλότητα καί ὑστεροβουλίαν!
Αὐτό τό τελευταῖον τό πιστοποιοῦν λέγοντας:
"Ἐάν μή ὁμολογῶμεν καθώς ἡ καθολική ἐκκλησία, ἀνάθεμα ἔχωμεν
ἀπό τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος".
“Ἡ ἁγία σύνοδος εἶπεν: ἐλπίζομεν, ὅτι μετά τήν σύνοδον οὐδείς διαστραφήσεται, καθότι ἐν ταῖς καταθέσεσιν αὐτῶν ἑαυτούς οἱ ἐπίσκοποι ἀνεθεμάτισαν, ὅτι ἐάν ἐπιστρέψωμεν ἐπί τήν προτέραν αἵρεσιν, ἀναθεματισμένοι καί καθηρημένοι ἐσμέν”.
Στήν συνέχειαν ζητεῖται ἀπό τήν Σύνοδον νά ἐπιδοθοῦν οἱ λίβελλοι τοῦ ἀναθεματισμοῦ τῆς αἱρέσεως καί τῆς ὁμολογίας τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας. Καί, ἄν δέν ἔχουν συντάξει τέτοιους λιβέλλους, νά τούς φτιάξουν καί νά τούς προσκομίσουν στήν Σύνοδον. Καί κατόπιν ὅλων αὐτῶν θά κρίνει τήν ὑπόθεσή τους ἡ Σύνοδος! "Κωνσταντῖνος ὁ θεοφιλέστατος ἐπίσκοπος Κωνσταντίας τῆς Κύ-πρου εἶπεν: πανίερε δέσποτα, εἰ μέν ἐπιφέρονται λιβέλλους, ἐπιδότωσαν. εἰ δέ μή, ποιήτωσαν. καί εἶθ' οὕτως κρινεῖ ἡ ἁγία σύνοδος ἐπ' αὐτοῖς. Οἱ δέ ἔφασαν: «ἔχομεν τούς λιβέλλους ἑτοίμους, καί δώσομεν αὐτούς.»
Ὁ πολύς ἅγιος Ταράσιος ρώτησε τήν
Σύνοδον, πῶς πρέπει νά γίνει ἡ εἰσδοχή τῶν ἀπό τῆς εἰκονομαχικῆς αἱρέσεως προσερχομένων αἱρετικῶν: "τήν ἀναφυεῖσαν αἵρεσιν, πῶς ὀφείλομεν δέξασθαι;"
Ἡ Σύνοδος συμφώνησεν μέ τόν Ἰωάννην, τόν θεοφιλέστατον τοποτηρητήν τοῦ ἀποστολικοῦ θρόνου τῆς ἀνατολῆς, πού εἶπε, ὅτι ἡ αἵρεση χωρίζει κάθε ἄνθρωπο ἀπό τήν ἐκκλησία, ἐπιβεβαιώνοντας, ὅτι αὐτό εἶναι εὔδηλο (ξεκάθαρο):
Ἰωάννης ὁ θεοφιλέστατος τοποτηρητής τοῦ ἀποστολικοῦ θρόνου τῆς ἀνατολῆς εἶπεν:
«Ἡ αἵρεσις χωρίζει ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας πάντα ἄνθρωπον.»
Ἡ Ἁγία Σύνοδος εἶπεν: «Τοῦτο εὔδηλόν ἐστιν.»
Οἱ μοναχοί εἶπαν ὅτι, γιά νά γίνουν δεκτοί οἱ Εἰκονομάχοι, πρέπει νά χειροθετηθοῦν:
"χειροθετουμένους εἶπεν ὁ (8ος ἐν Νικαίᾳ) κανών δεχθῆναι".
[8]Δοκίμιον Ἱστορικόν, περὶ τοῦ σχίσματος τῆς δυτικῆς ἐκκλησίας ἀπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς - καὶ τῶν ἐν Φλωρεντίᾳ συνόδῳ γενομένων δολιοτήτων καὶ ἐκβιασμῶν εἰς βάρος τῶν Ὀρθοδόξων - συγγραφὲν ὑπὸ τοῦ Ἁγιορείτου Μοναχοῦ Καλλίστου Βλαστοῦ, Ἅγιον Ὅρος 1895, ἐπανέκδοσις 1991, σελ. 106-107.
[9] 15ος Κανών Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861): «Οἱ γάρ δι΄ αἵρεσίν τινα, παρά τῶν Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τήν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ὑποτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται, πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς Ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι».
[10] Ὁπως εἶναι αὐτονόητον, πολύ περισσότερον ὀφείλει ὁ ἐπίσκοπος νά διακόψει τήν κοινωνίαν πρός τούς ἄλλους ἐπισκόπους, κηρύσσοντας αἱρετικά δόγματα ἤ πρός τόν μητροπολίτην ἤ καί τόν πατριάρχην.
[11] Βλ. σχετικῶς ὁμ. καθηγητοῦ τῆς θεολογικῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης π. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, «Ἀποτείχιση ἀπό τήν αἵρεση, ὄχι ἀπό τήν Ἐκκλησία», Θεοδρομία 19 (2017) 3-13.
[12] Γιατί πῶς ἀλλιῶς θά φανεῖ ἡ διαφορά, ποιοί δηλ. εἶναι ἐκεῖνοι πού ἤθλησαν καί δικαιοῦνται τούς στεφάνους τῆς δόξης ἀπό ἐκείνους πού πρόδωσαν καί συντάχθηκαν μέ τήν αἵρεση ἤ σιώπησαν, κατά τόν Μέγαν Ὁμολογητήν Θεόδωρον τόν Στουδίτην;
Καί οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες, ὅπως σημειώσαμε, γράφουν πρὸς τὸν Λατινόφρονα αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Παλαιολόγο: «Καὶ πῶς ταῦτα ἀνέξεται ὀρθοδόξου ψυχή, καὶ οὐκ ἀποστήσεται τῆς κοινωνίας τῶν μνημονευσάντων αὐτίκα, καὶ ὡς καπηλεύσαντας τὰ θεῖα τούτους ἡγήσεται; Πλὴν ὅτι μολυσμὸν ἔχει ἡ κοινωνία, ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν, κἂν Ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων» (Κριτικὴ ἔκδοσις τῆς ἐπιστολῆς ἐν: V. Laurent et. Dorroze’s DOSSIER GREC DE L’ UNION DE LYON 1273-1277, P. 376-403 Paris 1976).
[13] Α΄ Κορ. 1, 11-17
[14] Ματθ. 28, 19
[15] Λουκ. 22, 20
[16] Βλ. ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου Μάρκου Ἐφέσσου τοῦ Εὐγενικοῦ πρός τούς Λατινόφρονας: «Οὐ ψιλός ὁ λόγος, ὁ περί μνημοσύνου λόγος»! «Κάθε κληρικὸν τοῦ ὁποίου ἡ πίστη, οἱ λόγοι καὶ τὰ ἔργα δὲν συμφωνοῦν μὲ τὶς διδασκαλίες τῶν Ἁγίων Πατέρων νὰ μὴν τὸν δεχόμαστε στὴν οἰκίαν μας. Ἀλλὰ νὰ τὸν ἀποστρεφόμεθα καὶ νὰ τὸν μισοῦμε ὡς δαίμονα, ἔστω κι ἄν ἀνασταίνει νεκροὺς καὶ κάνει μύρια θαύματα» διδάσκει ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Ν. Θεολόγος. «Οἱ μὲν αἱρετικοὶ τέλεον περὶ τὴν πίστιν ἐναυάγησαν, οἱ δὲ εἰ καὶ τοῖς λογισμοῖς οὐ κατεμποτίσθηκαν, ὅμως τῇ κοινωνίᾳ τῆς αἱρέσεως συνόλλυνται». Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, P.G. 99, 1116A. «Οἷς τὸ μνημόσυνον καὶ ἡ κοινωνία ἀπωλείας πρόξενα, τούτοις ἡ παῦσις καὶ ἡ διάστασις γίνεται σωτηρίας ὑπόθεσις». (Ἰωσὴφ Βρυέννιος).«Κοινωνοῦμεν οὕς μνημονεύομεν καὶ μνημονεύομεν οἷς κοινωνοῦμεν». (Δοσίθεος Ἱεροσολύμων). «Ἡ ἐξωτερικὴ ἀκοινωνησία προστατεύει ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴν ἀλλοτριότητα». (Ἁγίου Νεκτάριου Αἰγίνης, Περὶ σχέσεως μὲ αἱρετικοὺς, ἔκδ. Νεκτάριος Παναγόπουλος). «Ὧν τὸ φρόνημα ἀποστρεφόμεθα τούτων τὴν κοινωνίαν πρoσήκει φεύγειν». Μ. Ἀθανασίου, P.G. 26, 1188BC. Ἡ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Σωφρονίου στὶς Ἐξαγγελίες του γιὰ τὴν ὑποχρεωτικὴν διακοπήν τοῦ μνημόσυνου καὶ τὴν ἀπομάκρυνση τῶν Ὀρθοδόξων ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ποιμένες εἶναι, ἐπίσης, καθοριστική, γιατί διατυπώνει σχεδὸν αὐτολεξεὶ τὸ περιεχόμενον τοῦ ΙΕ΄ Ἱεροῦ Κανόνος τῆς ΑΒ' Συνόδου (πολὺ πρὶν τὴν ΑΒ΄ Σύνοδον τοῦ 861). Τὸ τί φρονεῖ ὁ Ἅγιος περὶ τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου τῶν αἱρετικῶς φρονούντων καταφαίνεται στὶς ἐξαγγελίες τοῦ Ἁγίου Σωφρονίου "Περὶ ἐξαγγελιῶν" (ΡG 87, 3, 3369-3371), ὅπου γράφει: "Εἰ δὲ τινὲς ἀποσταταῖέν τινος οὔ διὰ πρόφασιν ἐγκλήματος, ἀλλὰ δι' αἵρεσιν ὑπὸ συνόδου ἢ ἁγίων Πατέρων κατεγνωσμένην τιμῆς καὶ ἀποδοχῆς ἄξιοι, ὡς οἱ ὀρθόδοξοι." Καὶ μάλιστα λίγο πιὸ πάνω στὶς Ἐξαγγελίες του γράφει ἀκριβῶς τὰ ἴδια μὲ τὸν Ἅγιον Μ. Ἀθανάσιον: "Εἰ μὴ δυνατὸν ἐν ἐκκλησίᾳ προιέναι, κατ' οἶκον συνάξεις, ὦ ἐπίσκοπε, ἵνα μὴ εἰσέρχηται εὐσεβὴς εἰς ἐκκλησίαν ἀσεβῶν, οὒχ ὁ τόπος γὰρ τὸν ἄνθρωπον ἁγιάζει, ἄλλ' ὁ ἄνθρωπος τὸν τόπον∙ φευκτέον σοὶ ἔστω διὰ τὸ βεβηλῶσθαι ὑπ' αὐτῶν∙ ὥς γὰρ ὅσιοι ἱερεῖς ἁγιάζουσιν, οὕτως οἱ ἐναγεῖς μιαίνουσιν∙ εἰ δὲ μήτε ἐν οἴκῳ ἅμα μήτε ἐν ἐκκλησίᾳ δυνατὸν συναθροισθῆναι, ἕκαστος ἐαυτῷ ψαλλέτω, ἀναγινωσκέτω, προσευχέσθω, ἢ ἅμα δύο ἢ τρεῖς. Ὅπου γὰρ ἐὰν ὦσι, φησὶν ὁ Κύριος, δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι ἐν τῷ ἐμῷ ὀνόματι, ἐκεῖ εἰμὶ ἐν μέσῳ αὐτῶν." Τὴν διδασκαλίαν τοῦ Ἁγίου Σωφρονίου περὶ τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀποτειχίσεως καὶ διακοπῆς τῆς κοινωνίας τῶν αἱρετικῶν ποιμένων καὶ τοῦ ἀγῶνος μέχρι θανάτου διὰ τὴν Ὀρθοδοξίαν τὴν βλέπουμε νὰ πραγματώνεται ξεκάθαρα στὴν στάση ζωῆς τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, μαθητοῦ καὶ πνευματικοῦ τέκνου τοῦ Ἁγίου Σωφρονίου, τὸν ὁποῖον, ὄντως, ἀποκαλεῖ ὁ Ἅγιος Μάξιμος προϊστάμενον, πατέρα καὶ διδάσκαλον. Βλ. ΘΗΕ, Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, τ. 8ος, σελ. 614 καὶ Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, πέμπτη ἔκδοση, ἀναθεωρημένη καί διορθωμένη ἐκείνης τοῦ 1959, σελ. 244. Ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν νέαν τακτικὴν τῶν αἱρετικῶν, ἐκφρασθεῖσαν διὰ τοῦ "Τύπου" τοῦ αὐτοκράτορος Κώνσταντος τοῦ Β', ἐγγονοῦ τοῦ Ἡρακλείου. Δία τοῦ "Τύπου" ἐπεβάλλετο ἡ σιωπὴ στὰ θέματα τῆς Πίστεως! Τότε ὁ Ἅγιος Μάξιμος μὲ τὴν ὁμολογιακὴν στάση του δίδασκε τοὺς πιστοὺς νὰ μὴ κοινωνοῦν μετὰ τῶν αἱρετικῶν Μονοθελητῶν, ὅπως καὶ ὁ ἴδιος δὲν κοινωνοῦσε." Βλ. σελ. 8 (τ. 27 «Ἅγιοι Κολλυβάδες»): «Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, ὁ ὁποῖος πολὺ πρὶν συγκληθεῖ ἡ ΑΒ' σύνοδος, τὸ 861 ἐπὶ Μ. Φωτίου, καὶ πρὶν τεθεῖ ὁ ΙΕ΄ αὐτῆς Κανών, ὁ ἐπιβάλλων τὴν ἀπὸ τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν ἀποτείχισιν, διατυπώνει σχεδὸν αὐτολεξεὶ τὸ περιεχόμενον τοῦ Κανόνος: Εἰ δὲ τινες ἀποστάταῖέν τινος, οὐ διὰ πρόφασιν ἐγκλήματος, ἀλλὰ δι' αἵρεσιν (ὄχι μόνον) ὑπὸ συνόδου (ἀλλὰ καὶ) ἤ Ἁγίων Πατέρων κατεγνωσμένην, τιμῆς καὶ ἀποδοχῆς ἄξιοι, ὡς οἱ Ὀρθόδοξοι… Καὶ ὅπως εἴδαμε στὶς "ἐξαγγελίες" τοῦ Ἁγίου, ὁ Ἅγιος προτρέπει τοὺς ἐπισκόπους νὰ συνάγονται σὲ οἴκους καὶ νὰ ἐκτελοῦν τὰ τῆς λατρείας τους, ἐπειδὴ ἀκριβῶς δὲν ἐπιτρέπεται νὰ εἰσέρχονται οἱ εὐσεβεῖς Ὀρθόδοξοι σὲ οἴκους ποὺ μολύνουν οἱ ἀσεβεῖς (αἱρετικοί), καὶ ἂν οὔτε σὲ ἐκκλησίες οὔτε σὲ σπίτια μποροῦν νὰ συνάγονται, τότε ὁ κάθ' ἕνας κάθ' ἐαυτὸν ἂς ψάλλη, ἄς ἀναγιγνώσκη, ἄς προσεύχεται, γιατί ὅπου δυὸ ἢ τρεῖς -(Ὀρθόδοξοι, αὐτὸ ἐννοεῖ σαφέστατα ὁ Ἅγιος)- μαζεμένοι στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας, ἐκεί βρισκεται καὶ Ἐκεῖνος ἐν τῷ μέσῳ αὐτῶν.»
«Πολὺ συχνά, τὸ μέτρον τῆς ἀληθείας εἶναι ἡ μαρτυρία τῆς μειοψηφίας. Εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι Καθολικὴ Ἐκκλησία τὸ «μικρὸν ποίμνιον». Ἴσως ὑπάρχουν περισσότεροι ἑτερόδοξοι, παρὰ Ὀρθόδοξοι. Εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξαπλωθοῦν οἱ αἱρετικοὶ παντοῦ καὶ νὰ καταλήξῃ ἡ Ἐκκλησία εἰς τὸ περιθώριον τῆς Ἰστορίας, ἢ νὰ ἀποσυρθῇ εἰς τὴν ἔρημον. Αὐτὸ συνέβη κατ’ ἐπανάληψιν εἰς τὴν Ἰστορίαν καὶ εἶναι πολὺ πιθανὸν νὰ συμβῇ καὶ πάλιν…» (Πρ. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησίας, Παράδοσις, Θεσσαλονίκη. 1977, σσ. 71, 75).
[17] PG 160, 105 C.
[18] Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, PG 160, 536.
[19] Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, PG 160, 1097 D-1100 Α.
[20] Ἀ. Καλόμοιρου, "Τὸ Σύγκριμα", 1976, κείμενον π. Ἐφραίμ, (ἐπισκόπου), τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως Βοστώνης, σελ. 86.
[21] Βλ. Βαφείδου, Ἱστορία, τόμ. Α΄, σελ. 251
[22] "Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ διήγησις της κινήσεως γενομένης μεταξὺ τοῦ κυροῦ Ἀββᾶ Μαξίμου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ καὶ τῶν ἀρχόντων ἐπὶ σεκρέτου. 2) Πρὸς Ἀναστάσιον μονάζοντα. 3) Περὶ τῶν πραχθέντων ἐν τῇ πρώτῃ αὐτοῦ ἐξορίᾳ, ἤτοι τὰ ἐν Βιζύῃ παρὰ τοῦ Θεοδοσίου ἐπισκόπου Καισαρείας Βιθυνίας καὶ αὐτοῦ διαλεχθέντα", ὑπὸ Εὐθυμίου Ἱερομόναχου, Ἱερὸν Κελλίον, Ἅγιος Γεώργιος, Κερασιά, Ἁγίου Ὄρους, 1997, σελ. 19, Ρ.G. 109, 129.
[23] Βλ. Στεφανίδου, Ἱστορία, σελ. 245,
[24] Α΄Τιμ. 6, 5
[25] Βλ. καί τήν ἡμετέραν συνεισφοράν μέ τό παρόν καί πλῆθος σχετικῶν κειμένων δημοσιευθέντων στό ἡμέτερον περιοδικον «Ἅγιοι Κολλυβάδες» ἀπό τό 1995 καί ἐντεῦθεν.
[26] Σημαντικὴ μερίδα Ζηλωτῶν μοναχῶν προέβησαν καὶ στὴν διακοπὴν τοῦ μνημοσύνου τοῦ καινοτόμου Πατριάρχου. Ὁ φωτισμένος γέροντας Καλλίνικος δὲν μποροῦσε νὰ μείνει ἀπαθὴς μπροστὰ στὴν πρωτοφανῆ αὐτὴν προδοσίαν τῆς πίστεως.
Σ’ αὐτὸν (τὸν μεγάλον ἡσυχαστήν τόν π. Καλλίνικον) ὡς σοφώτερον καὶ ἁγιώτερον προσέφευγαν οἱ ἀνησυχοῦντες Πατέρες, γιὰ νὰ τὸν συμβουλευτοῦν περὶ τοῦ πρακτέου, καὶ ἐκεῖνος διερμηνεύων τὰς γραφάς, χωρὶς περιστροφὲς καὶ ἀμφιβολίες μὲ βάση τοὺς ἁγίους Πατέρες καὶ τὸν ΙΕ΄ κανόνα τῆς ΑΒ΄ Συνόδου τοὺς συμβούλευε, γιὰ τὴν διακοπὴν τοῦ μνημοσύνου τοῦ νεωτεριστοῦ πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη. Σὲ μιὰ δὲ τέτοια σύναξη τὴν ἄποψη περὶ μή διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου τοῦ πατριάρχου, τὴν χαρακτήρισεν εὐθαρσῶς ὁ γέροντας Καλλίνικος «διαμονικὴν ἀπάτην». (Μαξίμου Ἁγιοβασιλειάτου. Καταγγελία Ἁγιορειτῶν Πατέρων, Ἅγιον Ὄρος 1997, σελ. 160).
Ἡ θέση αὐτοῦ τοῦ εὐλογημένου ὁσίου γέροντος Καλλινίκου, σχετικὰ μὲ τὴν Οἰκου-μενιστικὴν Καινοτομίαν τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἡμερολογίου φαίνεται ἀπὸ τὸ ἀκόλουθον περιστατικόν.
Κάποιος ἤθελε νὰ γίνει ἱερέας καὶ ἔγραψεν ἐπιστολὴν ἐξομολογητικὴν καὶ τὴν ἔστειλεν στὸν π. Καλλίνικον. Ὁ γέρων εἶπεν στοὺς ὑποτακτικοὺς του: «Γράψτε στὸν ἀδελφὸν, ὅτι εὑρίσκεται εἰς ἕνα λάκκον βορβόρου καὶ κροτεῖ τὰ χέρια του καὶ φωνάζει, νὰ τὸν κάνουμε βασιλέα. Ἄς βγεῖ πρῶτα ἀπὸ τὸν λάκκον τῆς Νεοημερολογίτικης Καινοτομίας, νὰ καθαρισθεῖ, καὶ ὕστερα βλέπουμε, ἄν εἶναι ἄξιος νὰ γίνει βασιλέας» (Δαμασκηνὸς Μοναχὸς, Ἁγιοβαλειάτης, περιοδικὸν «Ἅγιος Ἀγαθάγγελος ὁ Ἐσφιγμενίτης» τ. 74, 1984).
Ἡ συνέχεια τῆς γνήσιας Ὀρθόδοξης Παράδοσης ἀπό τούς Ζηλωτές Ἁγιορεῖτες καί τούς ἀγωνιστές ἀνά τόν κόσμον Ὁσίους Πατέρες
Ἡ ἀποτείχιση καί ἡ διακοπή τοῦ μνημοσύνου τῶν Λατινο-φρόνων-Οἰκουμενιστῶν τοῦ ἐσβεσμένου Φαναρίου στό Ἃγιον Ὂρος ὀφείλεται στήν μεγαλύτερη σύγχρονη ἁγιορειτική μορφή, τόν μεγά-λο ἒγκλειστο ἡσυχαστή τῶν Κατουνακίων, ἀείμνηστον Γέροντα Καλλίνικον.
Τά κατωτέρω τά ἀντιγράφουμε ἀπό τό παλαιό ἒντυπο «Ἀθωική ἠχώ» πού περιγράφει τήν σκηνή τῆς κάτωθι γνωμοδοτήσεως τοῦ Ἁγί-ου Γέροντος, σέ ἀντίθεση μέ τόν Νεοεποχίτη Παΐσιο:
''Συνῆλθόν ποτε εἰς τήν καλύβην του τινές τῶν πατέρων, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦτο καί ὁ ρηθείς πατήρ Γεράσιμος Μενάγιας, καί ἐζήτουν νά τούς ἐξηγήση τήν ἑρμηνείαν τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος τῆς Α΄ καί Β΄ Συνόδου, ἐκεῖ ὃπου λέγει ''...οἱ γάρ δι’ αἳρεσιν ... ἀξιωθήσονται''. Τότε ἒλαβε τόν λόγον εἷς ἐξ αὐτῶν, ὁ πλέον πεπαιδευμένος καί λέγει, ὃτι ὃστις πρό Συνοδικῆς διαγνώμης ἀποκόψει τό μνημόσυνον τοῦ τοιούτου ἐπισκόπου ἀξιωθήσεται ὂντως τῆς πρεπούσης τῶν Ὀρθοδόξων τιμῆς, ἐφ’ ὃσον ὁ Κανών τό διαλαμβάνει. Ὃστις δέ, πάλιν, ἀναμένει τήν Συνοδικήν διαγνώμην δέν ἀξιοῦται μέν τῆς πρεπούσης τιμῆς τῶν Ὀρθοδόξων, δέν σφάλλει ὃμως καί αὐτός ἀναμένων τήν Συνοδικήν διαγνώμην.''
''Εἰς ταῦτα ὧδε πῶς ἀπεκρίθη ὁ Γέρων Καλλίνικος, μέ ὓφος σοβαρόν καί ἀξιοπρεπές:
Εἶναι ἀπάτη δαιμονική ἡ τοιαύτη ἐπινόησις, διότι ὁ μέν Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ὃταν λέγη ''Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί ὃτι αὐτοί υἱοί Θεοῦ κληθήσονται'' ἀποσιωπᾶ τούς ταραχοποιούς, οὐχί ὃτι αὐτοί εἶναι ἐκτός εὐθύνης, ἂπαγε! Ἀλλ’ ὃτι μόνον περί εἰρηνοποιῶν εἶναι ὁ λόγος ἐδῶ. Ὃταν δέ εἰς ἂλλο χωρίον ὁ αὐτός Κύριος ὁμιλήση διά τούς ταραχοποιούς καί ταραξίας, τότε ἐκφωνεῖ τό οὐαί, καί τάς φρικώδεις ἀράς καί ἐπιτιμίας καί καταποντισμούς εἰς τό πέλαγος κ.λ.π. Κατά παρόμοιον τρόπον καί οἱ Ἃγιοι Πατέρες εἰς τόν Κανόνα τοῦτον, μόνον διά τούς ἀποκόπτοντας τό μνημόσυνον ὁμιλοῦσιν. Ὃταν εἰς ἂλλον Κανόνα οἱ αὐτοί Ἃγιοι Πατέρες ὁμιλοῦσιν διά τούς μή ἀποκόπτοντας τελείως τό μνημό-συνον καί τήν ἐπικοινωνίαν τοῦ 'γυμνῇ τῇ κεφαλῇ' κηρύττοντος τήν αἳρεσιν, τότε ἐκφωνοῦσιν ἀράς καί φρικώδεις ἐπιτιμίας καί καθαιρέσεις κ.λ.π.
Ἐκ τῶν ὀλίγων τούτων, ἐννοεῖ πᾶς τις, τίς ἦτο ὁ Γέρων Καλλίνικος, ὃστις ἐδέχετο τάς θείας ἐκλάμψεις καί διηρμήνευεν ἀπλανῶς καί αὐτά τά δυσνόητα τῆς Γραφῆς μέ τόσην ἀκρίβειαν καί χάριν.'' Σελ. 159 καί 160, στό «Καταγγελία Ἁγιορειτῶν Πατέρων», Ἃγιον Ὀρος 1997.
[27] Πράξ. 4, 12
[28] Α΄ Ἰω. 2, 23: «Πᾶς ὁ ἀρνούμενος τόν Υἱόν οὐδέ τόν Πατέρα ἔχει». Ἰω. 5, 22-23: «Ἵνα πάντες τιμῶσι τόν Υἱόν καθώς τιμῶσι τόν Πατέρα. Ὁ μή τιμῶν τόν Υἱόν οὐ τιμᾷ τόν Πατέρα τόν πέμψαντα αὐτόν».
[29] Ἰω. 15, 26: «Ὅταν δέ ἔλθῃ ὁ Παράκλητος ὅν ἐγώ πέμψω ἡμῖν παρά τοῦ Πατρός, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας ὅ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περί ἐμοῦ».
[30] Ἐφ. 4, 5
[31] Β΄Κορ. 11, 4: «Εἰ μέν γάρ ὁ ἐρχόμενος ἄλλον Ἰησοῦν κηρύσσει ὅν οὐκ ἐκηρύξαμεν ἤ πνεῦμα ἕτερον λαμβάνετε ὅ οὐκ ἐλάβετε, ἤ εὐαγγέλιον ἕτερον ὅ οὐκ ἐδέξασθε». Γαλ. 1, 6: «Θαυμάζω, ὅτι οὕτω ταχέως μετατίθεσθε ἀπό τοῦ καλέσαντος ὑμᾶς ἐν χάριτι Χριστοῦ εἰς ἕτερον εὐαγγέλιον, ὅ οὐκ ἔστιν ἄλλο, εἰ μή τινές εἰσιν οἱ ταράσσοντες ὑμᾶς καί θέλοντες μεταστρέψαι τό εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ».
[32] Παροιμ. 22, 28: «Μή μέταιρε ὅρια αἰώνια, ἅ ἔθεντο οἱ πατέρες σου».
[33] Βλ. τό κείμενον στήν Θεοδρομίαν 16 (2014) 557-570, ὅπως σημειώνει ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης.
[34] Βλ. ἐπίσης τό κείμενον στήν Θεοδρομίαν 19 (2017) 18-29
[35] Λόγος 28, Θεολογικός 2, 2, PG 36, 28, ΕΠΕ 4, 36: «Εἰ δέ τις θηρίον ἐστί πονηρόν καί ἀνήμερον καί ἀνεπίδεκτον πάντη λόγων θεωρίας καί θεολογίας μή ἐμφωλευέτω ταῖς ὕλαις κακούργως καί κακοήθως, ἵνα τινός λάβηται δόγματος ἤ ρήματος, ἀθρόως προσπηδῆσαν, καί σπαράξῃ τούς ὑγιαίνοντας λόγους ταῖς ἐπηρείαις· ἀλλ΄ ἔτι πόρρωθεν στηκέτω καί ἀποχωρείτω τοῦ ὄρους· ἤ λιθοβοληθήσεται καί συντριβήσεται καί ἀπολεῖται κακῶς κακός· λίθοι γάρ τοῖς θηριώδεσιν οἱ ἀληθεῖς λόγοι καί στερροί».
[36] ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Περί τῶν πραχθέντων ἐν τῇ πρώτῃ ἐξορίᾳ, 12, PG 90, 148: «Ἐκείνας οἶδεν ἁγίας καί ἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβής τῆς Ἐκκλησίας κανών, ἅς ὀρθότης δογμάτων ἔκρινεν». ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ, Ἐπιστολή 24, Θεοκτίστῳ Μαγίστρῳ, G. Fa-touros (Ed.), Theodori Studitae Epistulae, τόμ. 1, σελ. 66: «Ἀλλ΄ἡ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία μεμένηκεν ἀπήμαντος, κἄν πολλοῖς ἐβλήθη τοξεύμασι, καί πύλαι ᾍδου κατισχῦσαι αὐτῆς οὐ δεδύνηνται. Οὐδέ παρά τούς κειμένους ὅρους καί νόμους πράττειν τι καί λέγειν ἀνέχεται, κἄν πολλοί πολλαχῶς ποιμένες ἠφρονεύσαντο καί ἐκκλησίας Θεοῦ ἑαυτούς ὠνομάκασιν καί ὑπέρ κανόνων ἐφρόντισαν τό δοκεῖν, κατά κανόνων τό ἀληθές κινούμενοι … Σύνοδος τοίνυν, δέσποτα, οὐ τό ἁπλῶς συνάγεσθαι ἱεράρχας τε καί ἱερεῖς, κἄν πολλοί ὦσιν (κρείσσων γάρ, φησίν, εἷς ποιῶν τό θέλημα τοῦ Κυρίου ἤ μύριοι παραβαίνοντες), ἀλλά τό ἐν ὀνόματι Κυρίου ἐν τῇ ἐρεύνῃ καί φυλακῇ τῶν κανόνων … Οὐκ ἔστιν οὖν, οὐκ ἔστιν, ὦ δέσποτα, οὔτε τήν καθ’ ἡμᾶς ἐκκλησίαν οὔτε ἑτέραν παρά τούς κειμένους νόμους καί κανόνας ποιεῖν τι. Ἐπεί εἰ τοῦτο δοθείη, κενόν τό εὐαγγέλιον, εἰκῇ οἱ κανόνες, καί ἕκαστος κατά τόν καιρόν τῆς οἰκείας ἀρχιερωσύνης, ἐπειδή ἔξεστιν αὐτῷ ὡς δοκεῖ μετά τῶν σύν αὐτῷ πράσσειν, ἔστω νέος εὐαγγελιστής, ἄλλος ἀπόστολος, ἕτερος νομοθέτης. Ἀλλ΄ οὐδαμῶς· παραγγελίαν γάρ ἔχομεν ἐξ αὐτοῦ τοῦ ἀποστόλου, παρ΄ ὅ παρελάβομεν, παρ΄ ὅ οἱ κανόνες τῶν κατά καιρούς συνόδων καθολικῶν τε καί τοπικῶν ἐάν τις δογματίζῃ ἤ προστάσσῃ ποιεῖν ἡμᾶς, ἀπαράδεκτον αὐτόν ἔχειν μηδέ λογίζεσθαι αὐτόν ἐν κλήρῳ ἁγίων».
[37] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ, Ἀναίρεσις Γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας 3, ΕΠΕ 3, 608: «Καί γάρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί, καί τοσοῦτον μᾶλλον, ὅσον ἄν καί σφῶν αὐτῶν καταψεύδοιντο, ποιμένας καί ἀρχιποίμενας ἱερούς ἑαυτούς καλοῦντες καί ὑπ΄ ἀλλήλων καλούμενοι· μηδέ γάρ προσώποις τόν Χριστιανισμόν, ἀλλ΄ ἀληθείᾳ καί ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμνήμεθα».
[38] ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ, Ἐπιστολή 43, Ἰωσήφ ἀδελφῷ καί ἀρχιεπισκόπῳ, ἔνθ’ ἀνωτ. (Fatouros), τόμ. 1, σελ. 125: «Ἡ δέ σιωπή μέρος συγκαταθέσεως».
[39] Πρός τόν εὐλαβέστατον ἐν Μοναχοῖς κύρ Διονύσιον 5, ἐν Γρηγορίου Παλαμᾶ Συγγράμματα, ἔκδ. Π. Χρήστου, τόμ. 2, Θεσσαλονίκη 1966, σελ. 482: «Τρίτον δέ εἶδος (ἀθεΐας), οὐ πόρρω τῆς ἀνωτέρω πονηρᾶς ξυνωρίδος, τό παραιτεῖσθαί τι λέγειν τῶν δεδογμένων περί Θεοῦ ὑπ’ ἀνευλαβοῦς εὐλαβείας … ».
[40] Ἀποκ. 3, 15-16
[41] Ράλλη-Ποτλῆ, "Σύνταγμα Ἱερῶν Κανόνων". τόμ. Β ́, σελ. 694.
[42] Ἱερὸν Πηδάλιον, ἔκδ. 1886, σελ. 292.
[43] Δοκίμιον Ἱστορικόν, περὶ τοῦ σχίσματος τῆς δυτικῆς ἐκκλησίας ἀπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς - καὶ τῶν ἐν Φλωρεντίᾳ συνόδῳ γενομένων δολιοτήτων καὶ ἐκβιασμῶν εἰς βάρος τῶν Ὀρθοδόξων - συγγραφὲν ὑπὸ τοῦ Ἁγιορείτου Μοναχοῦ Καλλίστου Βλαστοῦ, Ἅγιον Ὅρος 1895, ἐπανέκδοσις 1991, σελ. 106-107. Οἱ Ἁγιορεῖτες οἱ ἐπὶ Βέκκου μαρτυρήσαντες κηρύσσουν, ὅτι ἐπαινοῦνται ὅσοι, πρὸ συνοδικῆς διαγνώμης, ἀποσχίζονται ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ εἶναι προφανῶς αἱρετικοὶ.
[44] Ἡ ἑρμηνεία τοῦ Νικοδήμου Μίλας, τὴν ὁποίαν μᾶς μετέφερεν στὰ ἑλληνικὰ ὁ Σέρβος Θεολόγος καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ πανεπιστημίου τοῦ Βελιγραδίου Εἰρηναῖος Μπούλοβιτς, (νῦν Μητροπολίτης τοῦ Σερβικοῦ Πατριαρχείου), εἶναι σὲ πλήρη συμφωνίαν μὲ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καὶ τῆς Ἐκκλησίας ὅλης καί ὅλων τῶν ἄλλων ἑρμηνευτῶν.