"Ἅγιοι Κολλυβάδες” Δεκέμβριος 1997 - Ἰανουάριος 1998 Στοιχεῖα συμφώνως τῷ Νόμῳ: Ἰδιοκτήτης, ἐκδότης, διευθυντής: π. Νικόλαος Δημαρᾶς Δρ. Ν. Διεύθυνσις: Βαρδακουλᾶ 47, πάροδος 3, 30300 Ναύπακτος. Τηλ.: 0634/31805 - 22179 Ὑπεύθυνος τυπογραφείου: Σανιδᾶς Κωνσταντῖνος Ἰωαννίνων 6, Μοσχᾶτον Ἐκδίδεται κάθε μῆνα. ἀριθμός φύλλου: 12. ἔτος ἐκδόσεως: 3ον (Τιμή φύλλου τυπογραφείου: δραχμαί 50).
Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί ἡ διδασκαλία του περί διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου τοῦ Λατινόφρονος ἐπισκόπου
Ὁ
Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ὡς σημεῖον
ἀντιλεγόμενον, ἀπεδοκιμάζετο μὲν ἀπὸ
τοὺς Λατινόφρονες ἐπισκόπους, ἀλλὰ
ἐτιμᾶτο ὑπὸ τοῦ λαοῦ μετὰ τὴν
ψευδένωσιν Φεράρας-Φλωρεντιας. Κατὰ
τὴν διάρκεια τῶν συνοδικῶν ἔργασιῶν
οἱ ἐχθροί του διέδωσαν, ὅτι παρεφρόνησε,
καὶ σύγχρονοί του Λατινόφρονες τὸν
ἀπεκαλοῦσαν Ἰούδα καὶ αἱρεσιάρχη...
ἐνῶ ταυτοχρόνως ὁ λαὸς τῆς
Κωσταντινουπόλεως τὸν ἀνευφημοῦσε
ζῶντα ὡς ἅγιον καὶ τὸν προσκαλοῦσε
νὰ ἀνέλθη στὸν πατριαρχικὸ θρόνο!
Ἀποθνήσκων
δὲ ὁ
μέγας τῆς Ὀρθοδοξίας ἀθλητὴς καὶ
Ὁμολογητὴς Μᾶρκος
ἀνεκηρύττετο ἅγιος, ἐγκώμια δὲ καὶ
ἐκκλησιαστικὲς ἀκολουθίες ἀφιερώνονταν
στὴν μνήμη του.
Ὁ
αὐτοκράτωρ Ἰωάννης ὁ Η΄ ὁ Παλαιολόγος,
μολονότι ἦταν Λατινόφρων, βλέποντας
τὸν θαυμασμὸ τοῦ λαοῦ πρὸς τὸν Ἅγιον
Μᾶρκον,
τὸν ἐκάλεσε νὰ ἀνέλθη στὸν κενὸν
πατριαρχικὸν θρόνον τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ
Ἅγιος ἀρνήθηκε νὰ ἀνέλθη στὸν λάμποντα
πατριαρχικὸν θρόνον ἀλλὰ καὶ νὰ ἔλθη
σὲ ὁποιαδήποτε ἐπαφὴ μὲ τὸν νέον
Λατινόφρονα πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως
Μητροφάνην καὶ τοὺς περὶ αὐτὸν
ὁμόφρονές του ἐπισκόπους.
Ὁ
Ἅγιος, αἰτιολογῶντας τὴν ἄκαμπτη
στάσιν του ἔναντι τοῦ πατριάρχου καὶ
τῶν Λατινοφρόνων ἐπισκόπων, γράφει:
“Οὔτε
θέλω καθόλου, οὔτε δέχομαι τὴν κοινωνίαν
αὐτοῦ ἢ μὲ αὐτόν...Καὶ ὅπως ἀκριβῶς
δὲν δέχομαι, ὅτι ἔχει γίνει ἕνωσις
οὔτε τὰ λατινικὰ δόγματα δέχομαι, τὰ
ὁποῖα δέχθηκε αὐτὸς καὶ οἱ μετ᾿
αὐτοῦ... Διότι ἔχω πεισθεῖ ἀκριβῶς,
ὅτι ὅσον ἀπομακρύνομαι ἀπὸ αὐτὸν
(σ.σ.
τὸν Λατινόφρονα πατριάρχην)
καὶ ἀπὸ τοὺς τοιούτους, πλησιάζω εἰς
τὸν Θεὸν καὶ εἰς ὅλους τοὺς πιστοὺς
καὶ Ἁγίους Πατέρας, εἰς τοὺς Θεολόγους
τῆς Ἐκκλησίας...”
(Μάρκου
Ἐφέσου,
Ἀπολογία,
P.G.
160, 536 CD).
Ὁ
Ἅγιος Μᾶρκος
ἐκάλεσε τὸν ὀρθόδοξο λαὸ νὰ μὴν ἔχῃ,
καμμία ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὸν
πάπα καὶ τοὺς Λατίνους καὶ Λατινόφρονες
καὶ νὰ ἀγνοήση τὴν ψευδένωσιν τῆς
Φλωρεντίας:
“Φεύγετε
καὶ ὑμεῖς ἀδελφοὶ τὴν πρὸς τοὺς
ἀκοινωνήτους κοινωνίαν καὶ τὸ
μνημόσυνον τῶν ἀμνημονεύτων. Ἴδε ἐγὼ
Μᾶρκος ὁ ἁμαρτωλὸς λέγω ὑμῖν, ὅτι ὁ
μνημονεύων τοῦ πάπα ὡς ὀρθοδόξου
ἀρχιερέως, ἔνοχός ἐστι πάντα τὰ τῶν
Λατίνων ἐκπληρῶσαι μέχρι καὶ αὐτῆς
τῆς κουρᾶς τῶν γενείων, καὶ ὁ
Λατινοφρονῶν μετὰ τῶν Λατίνων κριθήσεται
καὶ ὡς παραβάτης τῆς πίστεως
λογισθήσεται.”
(Ἐπιστολὴ
πρὸς Θεοφάνην,
P.G.
160, 1097D,
1100Α).
Ὅσοι
ἀπεσχίσθησαν τότε ἀπὸ τοὺς Λατινόφρονες
Ἀρχιερεῖς καὶ τὸν Λατινόφρονα πατριάρχη
Μητροφάνη δὲν ἔκαναν σχίσμα, ὅπως καὶ
σήμερα, ὅσοι δὲν μνημονεύουν τὸν
ἀρχιοικουμενιστὴ καὶ Λατινόφρονα
Βαρθολομαῖο καὶ τοὺς περὶ αὐτὸν
Ἀρχιερεῖς τοῦ ἐσβεσμένου Φαναρίου,
βρίσκονται σὲ συμφωνία πίστεως μὲ τὸν
Ἅγιο
Μᾶρκο τὸν Εὐγενικὸν
καὶ ὅλους τοὺς Ἁγίους Πατέρας, μὲ τὸ
σῶμα τῶν Ἁγίων, τὸ μυστικὸ σῶμα τοῦ
Χριστοῦ μας, δηλ. μὲ τὴν Θριαμβεύουσα
Ἐκκλησία.
Οἱ
ἀποτειχιζόμενοι ἀκολουθοῦν, ὅπως
τότε, τὴν προτροπὴν τοῦ Ἁγίου
Μάρκου
νὰ μὴ συλλειτουργοῦν μὲ τοὺς
Λατινόφρονας καὶ μηδόλως
νὰ τοὺς μνημονεύουν,
οὔτε κἄν σὰν χριστιανούς, ὄχι
μόνον τὸν Λατινόφρονα πατριάρχη
Μητροφάνη
καὶ τοὺς περὶ αὐτὸν Λατινόφρονας
ἀλλὰ
καὶ ὅλους ἐκείνους πού ἤσαν κοινωνικοὶ
πρὸς αὐτούς:
“Περιωρίσθην
παρὰ τοῦ Βασιλέως. Ἀλλ' ὁ λόγος τοῦ
Θεοῦ οὐ δέδεται, τρέχει δὲ μᾶλλον καὶ
εὐοδοῦται καὶ οἱ πλείονες τῶν ἀδελφῶν
τῇ ἐμοὶ ἐξορίᾳ θαρροῦντες βάλλουσι
τοῖς ἐλέγχοις τοὺς ἀλιτηρίους καὶ
παραβάτας τῆς ὀρθῆς πίστεως καὶ τῶν
πατρικῶν θεσμῶν καὶ ἐλαύνουσι
πανταχόθεν αὐτοὺς ὡς καθάρματα,
μήτε συλλειτουργεῖν αὐτοῖς ἀνεχόμενοι,
μήτε μνημονεύοντες ὅλως αὐτῶν ὡς
χριστιανῶν”.
(P.G.
160, 1097ΑΒ).
Ἐνῶ
στὴν Κωνσταντινούπολιν ὁ
Ἅγιος Μᾶρκος
ἔγινε δεκτὸς θριαμβευτικῶς, στὴν
Ἔφεσο ἀπεδοκιμάσθη ἀπὸ τοὺς
ψευδοενωτικοὺς καὶ ἀναγκάσθηκε νὰ
φύγη γιὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος, ἀλλὰ καθ᾿
ὁδὸν κρατήθηκε στὴν Λῆμνον ὡς ἐξόριστος
μὲ διαταγὴ τοῦ Βασιλέως.
Ὁ
Ἅγιος Μᾶρκος
ἐξωρίσθη χάριν τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται (Β΄ Τιμ.
Β' 9).
Ὁ
Μέγας ἐξόριστος,
εὑρισκόμενος στὴν Λῆμνον, συνέταξε
τὴν ὀνομαστὴ ἐγκύκλιό του «Τοῖς
ἁπανταχοῦ τῆς γῆς καὶ τῶν νήσων
εὐρισκομένοις ὀρθοδόξοις χριστιανοῖς»,
μὲ τὴν ὁποίαν κατεπολέμησε τὴν ψευδῆ
ἕνωσιν τῆς Φλωρεντίας.
Ὁ
Ἅγιος Μᾶρκος,
οἰκουμενικὸς πλέον διδάσκαλος, εἶχε
γίνει τὸ στόμα τῆς Ὀρθοδοξίας. Οἱ
ἁπανταχοῦ τῆς γῆς Ὀρθόδοξοι ἤκουον
τὰ πνευματικὰ σαλπίσματα τοῦ Ἁγίου
Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ
καὶ προφυλάσσονταν ἀπὸ κάθε κοινωνία
μὲ τοὺς Λατίνους καὶ τοὺς Γραικολατίνους
Λατινόφρονας:
«Φεύγετε
αὐτούς, ἀδελφοί, καὶ τὴν πρὸς αὐτοὺς
κοινωνίαν· Οἱ γὰρ τοιοῦτοι ψευδαπόστολοι,
ἐργάται δόλιοι, μετασχηματιζόμενοι
εἰς ἀποστόλους Χριστοῦ. Καὶ οὐ
θαυμαστὸν·
αὐτὸς γὰρ ὁ Σατανᾶς μετασχηματίζεται
εἰς ἄγγελον φωτός».
“Οὐ
θαῦμα οὒν, εἰ καὶ οἱ διάκονοι αὐτοῦ
μετασχηματίζονται ὡς διάκονοι
δικαιοσύνης, ὧν τὸ τέλος ἔσται κατὰ
τὰ ἔργα αὐτῶν... Στήκετε
κρατοῦντες τὰς παραδόσεις, ἅς παρελάβετε,
τὰς τε ἐγγράφους καὶ τὰς ἀγράφους,
ἵνα μὴ τῇ τῶν ἀθέσμων πλάνῃ,
συναπαχθέντες ἐκπέσητε τοῦ ἰδίου
στηριγμοῦ.” (Σ.
Μπιλάλη,
Ὀρθοδοξία
καὶ παπισμός,
τόμ. Β΄, Ἀθῆναι 1969, σελ. 67).
Ἐδῶ
θὰ πρέπη ν᾿ ἀναφερθοῦμε πλατύτερον
στὴν δρᾶσιν μερικῶν “θεοφορουμένων”
ἱερομονάχων καὶ μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι
περιέρχονται ἐσωτερικὸν καὶ ἐξωτερικόν,
καί μάλιστα, ὅπου ἀνθεῖ τὸ
παλαιοημερολογιτικὸν στοιχεῖον, ὥστε
νὰ προκαλέσουν καὶ ἐκεῖ φθορὰ καὶ
σύγχυσιν στοὺς ἁπλοϊκούς, ἀφοῦ καὶ
ἐκεῖνοι “μὲ
τὸ παλαιὸ πᾶνε”
καὶ καταδικάζουν τὸν Οἰκουμενισμόν,
ἀλλὰ δὲν διακόπτουν τὸ μνημόσυνον
καὶ τὴν κοινωνία μὲ τὸν πατριάρχην,
διὰ νὰ μὴ βρεθοῦν τάχα ... «ἐκτὸς
Ἐκκλησίας»!!!
Οἱ
ἄνθρωποι αὐτοὶ ξέρουν νὰ λέγουν ὡραῖα
καὶ ἀληθινὰ πράγματα γιὰ τὴν ζωὴ τῆς
προσευχῆς καὶ τῆς ἀσκήσεως, ἀλλὰ
ὅταν τοὺς ρωτήση κανεὶς γιὰ ζητήματα
πίστεως λέγουν, ὅτι τὰ θέματα αὐτὰ
δὲν κάνουν καλὸ στὴν πνευματικὴ ζωὴ
καὶ ὅτι οἱ χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ
ἀσχολοῦνται μὲ αὐτά.
Σὰν
νὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξη χάρις Θεοῦ
χωρὶς ὀρθόδοξο φρόνημα!
Οἱ
ἄνθρωποι αὐτοὶ, ἐπειδὴ δὲν ἀγωνίζονται
γιὰ τὴν πίστιν δὲν θίγουν κανένα καὶ
τὰ ἔχουν καλὰ μὲ ὅλους. Ὅλοι λέγουν
καλὰ λόγια γιὰ αὐτοὺς καὶ τοὺς
ὀνομάζουν ἁγίους. Αὐτοὶ κάνουν τὸ
μεγαλύτερο κακὸ στὶς ἁπλὲς καὶ
καλοπροαίρετες ψυχές, τὶς ὁποῖες
πείθουν νὰ κλείσουν τὰ μάτια καὶ νὰ
ἀκολουθοῦν χωρὶς ἐρωτήσεις τὸν
«πατριάρχη» καὶ τὴν «ἐκκλησία». Αὐτοὶ
εἶναι οἱ πιὸ ἀποτέλεσματικοὶ σύμμαχοι
τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἡ φοβερὴ αὐτὴ
αἵρεσις, (σ.σ. τοῦ Οἰκουμενισμοῦ), δὲν
θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ πιάση ρίζες χωρὶς
αὐτούς, γιατί αὐτοὶ ἀφοπλίζουν αὐτοὺς
ἀκριβῶς, πού θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι
οἱ πιὸ ζωντανοὶ μαχηταὶ τῆς Ὀρθοδοξίας.
(Ἀ.
Καλομοίρου,
Τὸ
Σύγκριμα,
σ. 16).
Ἔτσι
ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, ἔχοντας διδασκάλους
τέτοιους “θεοφορουμένους” ἀλλὰ καὶ
λαϊκοὺς τελευταίως, συνεχίζει νὰ
ὑπακούη σὲ ψευδοποιμένες, ὅπως τοὺς
χαρακτηρίζει ὁ ΙΕ κανὼν τῆς ΑΒ΄ Συνόδου,
τύπου πατρ. Βαρθολομαίου, Ἰακώβου
Κουκούζη στήν Ἀμερική, πατρ. Παρθενίου
Ἀλεξανδρείας, κ. Στυλιανοῦ Αὐστραλίας,
κ. Σωτηρίου Καναδᾶ, Γρηγορίου Μ.
Βρεττανίας, κ. Μιχαὴλ Αὐστρίας κ.λ.π.
αἱρετικῶν “Ἀρχιερέων” τοῦ ἐσβεσμένου
Φαναρίου, διότι, ἀκολουθῶντας τοὺς
ψευδοδιδασκάλους του, φοβᾶται νὰ
ἀντιδράση.
Γιατί
φοβᾶται;
Φοβᾶται
μὴ βρεθῆ ... «ἐκτὸς
ἐκκλησίας»!!!
Ὁποία
παραποίησις τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως!
Οἱ
μὲν Ἅγιοι Πατέρες
καὶ οἱ
ἱεροὶ Κανόνες
νὰ ἐπαινοῦν τοὺς ἀποτειχιζομένους
ἀπὸ τὸν κακόδοξον ποιμένα τους, καὶ
αὐτοὶ, χωρὶς κανένα πατερικὸ στήριγμα,
νὰ λένε, ὅτι θὰ βρεθοῦν ... «ἐκτὸς
ἐκκλησίας»,
ὅσοι ἀντιδράσουν!!!
Δηλαδὴ
κατὰ τὴν νεοορθόδοξον αὐτὴν διδασκαλίαν
... “ἐντός τῆς ἐκκλησίας” θεωρεῖται,
ὅποιος κοινωνεῖ μὲ τοὺς πατριάρχες,
ἐπισκόπους κ.λ.π., καὶ ἂς κηρύσσουν
αὐτοὶ αἱρετικά, ... ἐκτὸς δὲ Ἐκκλησίας
θεωρεῖται, ὅποιος δὲν κοινωνεῖ μὲ
αὐτούς!!!
Ὁποία
πλάνη!!!
«Οἱ
τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, τῆς ἀληθείας
εἰσὶν»,
βοᾶ ὁ
Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.
Ἀντιθέτως,
ὅσοι δὲν εἶναι μὲ τὴν ἀλήθεια, οὔτε
μὲ τὴν Ἐκκλησία εἶναι, «καὶ
οἱ μὴ τῆς ἀληθείας ὄντες, οὐδὲ τῆς
τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσίν».
«Ἐγὼ
εἰμί ἡ ἀλήθεια»,
εἶπεν ὁ Κύριος, ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας
καὶ ἡ κεφαλὴ Αὐτῆς. Ὅποιος εἶναι μὲ
τὴν ἀλήθειά Του, πού ἐκφράζει ἡ
Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι
καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του, καὶ ἂς μὴ
κοινωνεῖ μὲ τοὺς κακοδόξους ποιμένας
της. Ὅταν οἱ Ὀρθόδοξοι, τελικῶς,
θριαμβεύουν στὸν ἀγῶνα τους κατὰ τῆς
αἱρέσεως, αὐτὸ γίνεται, διότι τὸ μέτωπό
τους, χωρὶς νὰ κοινωνῆ πρὸς τοὺς
ἀντιπάλους, κατορθώνει τελικῶς, μετὰ
ἀπὸ ἔτη ἢ δεκαετίες νὰ ἐπιβληθῆ,
καθόσον “οὐδὲν
ἰσχυρότερον ἀληθείας.”
(Βλ. Ἁγιορείτην,
13, (51), σελ. 3 ).
Ὅπως
ἀντιλαμβάνεται κάθε καλοπροαίρετος,
τὸ
πρωτεῦον εἶναι νὰ εὑρίσκεται κανεὶς
ἡνωμένος μὲ τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας
καὶ ὄχι νὰ κοινωνῆ μὲ τὸν οἱονδήποτε
ἐπὶσκοπον, ἔστω καὶ κακόδοξον, ἀπὸ
φόβον μὴ βρεθῆ ... «ἐκτός
ἐκκλησίας»! Γιαὐτὸ
καὶ ὁ
Ἅγιος Μάξιμος,
ὅταν ρωτήθηκε, μὲ ποιὰ Ἐκκλησία
κοινωνεῖ, ἀφοῦ ὅλες ἑνώθηκαν καὶ
συμφώνησαν μὲ τὴν κακοδοξοῦσαν
Κωνσταντινούπολιν, ἀπάντησε:
“Καθολικὴν
Ἐκκλησίαν τὴν ὀρθὴν καὶ σωτήριόν τῆς
εἰς αὐτὸν πίστεως ὁμολογίαν... ὁ τῶν
ὅλων εἶναι Θεὸς ἀπεφήνατο”. (P.G.
90, 132).
Πρέπει
νὰ μένουμε “μέσα
στὴν ἐκκλησία”
τονίζουν συνεχῶς οἱ Νεοορθόδοξοι
«θεοφορούμενοι»,
στηριζόμενοι σὲ μιὰ νέα, δική τους
ἐκκλησιολογία, ἀφοῦ γι᾿ αὐτοὺς μέσα
στὴν ἐκκλησία εἶναι αὐτοὶ πού
μνημονεύουν τοὺς αἱρετικοὺς Πατριάρχες
καὶ τοὺς κακοδόξους ἐπισκόπους τῶν
Ρωμαίικων Πατριαρχείων καὶ τῆς κρατούσης
Ἐκκλησίας.
Γιὰ
νὰ στηρίξουν, ὅμως, τὸ αὐθαίρετο αὐτὸ
κήρυγμά τους δὲν ἐπικαλοῦνται οὔτε
ἕνα Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας, ἀντιθέτως,
ἀναφέρουν γνῶμες διαφόρων νεοφανῶν,
ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων καὶ ὄχι ὑπὸ τοῦ
Θεοῦ τιμωμένων ὡς ἁγίων, ὡς τοῦ Παϊσίου
καὶ τοῦ Πορφυρίου, πού ἡ διδασκαλία
τους στὰ θέματα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως
ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεσι μὲ τὴν
ὁμόφωνη Ἁγιοπατερικὴ Παράδοσιν καὶ
στάσιν.
Δηλαδὴ,
μᾶς λένε, μὲ ἄλλα λόγια, δὲν πρέπει
ποτὲ νὰ ἀποτειχίζωνται οἱ πιστοὶ ἀπὸ
τὸν κακόδοξο ποιμένα τους, γιατί τότε
θὰ βρεθοῦν τάχα «ἐκτὸς ἐκκλησίας».
Τὸ ἀπατηλὸ αὐτὸ σύνθημα ἀλλοιώνει
τὴν Πατερικὴ ὁμολογιακὴ παράδοσιν,
ἐπισείει ἀπειλὴ στοὺς πιστοὺς, καὶ
τοὺς ἀποτρέπει ἀπὸ τὸ νὰ ἀκολουθήσουν
τὸν δρόμο τῶν Ἁγίων Πατέρων τους.
Τὸ
μνημόσυνον, ὅμως, τοῦ κακοδόξου ἐπισκόπου
ἀπὸ τὸν ἱερέα καὶ ἡ κοινωνία τῶν
πιστῶν μὲ τὸ θυσιαστήριό του σημαίνει
ταυτότητα πίστεως μὲ τὸν αἱρετικὸ
ἐπίσκοπο καὶ ἄρα κοινωνία μὲ τὴν
αἴρεσιν καὶ μολυσμὸν ἐξ αὐτῆς.
Ἡ
Ἁγιοπατερικὴ Παράδοσις διδάσκει, ὅτι
ὅποιος φεύγει τὸ μνημόσυνο τοῦ κακοδὸξου
ἐπισκόπου καὶ χωρίζεται ἀπ᾿ αὐτόν,
ὄχι μόνον δὲν καταδικάζεται γιὰ τὸν
χωρισμό, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐνδεδειγμένης
τιμῆς ἀξιοῦται, ὡς Ὀρθόδοξος, ἐπειδὴ
ἐλευθερώνει τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ
σχίσμα καὶ τὴν αἵρεσι τοῦ ψευδεπισκόπου,
ὅπως ἑρμηνεύει τὸν ΙΕ’ κανόνα τῆς
ΑΒ΄ Συνόδου, ὁ
μέγας Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Ὁ
Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος,
θέλοντας νὰ προφυλάξη τοὺς πιστοὺς
ἀπὸ μερικοὺς ψευδοδιδασκάλους καὶ
ψευδοαγίους τῆς ἐποχῆς του ἔγραφε:
«Καθένας
πού διδάσκει παρὰ τὰ διατεταγμένα,
ἔστω καὶ ἂν νηστεύη καὶ ἂν παρθενεύη,
καὶ ἂν κάνη θαύματα, νὰ τὸν θεωρῆς ὡς
λύκον μὲ δέρμα προβάτου πού προκαλεῖ
τὴν φθορὰ τοῦ ποιμνίου».
Καὶ
ὁ
Ἀπόστολος Παῦλος
γιὰ κάθε ἕναν πού διαστρέφει τὶς
ὀρθόδοξες Πατερικὲς διδαχές, προσθέτει:
«ἔστω
καὶ ἂν αὐτὸς εἶναι ἄγγελος ἀπὸ τὸν
οὐρανό, ἀνάθεμα ἔστω».
Ἂς
παραμείνουν, ὅσοι θέλουν σὲ κοινωνία
μὲ τοὺς αἱρετικούς, γιὰ νὰ εἶναι σὲ
συμφωνία μὲ τὶς διδασκαλίες τοῦ Παϊσίου
καὶ τοῦ Πορφυρίου καὶ νὰ νομίζουν,
ὅτι ἔτσι εἶναι μέσα στὴν Ἐκκλησία,
παρὰ τὶς ἀντίθετες φωνὲς τῶν Ἁγίων
Πατέρων καὶ Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων
καὶ ἄς ἀφήσουν ἐμᾶς νὰ εἴμαστε σὲ
συμφωνία πίστεως μὲ τὴν ἑνιαία
Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοσιν
καὶ Πίστιν τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν
καί Πανορθοδόξων Συνόδων, καὶ νὰ εἴμασε
ἑνωμένοι μὲ τὴν Θριαμβεύουσαν Ἐκκλησία,
τὸ σῶμα τῶν μεγάλων Πατέρων καὶ Ἁγίων
– τῆς ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι
ἐδιώχθησαν γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη ὁμολογία
τους ἀπὸ τὰ ἐπίσημα Πατριαρχεῖα καὶ
τὴν τότε κρατοῦσα «ἐκκλησία».
Σὲ
καιρὸ κηρυσσομένης αἱρέσεως, ὅπως
σήμερα, ὁ
Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς
ἐγκατέλειψε τὸν θρόνο του καὶ διέκοψε
τὴν κοινωνία μὲ τοὺς κακοδόξους καὶ
Λατινόφρονας, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ βίος
του καὶ τὰ κείμενά του, γι' αὐτὸ καὶ
ἐξωρίσθη καὶ ἐδιώχθη ἀπὸ τὸν
αὐτοκράτορα.
Καὶ
σήμερα, ὅπως τότε στὴν Φλωρεντία,
ὑπεγράφη ἐνωτικὴ συμφωνία στὸ Μπάλαμαντ
καὶ στὸ Σαμπεζὺ καὶ ὅλα τὰ Ρωμαίικα
Πατριαρχεῖα κοινωνοῦν μὲ τὸ θυσιαστήριο
τοῦ Ἀντιοχείας, πού βρίσκεται σὲ πλήρη
κοινωνία μὲ τοὺς Μονοφυσίτες καὶ μὲ
τὸ θυσιαστήριο τοῦ Βαρθολομαίου, πού
ἐπικύρωσε μὲ τὸ οὐνιτικὸ συλλείτουργό
του στὸ Βατικανὸ καὶ ἐν συνεχείᾳ, στὸ
κοινὸ ἀνακοινωθὲν μὲ τὸν ἀντίχριστο
πάπα, τὴν ἐπαίσχυντη συμφωνία τοῦ
Μπάλαμαντ.
Ο
Ἃγιος Μάρκος
διέκοψε τὴν κοινωνίαν πρὸς τὴν τοπικὴν
Ἐκκλησίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ
πρὸς ὅλους τους ἁπανταχοῦ τῆς γῆς
ἑνωτικοὺς, ὅπως μαρτυρεῖται ἀπὸ τοὺς
λόγους του, πού ἤδη ἀναφέραμε:
«Καὶ
οἱ περισσότεροι ἀδελφοὶ, παίρνοντας
θάρρος ἀπὸ τὴν δική μου ἐξορία, ἀρχίζουν
νὰ ἐκτοξεύουν ἐλέγχους πρὸς τοὺς
ἀλιτηρίους καὶ παραβάτας τῆς ὀρθης
πίστεως καὶ τῶν πατερικῶν θεσμῶν καὶ
νὰ τοὺς διώχνουν ἀπὸ παντοῦ ὡς
μιαροὺς, καὶ νὰ μὴν ἀνέχωνται νὰ
συλλειτουργοῦν μαζί τους, οὔτε νὰ τοὺς
μνημονεύουν καθόλου ὡς χριστιανούς.»
Σήμερα
τὰ πράγματα εἶναι πολὺ χειρότερα ἀπὸ
τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἁγίου
Μάρκου,
γιατί βεβαίως, ὁ πατρ. Ἰγνάτιος
Ἀντιοχείας, ὁ πατρ. Βαρθολομαῖος, ὁ
πατρ. Παρθένιος Ἀλεξανδρείας, ὁ κ.
Στυλιανὸς Αὐστραλίας, ὁ Γρηγόρις Μ.
Βρεττανίας, ὁ Ἰάκωβος Ἀμερικῆς, δὲν
κοινωνοῦν ἁπλῶς τῇ αἱρέσει μὲ τοὺς
αἱρετικοὺς Λατίνους και τοὺς Μονοφυσίτες,
ἀλλὰ εἶναι οἱ ἴδιοι αἱρετικοὶ, γιατί
ἔργῳ τε καὶ λόγῳ, μὲ τὶς λειτουργικὲς
συμπροσευχές τους μὲ τοὺς αἱρετικοὺς,
καὶ μέ τὶς συγκρητιστικές τους
διακηρύξεις ἐπ᾿ ἐκκλησίαις, σὲ κάθε
περίστασιν, κηρρύσουν
τὴν φοβερώτερη ὅλων τῶν αἱρέσεων ὅλων
τῶν ἐποχῶν, τὴν
παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
καὶ τοῦ συγκρητισμοῦ, ποὺ εἶναι
ἄρνησις τῆς ὑποστάσεως τῆς Ἐκκλησίας
τοῦ Χριστοῦ, τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς
καὶ Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ὁ
μολυσμὸς τοῦ Ὀρθοδόξου θυσιαστηρίου
ἀπὸ
τὴν κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς.
Ὅποιος
μνημονεύει τὸν κηρύσσοντα αἵρεσιν
ἐπίσκοπον, κοινωνεῖ μὲ τὴν αἵρεσίν
του καὶ μολύνεται ἀπὸ τὴν αἵρεσιν,
ὄχι μόνον ἂν εἶναι ἱερεὺς ἀλλὰ καὶ
τὸ ποίμνιον πού τὸν ἀκολουθεῖ κι αὐτό
μολύνεται.
Γι
αὐτὸ ὁ
Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς
γράφει:
«Ὅλοι
ἀνεξαιρέτως οἱ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας,
ὅλες οἱ Θεῖες Γραφὲς μᾶς προτρέπουν
νὰ φεύγουμε τοὺς ἐτερόφρονας καὶ νὰ
μὴν ἔχουμε κοινωνία μὲ αὐτοὺς”.
(P.G.
99, 1049Α).
«Ἐπειδὴ
ἔχει μολυσμὸν ἡ κοινωνία καὶ μόνον
μὲ τὴν ἀναφορὰν τοῦ ὀνόματος,
-(σ. σ. : τοῦ αἱρετικοῦ Εἰκονομάχου δηλ.
ἐπισκόπου ἐπί Εἰκονομαχίας ἢ τοῦ
αἱρετικοῦ Οἰκουμενιστοῦ σήμερον)-,
ἔστω
καὶ ἂν εἶναι ὀρθόδοξος ὁ ἀναφέρων»
κατὰ τὸν Ἅγιον
Θεόδωρον τὸν Στουδίτην
(P.G.
99, 1669Α).
Καὶ
πάλιν ὁ
Ἅγιος
διδάσκει, ἀναφερόμενος στὸν Ἅγιο
Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο:
«Ὁ
Χρυσόστομος κατηγορηματικὰ καὶ μὲ
μεγάλη σαφήνεια δὲν θεώρησε μόνον
τοὺς αἱρετικοὺς ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ,
ἀλλὰ καὶ ἐκείνους πού κοινωνοῦν μὲ
αὐτούς”.
(P.G.
99, 1049 Α).
Καὶ
οἱ
Ἁγιορεῖτες Πατέρες,
γράφοντες πρὸς τὸν Λατινόφρονα
αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Παλαιολόγον,
ἀποφαίνονται:
«Καὶ
πῶς θὰ τὰ ἀνεχθῆ ἡ ψυχὴ τοῦ Ὀρθοδόξου
αὐτὰ καὶ δὲν θὰ χωρισθῆ ἀμέσως ἀπὸ
τὴν κοινωνία τῶν μνημονευσάντων, καὶ
πῶς δὲν θὰ τοὺς θεωρήση, ὅτι καπηλεύθηκαν
τὰ Θεῖα;... Διότι ἔχει μολυσμόν ἡ
κοινωνία καὶ μόνον ἀπὸ τὴν ἀναφορὰν
αὐτοῦ
(σ.σ. τοῦ Λατινόφρονος), ἔστω
καὶ ἂν εἶναι ὀρθὸδοξος ὁ ἀναφέρων».
(Βλ. Θεοδωρήτου Ἱερομονάχου, «Τό
ἀντίδοτον», Ἀθῆναι 1990, σελ. 148).
Καὶ
πάλιν ὁ
Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης
διδάσκει: «Φυλάξετε
ἀκόμη τοὺς ἑαυτούς σας ἀπὸ τὴν
ψυχοφθόρον αἵρεσιν τῆς ὁποῖας ἡ
κοινωνία εἶναι ἀποξένωσις ἀπὸ τὸν
Χριστὸν»
καὶ «Οἱ
μὲν
(σ.σ. αἱρετικοὶ) ναυάγησαν
ἐντελῶς εἰς τὴν πίστιν οἱ δέ, ἂν καὶ
δὲν κατεποντίσθησαν στὸ φρόνημα, ὅμως
χάνονται μαζὶ μὲ αὐτούς, ἐπειδὴ
κοινωνοῦν μὲ τὴν αἵρεσιν»!
(P.G.
99, 1275 C,
1164 A)
“Ἔχει
διορίσει γιὰ τοὺς ἱερωμένους πού ἔχουν
ἁλωθεῖ ἀπὸ τὴν κοινωνίαν μὲ τοὺς
αἱρετικοὺς νὰ ἐμποδίζωνται ἀπὸ τὸ
νὰ ἱερουργοῦν...
Διότι
διαφορετικὰ, πῶς θὰ φανῆ ἡ διαφορὰ
ἀνάμεσα σ᾿αὐτοὺς πού πρόδωσαν τὴν
ἀλήθεια καὶ σ᾿ αὐτοὺς πού ἔμειναν
ὀρθόδοξοι;
(σ.σ.
Πῶς
θά φανῆ ἡ διαφορά) ἀνάμεσα
σ᾿ αὐτοὺς πού μὲ γενναιότητα ἔχουν
ἀθλήσει (σ.
σ.
ὑπὲρ
τῆς Πίστεως)
καὶ
σ᾿ ἐκείνους πού καθόλου δὲν θέλησαν
νὰ πάθουν τὸ παραμικρὸ γιὰ τὸ καλό;...
(P.G.
1636 D
ἑξ.).
Ἂν
δεχθοῦμε αὐτοὺς πού κοινωνοῦν μὲ τὸ
κακόδοξο θυσιαστήριο τοῦ πατρ.
Βαρθολομαίου καὶ τοὺς μνημονεύοντες
αὐτόν, καὶ ἂν ποῦμε, ὅτι τάχα δὲν
ὑπάρχει κανένας κίνδυνος μολυσμοῦ,
τότε πότε καὶ ποιὸς θὰ κατορθώση νὰ
σταματήση τὴν πορεία τῶν κακοδόξων;
Πότε οἱ πιστοὶ θὰ ἀντιληφθοῦν, ὅτι
κηρύσσεται αἵρεσις προκειμένου νὰ
ἀντιδράσουν;
Καὶ
γι' αὐτὸ ὁ
Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός,
ἀπερίφραστα διδάσκει καὶ προτρέπει
στὴν ἀποτείχισι ἀκόμη καὶ στὸ τέλος
τῆς ζωῆς του μὲ τὴν διαθήκη του:
«Ὅπως
σὲ ὅλη μου τὴν ζωὴ ἤμουν διαχωρισμένος
ἀπὸ αὐτούς, ἔτσι καὶ τὸν καιρὸ τῆς
ἐξόδου μου καὶ ἐπίσης μετὰ τὴν ἀποδημία
μου, ἀποστρέφομαι τὴν σχέσιν καὶ ἕνωσιν
μαζί τους,
καὶ
σας ἐξορκίζω καὶ σᾶς παραγγέλλω κανένας
ἀπὸ αὐτοὺς νὰ μὴν πλησιάση στὴν
κηδεία μου ἢ στὰ μνημόσυνά μου ἢ σὲ
ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐκδήλωσιν τῆς δικῆς
μας μερίδος, ὥστε νὰ ἐπιχειρήσουν νὰ
συναχθοῦν ἀπὸ κοινοῦ ἢ νὰ συλλειτουργήσουν
μὲ τοὺς ἰδικούς μας.
Διότι
αὐτὸ θὰ σήμαινε νὰ ἀναμειχθοῦν αὐτὰ
πού δὲν ἀναμειγνύονται. Καὶ πρέπει
ἐκεινοι εἰς ὅλα νὰ εἶναι χωρισμένοι
ἀπὸ ἐμᾶς, μέχρις ὅτου δώσει ὁ Θεὸς
τὴν καλὴν διόρθωσιν καὶ εἰρήνην τῆς
Ἐκκλησίας Αὐτοῦ.
(Patrologia
Orientalis, Τόμος
25, σελ. 347, 348, Βέλγιο, 1973).