Εἰσαγωγή θεολογική στόν θεσμόν τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς. Ἡ δαφύλαξη τῆς ἱερωσύνης, ὡς πηγῆς τῆς χάριτος καί τῆς εὐλογίας στήν Ἐκκλησίαν
Δέν εἶναι μία νομικιστική θεώρηση ἀνάδειξης καί ἐπαλήθευσης τῆς ἁλυσίδας τῶν διαδοχικῶν χειροθεσιῶν ἡ Ἀποστολική Διαδοχή. Ἡ Διαδοχή ὡς ἀδιάσπαστοι κρίκοι μιᾶς ἁλυσίδας ἐπισκοπικῶν χειροθεσιῶν μπορεῖ νά ἀποδεικνύεται ἀπό χειρόγραφα καί καταλόγους μιᾶς Ἐκκλησίας, ὅτι ὄντως φτάνει, χωρίς καμμίαν διακοπήν, ἀπό τούς σημερινούς ἐπισκόπους μέχρι τούς Ἁγίους Ἀποστόλους. Μιά τέτοια διαδοχήν μπορεῖ νά ἰσχυριστεῖ, ὅτι ἔχει καί ὁ δυσεβής καί αἱρετικός Πάπας. Δέν ἀρκεῖ νά ὑπάρχουν μόνον ὁ χειροθετῶν, ὁ χειροθετούμενος καί ἡ σχετική τελετουργική πράξη! Ἐξυπακούεται, βέβαια, ὅτι πρέπει νά ὑπάρχει ἡ ἀδιάσπαστη ἁλυσίδα τῶν ἐπισκοπικῶν χειροθεσιῶν ἀπό τόν προηγούμενον ἐπίσκοπον στόν ἑπόμενον, πού ἀνάγουν τήν ἀρχήν τους στούς Ἁγίους Ἀποστόλους.
Χωρίς, ὅμως, νά ὑπάρχει τό παραδιδόμενον, ἡ πνευματική παρακαταθήκη στήν διάσταση τῆς ὀρθόδοξης καθολικότητάς της, ὅπως τήν βίωσε καί τήν προσδιόρισε διαχρονικά ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, μέ τήν ὁμολογίαν, τήν ἄσκηση, τόν ἀγῶνα καί τήν ὀρθόδοξη μυστηριακήν ζωήν τῆς χάριτος καί τῆς ἀληθείας, σύμφωνα μέ τήν Ἀποστολικήν Παράδοση, Ἀποστολική Διαδοχή δέν ὑπάρχει!
Τό παραδιδόμενον καί μεταβιβαζόμενον εἶναι ἡ πολύτιμη παρακαταθήκη τῆς καθολικῆς διαχρονικά καί διατοπικά ἀσκητικῆς, ὁμολογιακῆς καί μυστηριακῆς ἐμπειρίας τῆς Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας! Εἶναι ὁ θησαυρός ὁ ἀτίμητος τῆς δωρεᾶς τοῦ Παναγίου Πνεύματος, πού διαφυλάσσεται ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ στό πνευματικόν θησαυροφυλάκιον τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας! Εἶναι ἡ Ἀποστολική Πίστη, ἡ Ὀρθόδοξη πνευματική ἐμπειρία καί ζωή! Ἀποστολική διαδοχή καί Ἀποστολική Πίστη συγκροτοῦν τήν Ἀποστολικήν Παράδοση.
Πνευματική Παρακαταθήκη εἶναι ἡ ἐσωτερική μυστική μνήμη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί ἡ ἐμπειρία τῆς Χάριτος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ πνευματική αὐτή ἐμπειρία καί ἡ Χάρις ἀποκτήθηκε μέ τήν μετοχήν στήν ἀλήθειαν καί στήν ὁμολογίαν τῆς Πίστεως, τόσον τοῦ χειροτονοῦντος ὅσον καί τοῦ χειροτονομένου. Πιστοποιεῖται μέ τήν συμ-μετοχήν τοῦ βασιλείου ἱερατεύματος καί τοῦ κλήρου ὡς ἀληθής στήν ἐκλογήν τοῦ Ἐπισκόπου, ὅτι ὁ χειροτονούμενος εἶναι ὄντως μέτοχος αὐτῆς τῆς θεοπτικῆς ἐμπειρίας τῆς Χάριτος. Ἡ πνευματική κατάσταση τῶν μελλόντων ἐπισκόπων μαρτυρεῖται μέ τήν ἄσκητικήν τους ζωήν καί τήν ἐγκράτειαν, μέ τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπην καί τήν θυσιαστικήν προσ-φοράν, ἐνεργουμένου σ’ αὐτούς, πρό τῆς χειροτονίας τους, τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί συνεχιζόμενου κατά τήν διακονίαν τους, μετά τήν χε-ροτονίαν τους.
Ὡς πνευματική παρακαταθήκη ὁρίζεται ἡ μετοχή στό μυστήριον τοῦ Σταυροῦ, πού ἐνεργεῖται ἤδη στήν Παλαιάν Διαθήκην, ἀλλά φανερώνεται πλήρως στήν Καινήν, μετά τόν δοξασμόν τοῦ Κυρίου μας μέ τήν Σταύρωση καί τήν τριήμερη Ἀνάστασή Του! Εἶναι ἡ μετοχή στήν θέαν τοῦ ἀκτίστου φωτός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μας ἡ πνευματική παρακαταθήκη, πού δηλοποιεῖ ὡς Προφήτην τόν Ἐπίσκοπον, ὡς ἀληθῆ διάδοχον τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Αὐτή ἠ μυστική ἀντίληψη τῆς μυστηριακῆς ἐμπειρίας καί τῆς πνευματικῆς γνώσης, ἀλλά καί ἡ ἐπίγνωση τῆς καθολικότητας τοῦ μυστηρίου τῆς συνέχειας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί τῆς Παραδόσεως ἐν ἁγίῳ Πνεύματι στό πρόσωπον τοῦ Ἐπισκόπου, εἶναι ἡ βασικότερη προϋπόθεση γιά τήν ἐκλογήν ἑνός προσώπου ὡς διαδόχου τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων!
Μετοχήν στήν θέαν τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ ἐν δόξῃ καί ἀντίληψη τῆς μυστηριακῆς ἐμπειρίας τοῦ πνευματικοῦ πυρός τῆς Πεντηκοστῆς εἶχαν οἱ Ἀπόστολοι, ἔχουν οἱ Ἅγιοι καί οἱ διάδοχοι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ Προφῆτες, ὅπως τούς ἱεραρχεῖ ὁ Μέγας Παῦλος!
Ὁ ἐπίσκοπος ὡς θεόπτης
Τοιαύτην ἐμπειρίαν τῆς θέας τοῦ Χριστοῦ μας ἀναστημένου εἶχαν οἱ ἅγιοι καί θαυματουργοί Νικόλαοι καί Σπυρίδωνες, χωρίς νά ἔχουν τήν θύραθεν σοφίαν. Θεωρίαν Θεοῦ καί παράλληλα θεολογικήν ἐπιστημονικήν γνώση εἶχαν οἱ Γρηγόριοι οἱ Θεολόγοι καί οἱ Βασίλειοι, οἱ Χρυσόστομοι, οἱ Ἀνατόλιοι καί οἱ Ταράσιοι, οἱ Φώτιοι καί οἱ Μᾶρκοι οἱ Εὐγενικοί, οἱ Μελέτιοι Πηγάδες καί οἱ Νεκτάριοι Πενταπόλεως. Στούς ἔσχατους δέ καιρούς ὁ Ἰωάννης Μαξίμοβιτς καί ὁ Μέγας Φιλάρετος τῆς Ρωσσικῆς Διασπορᾶς καί ὁ ἅγιος πρώην Φλωρίνης, ἅγιοι πού ἔφτασαν μέχρις ἡμῶν. Τοιοῦτοι ὀφείλουν νά εἶναι οἱ Ἐπίσκοποι.
Ἡ γνώση καί ἡ ἐπίγνωση, ὡστόσον, τῆς καθολικότητας τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῆς θεόπνευστης Βίβλου καί τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῶν Οἰκουμενικῶν καί Παν-ορθοδόξων Συνόδων, πού τήν διασφαλίζουν, ἀποκτᾶται ἀπό τούς πολλούς, πού μέλλουν νά χειροτονηθοῦν πρωτίστως μέν μέ τήν ἀσκητικοπνευματικήν ζωήν, ἀλλά δευτερευόντως καί μέ τήν σπουδήν τῆς Θεολογικῆς Ἐπιστήμης καί τήν συστηματικήν σέ βάθος μελέτην τῶν Πατέρων καί τῶν Πρακτικῶν καί ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Οἱ Ἐπίσκοποι ὀφείλουν νά εἶναι γνῶστες καί ἑρμηνευτές τῆς ἀπκεκαλυμμένης ἀλήθειας, γιά νά μποροῦν νά διδάσκουν τό ποίμνιόν τους, ὅπως ὁρίζουν οἱ Ἱεροί Κανόνες![1]
Ἡ Ἐκκλησιαστική Παράδοση, σεβόμενη τούς Ἱερούς Κανόνες ἐξ ἀρχῆς ἵδρυσεν Σχολές, Ἀκαδημίες Μονές καί σ’ αὐτές σπούδαζαν οἱ μέλλοντες νά ἱερωθοῦν. Τέτοιες σχολές ἦσαν ἡ Μαγναύρα, ἡ Μονή Στουδίου, ἡ Χάλκη, ἡ Ἀθωνιάδα, ἡ Θεολογική Ἀθηνῶν καί πολλές ἄλλες πανεπιστημιακές σχολές στήν συνέχειαν. Ἀλλά καί ἡ Πολιτεία ζητοῦσεν ἐξ ἀρχῆς γιά τούς Ἀρχιερεῖς, νά εἶναι κάτοχοι τοιούτων πτυχίων, γιά νά ἀποκτοῦν Ἐκκλησιαστικήν συνείδηση, ὅπως δίδασκεν καί ὁ ἀείμνηστος Ποιμενάρχης μας ἅγιος πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος. Καί γιαὐτόν τόν λόγον δέν προέβη σέ χειροτονίες Ἀρχιερέων, παρά τίς πιέσεις πού ὑφίστατο.[2]
Ἡ καθολικότητα, ἡ ἀποστολικότητα καί ἡ ἁγιότητα στήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς χειροτονίας, δέν πιστοποιοῦνται, ἑπομένως, νομικά ἤ ρητορικά μέ τήν ἁπλῆν βεβαίωση μιᾶς συμμαρτυρίας, ἑνός χειροτονητήριου λόγου καί τήν χειροθεσίαν. Πιστοποιοῦνται οὐσιαστικά καί μυστηριακά μέ τήν συμμετοχήν τοῦ βασιλείου ἱερατεύματος, τοῦ ἔθνους τοῦ ἁγίου, τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τόσον κατά τήν ἐκλογήν τοῦ Ἐπισκόπου, ὅσον καί κατά τήν χειροτονίαν του ὡς διαδόχου τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, πού ἔχει τελειωθεῖ σέ δεύτερον στάδιον ἀπό τήν ψῆφον καί τήν χειροτονίαν ἀπό τό σύνολον τῶν Ἐπισκόπων!
Ἡ Ἀποστολική Διαδοχή, ἑπομένως, στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησίαν δέν ἐννοεῖται οὔτε ἐμφανίζεται μόνον ὡς μία στεῖρα ἁλυσίδα σειρᾶς ἐπισκόπων, ὡς διαδοχή ἐπισκοπικῶν χειροθεσιῶν ἀπό τόν ἕνα ἐπίσκοπον στόν ἄλλον, πού φθάνει μέχρι τούς Ἀποστόλους. Ἡ Ἀποστολικότητα τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐξαντλεῖται μέ τό ἀδιάσπαστον αὐτῆς τῆς διαδοχῆς ἀπό τούς Ἀποστόλους μέχρι σήμερα. Ἡ Ἀποστολική Διαδοχή δέν εἶναι δυνατόν νά χωριστεῖ ἀπό τήν Ἀποστολικήν Παράδοση. Ἡ ἀδιάσπαστη διαδοχή τῶν χειροθεσιῶν ἀπό τούς Ἀποστόλους στούς Ἐπισκόπους μέχρι σήμερα λειτουργεῖ ὡς τό ὄχημα τῆς μετάδοσης τῆς Ἀποστολικῆς Παράδοσης, τῆς παρακαταθήκης τῆς Ὁμολογίας τῆς ὀρθῆς Πίστεως καί τῆς ἀσκητικοπνευματικῆς ζωῆς. Ἡ Ἀποστολική Παράδοση περιφρουρεῖ τούς Ἱερούς Κανόνες, τούς Ὅρους καί τά Σύμβολα τῶν Οἰκουμενικῶν καί τῶν Πανορθοδόξων Συνόδων, πού ἐκφράζουν, καί ἐξασφαλίζουν τό ἀδιάσπαστον ρεῦμα τῆς ὀρθόδοξης πνευματικῆς ζωῆς, ἡ ὁποία ξεκινάει ἀπό τό Ὑπερῶον καί φθάνει μέχρις ἡμῶν.
Ἡ Ἀποστολική Παράδοση
Ἡ Ἀποστολική Παράδοση, δέν εἶναι μία ἱστορική ἀνάμνηση, οὔτε πιστότητα στήν Παράδοση σημαίνει ἁπλά μίαν πεισματικήν ἐμμονήν σέ ὅ,τι εἶναι ἀρχαῖον. Ἡ Παράδοση δέν εἶναι Ἐκκλησιαστική ἀρχαιολογία, ἀλλά πνευματική ζωή. Εἶναι ἡ ἐσωτερική μυστική καί ζῶσα μνήμη τῆς Ἐκκλησίας, πού ἐκφράζεται ρητά ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες, τούς Ὅρους καί τά Σύμβολα. Ἡ Ἐκκλησία ὡς τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἑρμηνεύει τά Σύμβολα καί ἐφαρμόζει τούς Κανονες ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, μέ τούς θεόπτες ἁγίους Πατέρες καί τούς ἀγωνιζομένους ἐκείνους ὁμολογητές τῆς Πίστεως καί Πατέρες πού ἔχουν θεωρίαν καί μετοχήν στήν δόξαν τοῦ Θεοῦ.
Ἡ πιστότητα, στήν Ἀποστολικήν Παράδοση δέν εἶναι πιστότητα στήν ἀρχαιότητα, ἀλλά εἶναι ἕνας ζωντανός δεσμός μέ ὅλην τήν πληρότητα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ἡ πληρότητα στήν Παράδοση σημαίνει συμμετοχήν στήν Πεντηκοστήν, σημαίνει ὁλοκλήρωση τῆς Πεντη-κοστῆς –«ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν» (Ἰωάν.16:13).
Ἡ Παράδοση εἶναι μία προοδευτική καί ὁδηγητική ἀρχή -ἡ ἀρχή τῆς ζωῆς καί τῆς πνευματικῆς ἀναπτύξεως. Οἱ Ἀποστολικοί χρόνοι δέν εἶναι ἁπλά ἕνα ἀντικειμενικόν ὑπόδειγμα γιά μίμηση καί ἐπανάληψη, ἀλλά εἶναι μία αἰωνίως ἀνανεούμενη πηγή ἤ ἐμπειρία καί ζωή μέσα στήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, στό φῶς τῆς Πεντηκοστῆς.
Παράδοση εἶναι ἡ ἐξουσία νά διδάσκει κανείς, νά ὁμολογεῖ, νά δίνει μαρτυρίαν καί νά κηρύσσει, στηριζόμενος στό βάθος τῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία παραμένει πάντα ἡ ἴδια καί ἀναλλοίωτη. Αὐτή ἡ ἐξουσία τοῦ διδάσκειν περιλαμβάνεται στήν Ἀποστολικήν Διαδοχήν καί στηρίζεται σ’ αὐτήν. Ἡ ἐξουσία τοῦ διδάσκειν παρέχεται ἀκριβῶς στούς Ἐπισκόπους. Εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν ἀποστολική ἐξουσία.
Βέβαια ἡ ἱεραρχία διδάσκει ὡς ὄργανον τῆς Ἐκκλησίας. Ἑπομένως, δεσμεύεται ἀπό τήν συναίνεση τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι τόσον ἀπό τήν ἄποψη τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου, ὅσον ἀπό τήν ἄποψη τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί μαρτυρίας.
Καί ὄχι μόνον τό ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης, ἀλλά καί ἡ ἱερατική δικαιοδοσία εἶναι ἐνεργούμενα μέσα στήν Χάρη τῆς ἀλήθειας τῆς ζωοποιοῦ Παρα-δόσεως καί τῆς συνέχειας τῆς ἐσωτερικῆς καί μυστικῆς μνήμης τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἱερατική δικαιοδοσία εἶναι ἀναπόσπαστα συνδεδεμένη μέ ἕνα ἐπί μέρους σῶμα μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἑπομένως, χωρίς αὐτήν τήν δικαιο-δοσίαν, δηλ. στηριζόμενος ὁ ἐπίσκοπος μόνον στήν αὐτάρκειαν τοῦ ἐπισκοπικοῦ βαθμοῦ δέν μπορεῖ νά χειροτονήσει ἄλλον ἐπίσκοπον ἔγκυρα ἐν ἁγίῳ Πνεύματι καί κατά Θεόν, χωρίς τήν ἐκλογήν τοῦ μέλλοντος νά χειροτονηθεῖ καί ἀπό τόν λαόν πού θά ποιμάνει. Μία τέτοια χειροτονία εἶναι ὄχι μόνον ἄθεσμη, κατά τήν Ἁγίαν Δ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον, ἀλλά εἶναι καί μυστηριακά ἐλλιπής.
Κάθε παράβαση τῆς ζῶσας Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Ἱερῶν Κανόνων σημαίνει καί ἀπώλειαν τῆς χάριτος, δηλ. σημαίνει ἀπομόνωση, ἀλλοτρίωση, ἀπόρριψη, παραμέληση τῆς μυστηριακῆς ὑποστάσεως τῆς Ἐκκλησίας, στένεμα τῆς ἀντιλήψεως περί Αὐτῆς, καί τελικά μείωση τῆς ἀγάπης!
Γιατί, ἀκριβῶς, ἡ Ἀποστολική Διαδοχή καθιερώθηκε γιά χάρη τῆς ἑνότητας καί καθολικότητας καί δέν πρέπει ποτέ νά γίνει μέσον χωρισμοῦ καί διαίρεσης.
Ἐπειδή αὐτή ἡ συσσωρευμένη γνώση καί ἐμπειρία τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας παραθεωρήθηκε, καί κυριάρχησε ἡ νομικιστική θεώρηση τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς καί ἔλλειπαν οἱ οὐσιαστικές προϋποθέσεις της, σύμφωνα μέ ὅσα ἀναλύθηκαν μέχρι τώρα, γιαυτό συνέβησαν σχίσματα στόν χῶρον τῆς ἀγωνιζομένης Ὀρθοδοξίας.
Ἡ ἱεραρχία ἀποκτᾶ τά διδακτικά της δικαιώματα ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὡς χάρισμα Ἀληθείας, σύμφωνα μέ τόν Ἅγιον Εἰρηναῖον, κατά τό μυστήριον τῆς χειροτονίας. Ὡστόσον ὁ ἐπίσκοπος ἔχει τήν ἐξουσίαν νά διδάσκει μόνον μέσα στήν Ἐκκλησίαν, μόνον μέσα στήν καθολικότητα τοῦ λαοῦ του καί τοῦ ποιμνίου του πού τόν ἐξέλεξεν. Παίρνει, βέβαια, τήν ἐξουσίαν καί ἁρμοδιότητα νά διδάσκει ἀπό τόν ἵδιον τόν Χριστόν μας, στήν διακονίαν τῆς διδασκαλίας τοῦ Ὁποίου συμμετέχει διά μέσου τῆς χάριτος τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς. Ἀλλά ἡ ἐξουσία νά εἶναι ἡ καρδιά τοῦ λαοῦ του, δίνεται σ’ αὐτόν ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τόν λαόν καί τόν κλῆρον, καί ἑπομένως καί ὁ λαός ἔχει δικαίωμα καί καθῆκον νά μαρτυρεῖ, νά συναινεῖ ἀλλά καί νά ἀρνεῖται τήν συναίνεσή του, στήν ἀναζήτηση τῆς πλήρους ὁμοφωνίας καί τῆς πληρότητας τῆς καθολικότητας.
Ἐάν δέ ὁ ἐπίσκοπος παρεκκλίνει ἀπό τό καθολικόν δόγμα καί δέν ἐκφράζει τήν καθολικήν πίστη καί ἐμπειρίαν, ὁ λαός τόν καθαιρεῖ, ἀποδεικνύοντας αὐτόν ὡς ψευδεπίσκοπον καί ψευδοδιδάσκαλον, ἀποτειχίζοντάς τον καί διακόπτοντας τήν κοινωνίαν μαζί του, κατά τόν ιε΄ τῆς ΑΒ΄ Συνόδου![3]
Μέ βάση αὐτές τίς θεολογικές ἀρχές εἶναι δυνατόν νά προχωρήσουμε καί νά δοῦμε τήν Ἀποστολικήν Διαδοχήν στήν πραγματικήν της θεολογικήν καί πνευματικήν της διάσταση, παίρνοντας ὡς βάση τίς ἀρχές καί τούς Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τήν διαχρονικήν συνείδηση τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.
Χειροτονεῖται, ἑπομένως, ὡς Ἐπίσκοπος, διάδοχος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὁ Προφήτης[4], ἐκεῖνος πού μετέχει στήν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔχει θέαν Θεοῦ, ὁ Θεόπτης! Ἐκεῖνος πού πέρασεν ἀπό τό στάδιον τῆς κάθαρσης καί ἔφτασεν τοὔλάχιστον στό στάδιον τοῦ φωτισμοῦ καί, εἰ δυνατόν, στήν θέαν τῆς Δόξης τοῦ Θεοῦ, τῆς θεώσεως!
Οἱ Ἅγιοι Φιλάρετος, Νέας Ὑόρκης καί Ἀνδρέας, Νέου Ντιβέγιεβο
Αὐτοί πού ἔχουν ἀξιωθεῖ τῆς θέας τοῦ Θεοῦ, ἤ τοὔλάχιστον βρίσκονται στό στάδιον τοῦ φωτισμοῦ ἀναγνωρίζονται ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ἐκλεγόμενοι ἀπό τόν λαόν τοῦ Θεοῦ, τό βασίλειον ἱεράτευμα, πού θά ποιμάνουν.
Ἔχουν, πρῶτον, τό σύμψηφον τοῦ λαοῦ καί δεύτερον τοῦ κλήρου καί τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκολουθεῖ ἡ χειροτονία τους ὡς Ἐπισκόπων καί ἡ ἐγκατάστασή τους στήν ἐπισκοπήν γιά τήν ὁποίαν ἐξελέγησαν.
Ἐπίσκοποι, κατά τά ἐκτεθέντα, ὀφείλει νά γίνονται ἐκεῖνοι πού συμμετέχουν στήν πληρότητα τῆς Πεντηκοστῆς. Ἐκεῖνοι πού εἶναι ἀληθινοί θεολόγοι μέ τήν οὐσιαστικήν ἔννοιαν τοῦ ὅρου, ἐκεῖνοι πού ἔχουν θέαν Θεοῦ, πού δέν θέτουν θεμέλιον τῆς θεολογίας τους καί τῆς διδασκαλίας τους κάποιαν μεταφυσικήν σκέψη ἤ κάποιον φιλοσοφικόν στοχασμόν περί Θεοῦ, ἀλλά εἶναι ἐκφραστές τῆς ἀσκητικῆς καί θεοπτικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή, ἀκριβῶς, γνωρίζουμε, ὅτι «Θεόν φράσαι ἀδύνατον, νοῆσαι δέ ἀδυνατότερον» κατά τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Θεολόγον. Ἀπόστολος εἶναι ὁ ἑωρακώς τόν Χριστόν ἀναστημένον ἐν δόξῃ καί ὁ διάδοχός του εἶναι ὁ Προφήτης, ὁ ἔχων θέαν Θεοῦ, ὁ ἐπίσκοπος μέ τήν πνευματικήν καί τήν πλήρη θεολογικήν ἔννοιαν, πού εἶναι φορέας τῆς ὁλότητας τῆς Παραδόσεως, τῆς Ὀρθόδοξης Πίστεως καί τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ ἐπίσκοπος ὡς θεολόγος
Ὁ Θεούμενος, ἤ ὁ βρισκόμενος τοὔλάχιστον στό στάδιον τοῦ θείου φωτισμοῦ δέν ἔχει κωλύματα ἱερωσύνης, ἀλλά δέν ἔχει καί κωλύματα, λόγῳ ἐλλείψεως θεμελιωδῶν θεολογικῶν γνώσεων καί ἀρχῶν τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας, ὅπως τίς διατύπωσαν οἱ Πατέρες καί οἱ μεγάλοι Θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας:
Ὅτι, τό κακόν δέν προέρχεται ἀπό τόν Θεόν.
Ὅτι τό προπατορικόν ἁμάρτημα δέν συνίσταται στήν κληρονομίαν τῆς ἐνοχῆς τῶν Πρτοπλάστων.
Ὅτι δέν ἐπλήγη ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ μέ τήν παρακοήν τῶν Πρωτοπλάστων.
Ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι τιμωρός, δέν ἐκδικεῖται, δέν ὀργίζεται καί δέν εἶναι ἐχθρός τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι δημιουργός τοῦ θανάτου.
Ὅτι δέν ἱκανοποιεῖται ὁ Θεός οὔτε μέ δῶρα, οὔτε μέ τά ἔργα τῆς πεπτωκυίας ἀνθρωπίνης φύσεως, μέ τά ὁποῖα δῆθεν ἀποκαθίσταται ἡ τρωθεῖσα ἀπό τήν ἀποστασίαν δικαιοσύνην του.
Ὅτι ἀντίκειται στήν φύσιν τοῦ Θεοῦ ἡ δημιουργία τῆς κολάσεως.
Ὅτι δέν ὑπάρχει καθαρτήριον πῦρ.
Ὅτι στήν παλιγεννεσίαν θά ἀποκατασταθεῖ ἡ ἀνθρώπινη φύσις, ἀλλά ὄχι καί ἡ θέληση.
Ὅτι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ Χριστοποίησή του, μέ τήν μετοχήν στήν δόξαν τοῦ Χριστοῦ.
Ὅτι ἡ ἀκαδημαϊκή θεολογική σκέψη τοῦ 19ου καί τῶν ἀρχῶν μέχρι καί τῶν μέσων τοῦ 20ου αἰῶνα ἦταν βαθιά ἐπηρεασμένη ἀπό τήν Παπικήν θεολογίαν.
Ἡ Νεστοριανική αἵρεση τῶν δύο ἁγιοτήτων τοῦ Χριστοῦ
Ὄχι τόσον ὁ Ἀνδροῦτσος ὅσον, κυρίως, ὁ Τρεμπέλας ὑπῆρξαν θιασῶτες τῆς σχολαστικῆς θεολογίας τῶν Δυτικῶν. Ὁ Ἀνδροῦτσος ἦταν, βασικά, ἀντίθετος στόν Αὐγουστῖνον καί στόν Ἀκυνάτην. Ὡστόσον, πρέπει νά σημειωθεῖ, ὅτι ὁ Ἀνδροῦτσος ἤδη, τό 1930. καταβαράθρωσε τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος μέ γνωμάτευσή του ὑπέρ τῆς «ὀρθοδοξίας» τοῦ Τρεμπέλα, μέ τήν ὁποίαν ἡ Ἑλλαδική Ἐκκλησία υἱοθέτησε συνοδικά τόν Νεστοριανισμόν, προκειμένου νά περισώσει τήν ὑπόληψη τοῦ Τρεμπέλα, ὥστε νά μήν καταδικαστεῖ ὡς αἱρετικός γιά τό δόγμα τῆς διπλῆς ἁγιότητας τοῦ Χριστοῦ[5]. Ὁ Τρεμπέλας κατηγορήθηκε γιά Νεστοριανισμόν ἀπό τούς Σωτήριον Κυριαζόπουλον καί Ἰωάννην Ἀρνέλον, οἱ ὁποῖοι κατέθεσαν ἔγγραφη μήνυση στήν Ἱεράν Σύνοδον, πού ζήτησε γνωμάτευση τοῦ Ἀνδρούτσου. Αὐτός κάλυψε τόν Τρεμπέλαν καί ἡ Σύνοδος ἀπέρριψεν τίς ὀρθές κατηγορίες ἐναντίον του. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδας οὐδέποτε ἀπέπτυσε τήν Νεστοριανικήν αὐτήν κακοδοξίαν, πού συνοδικά υἱοθετήθηκεν τό 1930. Ἀποτελεῖ μέχρι σήμερα τήν μοναδικήν «ὀρθόδοξη» "ἐκκλησίαν"; πού υἱοθέτησε πλήρως Νεστοριανικήν διδασκαλίαν, μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, χωρίς αὐτή νά ἀναιρεθεῖ.
Συγκεκριμένα, ὁ καθηγητὴς Παναγιώτης Τρεμπέλας τὸν περασμένον αἰῶνα δίδαξε τὴν αἵρεση, ὅτι ὁ Χριστὸς κατώρθωσε νὰ μὴν ἁμαρτήσει κατόπιν σκληροῦ ἀγῶνα! Δηλ. δέχονταν ὕπαρξη δύο ἁγιοτήτων στὸ Χριστὸν[6]. Εἶναι αὐτὸ ποὺ δέχονταν καὶ ὁ Ν. Καζαντζάκης, γιὰ τοὺς "πειρασμοὺς" τοῦ Χριστοῦ!
Τὴν κακοδοξίαν αὐτὴν τῶν «δύο ἁγιοτήτων» τοῦ Κυρίου κατήγγειλαν στὴν Σύνοδον τοῦ Νέου Ἡμερολογίου τὸ 1929 οἱ ἀνωτέρω Θεολόγοι. Ἡ Σύνοδος ἀνέθεσε στὸν καθηγητὴν Χρῆστον Ἀνδροῦτσον, νὰ μελετήσει τὴν καταγγελίαν, ὁ ὁποῖος ὑπέβαλεν σ’ αὐτὴν τὴν ἀπὸ 22 Μαΐου 1930 ἔκθεση, στὴν ὁποίαν μεταξὺ ἄλλων ἔλεγε:
«Ἡ διάκρισις διπλῆς ἁγιότητος ἐν τῷ Ἰησοῦ Χριστῷ, θείας καὶ ἀνθρωπίνης, ἧς ἔχεται ὁ Π. Τρεμπέλας, οὐδὲν ἔχει τὸ δογματικῶς ἐπιλήψιμον. Ἀποδεχόμενοι οἱ πιστοὶ δύο θελήσεις ἐν τῷ Ἰησοῦ Χριστῷ, εἴμεθα ἠναγκασμένοι νὰ συναποδεχθῶμεν καὶ δύο ἁγιότητας, τὴν θείαν καὶ τὴν καθαρῶς ἀνθρωπίνην, διότι ἡ ἁγιότης οὖσα ἠθικὴ ἰδιότης ἀναφέρεται κυρίως καὶ κατ’ ἐξοχὴν εἰς τὴν θέλησιν. Ἀποδεχόμενοι δὲ ἐξ ἴσου τὸ ὑπὸ τῆς ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῆς Συνόδου διατυπωθὲν δόγμα, ὅτι ἐν τῇ ὑποστατικῇ ἑνώσει τῶν δύο φύσεων ἡ σὰρξ τοῦ Κυρίου θεουμένη λαμβάνει δῶρα ἐξ αὐτῆς, (τῆς ὑποστατικὴς ἑνώσεως), ἐννοοῦμεν φυσικῶς τὰ δῶρα τὰ προσιτὰ τῇ πεπερασμένῃ φύσει μέχρι τοῦ ὑψίστου καὶ ἐφικτοῦ βαθμοῦ ἐξικνούμενα, οὐχὶ δὲ καὶ θείας ἰδιότητας, δι’ ὧν αὕτη ἐξίσταται τῆς οἰκείας φύσεως. Ἡ ἁγιότης τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀνθρώπου δὲν δύναται νὰ ἐξισωθῆ πρὸς τὴν θείαν ἁγιότητα καὶ πηγὴν παντὸς ἀγαθοῦ... Οἱ περὶ τὰ θεολογικὰ ἀσχολούμενοι γινώσκουσιν, ὅτι οὐδεμία θεία ἰδιότης δύναται νὰ μεταδοθῆ εἰς τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν αὐτήν, γιὰ τὸν ἁπλούστατον λόγον, διότι αὕτη μὲν εἶναι ἄπειρος, ἡ δὲ ἀνθρωπίνη φύσις πεπερασμένη...» Ἡ Σύνοδος τῆς κρατικῆς Ἐκκλησίας ἀποδέχτηκε τὴν κακόδοξη Ἔκθεση τοῦ καθηγητῆ Χρήστου Ἀνδρούτσου! Ἔτσι, κατέστη ἡ ἴδια αἱρετική![7]
Ἀλλά, καὶ τὸ 1970, ποὺ ἡ Σύνοδος ὁλόκληρης τῆς Ἱεραρχίας τῆς Νεοημερολογίτικης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀφόρισε τὴν γνωστὴν Ἡγουμένην τῆς Κοζάνης Μαγδαληνήν, στὸ ἀφοριστικὸν ἔγγραφόν της, λέγει γιὰ τὴν Μαγδαληνὴν, ὅτι «....μονοφυσιτισμὸν ἐνόσησεν καὶ μονοθελητισμὸν καὶ μονοενεργητισμόν, μίαν αἰρετιζόντως ἐπὶ τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας, Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἀντεισαγαγοῦσαν ἁγιότητα καὶ μίαν θέλησιν καὶ μίαν ἐνέργειαν».
Ὑποστηρίζει, δηλ ἡ Ἱεραρχία τῆς Νεοημερολογίτικης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅτι δῆθεν ἡ Μαγδαληνὴ «ἀντεισήγαγεν» τὴν «μίαν ἁγιότητα» τοῦ Χριστοῦ! Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέχονταν τάχα πάντοτε τίς «δύο ἁγιότητες» τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἦρθε τώρα ἡ Ἡγουμένη Μαγδαληνή, καὶ «ἀντεισήγαγεν» τὴν «μίαν ἁγιότητα»! Ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι μεγάλο ψέμμα!
Ποτὲ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δὲν δέχτηκε τὴν κακοδοξίαν αὐτὴν τῶν «δύο ἁγιοτήτων» τοῦ Χριστοῦ! Κανένας ἀπό τοὺς ἁγίους Πατέρες δὲν δίδαξεν κάτι τέτοιο! Ἀπεναντίας, μὲ τὰ ὅσα διδάσκουν, δέχονται τὴν «μίαν ἁγιότητά» Του! Καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι Μονοφυσιτισμός, ὅπως κακόδοξα διδάσκει ἡ Σύνοδος τοῦ Νέου Ἡμερολογίου. Ἡ κακοδοξία αὐτὴ ὑποστηρίχτηκε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ 1930 ἀπὸ τὴν Νέοημερολογίτικη Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ τοὺς δύο καθηγητὲς τῆς θεολογίας! Ἡ Ὀρθόδοξή μας Ἐκκλησία, τό 1998 (29.09), ὑπό τόν ἀείμνηστον Ἀρχιεπίσκοπόν μας Χρυσόστομον τόν Β΄, ἀναθεμάτισεν τήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλά καί ἐκφώνησε τό ἀνάθεμα: «τοῖς λέγουσι, ὅτι ὁ Χριστός εἶχεν δύο ἁγιότητας, θείαν τε καί ἀνθρωπίνην, καί ὅτι προέκοπτε ἡ ἀνθρωπίνη ἁγιότης Αὐτοῦ, ἀνάθεμα».
Ἡ ληστρική ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης
Ἡ ληστρική ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης δέν κατέγνωσε οὐδεμίαν ὑφισταμένην αἵρεση στίς μέρες μας, παραβιάζουσα προδήλως
τόν λζ΄ Κανόνα τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων:
«Δεύτερον τοῦ ἔτους σύνοδος γινέσθω, τῶν ἐπισκόπων καί ἀνακρινέτωσαν ἀλλήλως τά δόγματα τῆς εὐσεβείας καί τάς ἐμπιπτούσας ἐκκλησιαστικάς ἀντιλογίας διαλυέτωσαν», πού ἔχει Οἰκουμενικήν ἐπικύρωση ἀπό τόν β΄ τῆς Ἕκτης καί τόν α΄ τῆς Ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς.
Κείμενον - διακήρυξη,
μέ τό ὁποῖον λεπτομερῶς καί θεολογικά ἐξαντλητικά κατάδικάζουμε ὡς Ἕνωση Ὀρθοδόξων Ἐπιστημόνων καί ὡς τοπική Ἐκκλησία τῆς Πάτρας, ἀλλά καί ταυτόχρονα ἀναθεματίζουμε τίς ἀντίθετες πρός τά δόγματα καί τήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας μας ἀποφάσεις τῆς ληστρικῆς ψευδοσυνόδου τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης, αἰτούμενοι καί τήν ἐκ μέρους τῆς Ἱερᾶς μας Συνόδου καταδίκην καί τόν ἀναθεματισμόν ὅλων τῶν ἀθέσμως καί ληστρικῶς ἀποφασισθέντων στήν ψευδο-«πανορθόδοξη» αὐτήν Σύνοδον.
Στήν ἀπόφαση αὐτήν ὁδηγηθήκαμε, νομιμοποιούμενοι καί πνευματικῶς ὑπο- χρεούμενοι ἀπό τήν ἀπόφαση τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τό 1848, καθότι κατά τούς Πατέρες μας: «παρ᾽ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησαν ποτὲ εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστίν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ».
Ὑποχρεούμαστε καί νομιμοποιούμαστε νά καταδικά-σουμε καί νά ἀναθεματίσουμε τίς ἀποφάσεις τῆς ληστρικῆς αὐτῆς Συνόδου, κατὰ τὴν Ε΄ Οἰκουμενικήν καὶ τὸν Ὅρον της, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖον, ἐάν δέν τό κάνουμε, εἴμαστε καὶ ἡμεῖς ὑπὸ ἀνάθεμα.
Ὅπως εἶναι γνωστόν τοῖς πᾶσιν, δέν ἐπαφίεται τὸ δικαίωμα τῆς καταδίκης καὶ τοῦ ἀναθεματισμοῦ κάθε αἱρέσεως καὶ ἑτεροδιδασκαλίας μόνον στοὺς Ἀρχιερεῖς, ἀλλὰ ἐπιβάλλεται ὡς ὑποχρέωση σὲ ὅλους τούς πιστοὺς ὅλων τῶν αἰώνων καὶ πάντοτε, καὶ δὴ στοὺς ἱερεῖς, στούς κανονικούς καὶ στοὺς δοκοῦντας εἶναί τι, κατὰ τὸν Μέγαν Ὁμολογητὴν Θεόδωρον τόν Στουδίτην. Πόσον μᾶλλον αὐτὸ ἐπιβάλλεται ὡς ὑποχρέωση μετά ἀπὸ ἑκατὸν χρόνια Καινοτομίας καὶ βλασφημίας κατὰ τοῦ Παναγίου Πνεύματος, κατὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων μας, τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας καὶ τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεώς μας.
Πολύ περισσότερον ἔχουμε δικαίωμα, ἅμα καί ὑποχρέωση ἀναθεματισμοῦ κάθε αἱρέσεως καί δή τοῦ Οἰκουμενισμοῦ,
μετά τίς καταδικαστικές ἀποφάσεις
-τῆς Συνόδου τοῦ Μεγάλου Μητροπολίτου καί Ἁγίου Φιλαρέτου, τό 1983 στό Μόντρεαλ τοῦ Καναδᾶ,
-μετά τήν καταδίκην τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὑπό τῆς Ἱερᾶς μας Συνόδου, τό 1998 ὑπό τόν μακαριστόν Ἀρχιεπίσκοπόν μας κυρόν Χρυσόστομον τόν Β΄, καί
-μετά τήν ἀντίστοιχη καταδίκην τῆς Ρουμανικῆς Ἐκκλησίας ὑπό τόν Μητροπολίτην Βλάσιον.
Ἡ διδασκαλία τοῦ μεγάλου Ἁγίου μας Ἰωάννη τοῦ Μαξίμοβιτς εἶναι γιά τό θέμα μας, ἐπίσης, καταλυτική:
Στούς ἔσχατους καιρούς κάθε πιστός Ὀρθόδοξος χριστιανός εἶναι ὑπεύθυνος γιά ὅλην τήν Ἐκκλησίαν!!!
Πόσον μᾶλλον, ὅταν ὁ Οἰκουμενιστής «πατριάρχης» Βαρθολομαῖος μέ τούς συνυπογράψαντες τά ἄθεσμα ἀποφασισθέντα ἐν Κολυμπαρίῳ τῆς Κρήτης τά ἐπιβάλλει μέ ἐγκύκλιόν του ὡς ὑποχρεωτικά καί δεσμευτικά γιά ὅλη τήν Ὀρθοδοξίαν, ἀκόμη καί γι' αὐτούς ... πού δέν τά ὑπέγραψαν καί ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἐκκλησιοποιήθηκε καί διακηρύχθηκε συνοδικά καί πανορθοδόξως.
Ἐφ’ ὅσον ἐπανεμφανίζονται δημόσια οἱ διάφοροι αἱρετικοί Νεοημερολογίτες καί Οἰκουμενιστές καί λαμβάνουν καί πάλιν ἀποφάσεις, πού θίγουν τήν Ἱερή Παράδοση, τήν διδασκαλίαν καί τά δόγματα τῆς φιλτάτης Ὀρθοδοξίας μας, ὀφείλουμε, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλίαν τῶν ἁγίων Πατέρων μας, τήν πράξη καί τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁσάκις ἐμφανίζεται ἡ ἑτεροδιδασκαλία νά τήν καταδικάζουμε.
Ὅσες φορές δηλαδή ἐμφανίζεται ἡ ἑτεροδιδασκαλία πού συνιστᾶ αἵρεση, ὀφείλουμε νά τήν καταδικάζουμε.
Νά τήν στιγματίζουμε καί νά ἀναθεματίζουμε ὄχι μόνον τήν ἑτεροδιδασκαλίαν, ἀλλά καί τούς κηρύσσοντες αἱρετικά.
Μέ τόν τρόπον αὐτόν:
-διαφυλάσσουμε τήν ἅπαξ τοῖς ἁγίοις παραδοθεῖσαν Πίστιν
-προστατεύουμε τήν Ἐκκλησίαν μας καί τό ποίμνιόν μας,
-ἀφυπνίζουμε ἐκείνους πού μένουν ἀκόμη σέ κοινωνίαν μέ τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές, Λατινόφρονες καί Νεοημερολογίτες, καί
-ἐμεῖς δέν ἀναθεματιζόμαστε ἀπό τήν Ε΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον, πρᾶγμα πού θά συνέβαινε, ἐάν δέν ἀναθεματίζαμε τά ἀθέσμως ἀποφασισθέντα (καί στή συνέχειαν καί τούς αἱρετικούς κατά τό γράμμα καί τό πνεῦμα τῆς Συνόδου). Ἐφ’ ὅσον δέ κατά τήν Οἰκουμενικήν αὐτήν Σύνοδον ἐπιβάλλεται τό ἀνάθεμα, ἐπιβάλλεται καί κατά πᾶσας τάς Οἰκουμενικάς Συνόδους (κατά τόν πολύν Ἅγιον Ταράσιον)!
Δέν εἶναι δηλ. ὀρθή ἡ θέση, πού ἀδοκίμως ὑποστηρίζεται ἀπό κάποιους, ὅτι ἐπειδή ἔχει ἤδη καταδικαστεῖ ὁ Οἰκουμενισμός τό 1998, τάχα δέν συντρέχει λόγος νά ξανακαταδικαστεῖ αὐτός, παρά τό γεγονός, ὅτι γιά πρώτην φοράν ὁ Οἰκουμενισμός διακηρύσσεται παγκοσμίως σέ τέτοια ἔκταση ἀπό φερόμενη ὡς πανορθόδοξη σύνοδον πού ἐκκλησιοποιεῖ θεσμικά καί συνοδικά τήν αἵρεση.
Ὁσάκις δηλ. τελεῖται ἔγκλημα, αὐτό ὀφείλει νά κατάδικάζεται.
Ἐάν, γιά παράδειγμα, κάποιος τελέσει μία ποινικά κολάσιμη πράξη καί καταδικαστεῖ, καί κάποιος ἄλλος τελέσει τό ἴδιον ἔγκλημα ἀργότερα, δέν πρέπει τάχα, νά καταδικαστεῖ καί ὁ δεύτερος, ἐπειδή ἤδη ... καταδικάστηκε ὁ πρῶτος (;) καί μάλιστα, ὅταν διαδοχικῶς καί κατ’ ἐπανάληψιν τελοῦνται τά ἴδια ἤ παρόμοια ἐγκλήματα ὑπό τῶν διαδόχων τῶν πρώτων κατά-δικασθέντων, οὗτοι δέν θά καταδικάζονται, ἐπειδή καταδικάσθηκαν ἄλλοι πρίν ἀπό αὐτούς πού τέλεσαν τά ἴδια ἐγκλήματα ; ...
Πόσον μᾶλλον ἀπαιτεῖται ὑπό πάντων τῶν Ἀρχιερέων μας, τῶν ἱερέων μας, τῶν μοναχῶν καί σύμπαντος τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί νέα καταδίκη καί ἀναθεματισμός τῶν αἱρετικῶν, πού διαστρέφουν καί πάλιν τήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν τά διακυβευόμενα μεγέθη τῆς Παρακαταθήκης τῆς Πίστεως, τῶν Ὀρθοδόξων δογμάτων καί τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως εἶναι ἀσυγκρίτως πολυτιμότερα, ὡς θέματα ζωῆς αἰωνίου γιά μᾶς τούς ἰδίους, τά τέκνα μας καί τίς ἐπερχόμενες γενεές!
Ἀπαιτεῖται, λοιπόν, πάντοτε, παντοῦ καί ὑπό πάντων ἡ καταδίκη, ὅπως ἐπιβεβαιώνεται, ἀπό τίς συνεχόμενες συνόδους, πού καταδίκασαν καί ἀναθεμάτισαν, γιά παράδειγμα, τοὔλά-χιστον δεκαεπτά φορές τούς Παπικούς, (Λατίνους-Φράγκους), τό 867, τό 879, τό 1009, τό 1014 τό 1054 καί τοὔλάχιστον ἄλλες δώδεκα φορές, ὅπως ἀποδεικνύεται στό κείμενον τῆς Ἑνώσεως Ὀρθοδόξων Ἐπιστημονων τῆς Πάτρας, (πού δημοσιεύεται στή συνέχειαν).
Δέν ἀρκοῦσε μόνον μία φορά ἡ καταδίκη τους;
Γιατί ἐπανέρχονταν συνεχῶς οἱ θεοφόροι Πατέρες μας, παρά τίς ἐπανειλημμένες προηγούμενες καταδίκες τῶν Λατίνων;
Ἡ ἀποτείχισή μας ἀπό τούς ψευδοδιδασκάλους καί ψευδοποιμένες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία εἶναι δικαίωμα, ἅμα καί ὑποχρέωση, πού παρέχεται σέ ὅλους τούς πιστούς ἀνεξαιρέτως, κανονικούς καί λαϊκούς, κατά τόν ιε΄ Ἱερόν Κανόνα τῆς ΑΒ΄ ἐπί Μεγάλου Φωτίου Συνόδου, ἤ μᾶλλον ἡ ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων, (ὑπό πάντων δηλ. τῶν κανονικῶν καί τῶν λαϊκῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος), θέση ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας τῶν αἱρετικῶν τῆς «ἐκκλησίας» τῶν πονηρευομένων, κατά τόν Μέγαν Μάξιμον
-ἀσφαλίζει μέν ἡμᾶς,
-ἀλλά δέν εἶναι ὁλοκληρωμένη,
-ἄν δέν ἀφυπνίσουμε καί ἄλλους
-μέ τό κήρυγμα,
-τόν προφορικόν καί
-τόν γραπτόν λόγον,
-μέ τήν γνωστοποίηση μέ κάθε μέσον συνεχῶς καί ἀδιαλείπτως τῶν θέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας καί τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων Πατέρων μας,
-ἀλλά καί μέ τόν στιγματισμόν, μέ τήν συνεχόμενη καί ἐπαναλαμβανόμενη, ὅταν παρουσιάζεται ἡ αἵρεση καί πάλιν, καταδίκη καί τόν ἀναθεματισμόν τῆς ἑτεροδιδασκαλίας καί τῆς κηρυσσομένης αἱρέσεως, γιά τήν προστασίαν ἡμῶν καί τοῦ ποιμνίου μας.
Αὐτό ὀφείλει νά γίνεται ὄχι μόνον σέ ἀτομικόν ἐπίπεδον, ἀλλά καί συλλογικά, εὐκαίρως ἀκαίρως, ὑπό πάντων τῶν Ὀρθοδόξων, κατά τόν λόγον τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ὑπό τῶν Μοναστηρίων καί τῶν Ἐνοριῶν καί τοῦ συνόλου τῶν πιστῶν, δηλ. τοῦ Σώματος τῶν τῆς Ἐκκλησίας ὑπό πάντων δηλ. τῶν κανονικῶν τε καί τῶν λαϊκῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, .
Συμπερασματικά: ἐάν ὁ λόγος εἶναι περί πίστεως, μᾶς διδάσκει ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, «ἐσύ μήν πεῖς, ὅτι εἶσαι φτωχός καί δέν εἶσαι πλούσιος, ὅτι εἶσαι πρόβατον καί ὄχι ποιμένας. Οἱ λίθοι κεκράξονται, καί σύ σιωπηλός καί ἄφροντις;»
Ἡ Ἁγία Στ΄ καί ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀναθεματίζουν καί καταδικάζουν ὅλους τούς αἱρετικούς, ἀποφαινόμενες: «Ὅλοις τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα. Πᾶσιν τοῖς ἀντι-ποιουμένοις τά τῶν αἱρετικῶν, ἀνάθεμα˙ αὕτη ἡ πίστις τῶν Χριστιανῶν»! Καί ἐμεῖς ὡς τέκνα ὑπακοῆς, ἐπαναλαμβάνουμε ἁπλά, αὐτὰ τὰ ὁποῖα οἱ θεοφόροι Πατέρες πρῶτοι ἐξεφώνησαν, ὅταν, στὴν ἁγίαν Ζ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον, ἐκφωνοῦν τὸ ἀνάθεμα καί γιὰ ὅλα τὰ πραχθησόμενα μετὰ τὴν ἁγίαν Ζ΄ Οἰκουμενικὴν καὶ πού εἶναι παρὰ τὴν ὑποτύπωσιν καὶ τὴν διδασκαλίαν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν Ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων.
Ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος κάνει διάγνωση τῆς ἤδη ἐπελθούσης σήψεως καί τῆς αὐτοαποκοπῆς τῶν αἱρετικῶν ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, τούς ὁποίους καί ἀναθεματίζει
(Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας, Τριώδιον, σελ. 146, ἔκδ. β΄ Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐν Ἀθήναις, 1993. Βλ. καί Ἰω. Ρωμανίδη, Δογματική, τόμος Β΄):
"τοῖς οὖν ἀνεπιστρόφως τῇ πλάνῃ ταύτῃ κατεχομένοις, καί πρός πάντα λόγον θεῖον καί πνευματικήν διδασκαλίαν τά ὦτα βεβυσμένοις, ὡς ἤδη, λοιπόν, σεσηπόσι καί τοῦ κοινοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας ἀποτεμοῦσιν ἑαυτούς, ἀνάθεμα".
Ἡ ληστρική ψευδοπανορθόδοξος Σύνοδος
στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης καί οἱ συνοδικά διατυπωμένες αἱρετικές της διακηρύξεις
Γιὰ ἐμᾶς τοὺς Γνησίους Ὀρθοδόξους Χριστιανούς ἡ ἐκφώνηση τῶν ἀναθεμάτων γιὰ τὶς ἐτεροδιδασκαλίες καὶ τὶς αἱρέσεις δὲν εἶναι κάτι ξένο, καθότι κατ’ ἔτος ἐκφωνοῦμε τὰ ἀναθέματα κατά τῶν αἱρέσεων καί τῶν αἱρετικῶν, διαβάζοντας τὸ Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας μας, τὴν Κυριακήν τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἐκεῖ, κατὰ τὴν προσταγὴν τῶν Πατέρων μας, ἀναθεματίζουμε ὅλους τούς αἱρετικοὺς διὰ μέσου τῶν αἰώνων μαζὶ μὲ τὸν πιστὸν λαόν μας, ποὺ ἐπικυρώνει τὶς ἐκφωνήσεις τοῦ Ἀρχιερέως ἤ τοῦ ἱερέως, ἀπαντῶντας ὁμοφώνως: ἀνάθεμα, ἀνάθεμα, ἀνάθεμα.
α. Δικαιούμαστε οἱ Ὀρθόδοξοι νά ἀναθεματίζουμε τίς ἀναφυόμενες αἱρέσεις ἤ αἱρέσεις πού ἐπανεμφανίζονται καί πού εἶναι καταδικασμένες στό παρελθόν;
Στὴν περίπτωση τοῦ συνταχθέντος καί κατωτέρω παρατιθεμένου κειμένου γιά τήν καταδίκην καί τόν ἀναθεματισμόν τῶν ἀποφάσεων τῆς ληστρικῆς ψευδοσυνόδου τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης τό 2016, ὡς τέκνα ὑπακοῆς, ἐπαναλαμβάνουμε ἁπλά, αὐτὰ τὰ ὁποῖα οἱ θεοφόροι Πατέρες πρῶτοι ἐξεφώνησαν, ὅταν στὴν ἁγίαν Ζ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον ἐκφωνοῦν τὸ ἀνάθεμα γιὰ ὅλα τὰ πραχθησόμενα μετὰ τὴν ἁγίαν Ζ΄ Οἰκουμενικὴν καὶ πού εἶναι παρὰ τὴν ὑποτύπωσιν καὶ τὴν διδασκαλίαν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν Ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων.
Συμφωνοῦμε μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, ὅτι ἤδη οἱ αἱρετικοὶ, Λατινόφρονες καί Οἰκουμενιστές, κατάραν ἐνεδύσαντο ὡς ἱμάτιον καὶ ὅτι βλασφημοῦν εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, κηρύσσοντας μὲ τὶς ἐτεροδιδασκαλίες τους, ὅτι τό Πανάγιον Πνεῦμα δὲν ἔλαλησεν ἀρτίως ἐν ταῖς Οἰκουμενικαῖς Συνόδοις καὶ ἐν ταῖς διδασκαλίαις τῶν θεοφόρων Πατέρων μας, ἀναθέτοντας οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς εἰς ἡμᾶς, στόν πιστόν λαόν τοῦ Θεοῦ, στούς φύλακες καί ὑπερασπιστές τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸ δικαίωμα αὐτὸ μὲ τήν Παν-ορθόδοξη ἀπόφανσή τους τὸ 1848[8].
Καὶ ἂν δὲν τὸ κάνουμε, δηλ. νά καταδικάσουμε καί νά ἀναθεματίσουμε τίς ἀποφάσεις τῆς ληστρικῆς Συνόδου, κατὰ τὴν Ε΄ Οἰκουμενικήν καὶ τὸν Ὅρον της, εἴμαστε καὶ ἡμεῖς ὑπὸ ἀνάθεμα.
Δὲν ἐπαφίεται τὸ δικαίωμα τῆς καταδίκης καὶ τοῦ ἀναθέματος κάθε αἱρέσεως καὶ ἐτεροδιδασκαλίας μόνον στοὺς Ἀρχιερεῖς, ἀλλὰ ἐπιβάλλεται ὡς ὑποχρέωση σὲ ὅλους τούς πιστοὺς ὅλων τῶν ἐποχῶν καὶ πάντοτε, καὶ δὴ στοὺς ἱερεῖς καὶ στοὺς δοκοῦντας εἶναί τι, κατὰ τὸν Μέγαν Ὁμολογητὴν Θεόδωρον τόν Στουδίτην. Πόσον μᾶλλον αὐτὸ ἐπιβάλλεται ὡς ὑποχρέωση μετά ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια Καινοτομίας καὶ βλασφημίας κατὰ τοῦ Παναγίου Πνεύματος, κατὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων μας, τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας καὶ τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεώς μας.
Πολύ περισσότερον ἔχουμε τό δικαίωμα ἀναθεματισμοῦ κάθε αἱρέσεως καί δή τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μετά τίς καταδικαστικές ἀποφάσεις τοῦ Ἁγίου Φιλαρέτου τό 1983 στό Μόντρεαλ τοῦ Καναδᾶ, μετά τήν καταδίκην τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὑπό τῆς Ἱερᾶς μας Συνόδου τό 1998 ὑπό τόν μακαριστόν Ἀρχιεπίσκοπόν μας κυρόν Χρυσόστομον τόν Β΄ καί μετά τήν ἀντίστοιχη καταδίκην τῆς Ρουμανικῆς Ἐκκλησίας ὑπό τόν Μητροπολίτην Βλάσιον.
Ἡ διδασκαλία τοῦ μεγάλου Ἁγίου μας Ἰωάννη τοῦ Μαξίμοβιτς εἶναι γιά τό θέμα μας, ἐπίσης, καταλυτική: Στούς ἔσχατους καιρούς κάθε πιστός Ὀρθόδοξος χριστιανός εἶναι ὑπεύθυνος γιά ὅλην τήν Ἐκκλησίαν!!! Πόσον μᾶλλον ὅταν ὁ Οἰκουμενιστής «πατριάρχης» Βαρθολομαῖος μέ τούς συνυπογράψαντες τά ἄθεσμα ἀποφασισθέντα ἐν Κολυμπαρίῳ τῆς Κρήτης τά ἐπιβάλλει μέ ἐγκύκλιόν του ὡς ὑποχρεωτικά καί δεσμευτικά γιά ὅλη τήν Ὀρθοδοξία, ἀκόμη καί γι' αὐτούς ... πού δέν τά ὑπέγραψαν.
β. Ὑπάρχει ἀνάγκη νά γίνει ἡ καταδίκη καί ὁ ἀναθεματισμός καί πάλιν αὐτῶν, ἀπό τούς ὁποίους ἔχουμε ἀποτειχισθεῖ καί τούς θεωροῦμε ἐκτός Ἐκκλησίας;
Στό ἐρώτημα αὐτό πρέπει νά σημειωθοῦν τά ἑξῆς: Ἐφ’ ὅσον ἐπανεμφανίζονται δημόσια οἱ διάφοροι αἱρετικοί καί λαμβάνουν ἀποφάσεις πού θίγουν τήν Ἱερή Παράδοση, τήν διδασκαλίαν καί τά δόγματα τῆς φιλτάτης Ὀρθοδοξίας μας, ὀφείλουμε, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων μας, τήν πράξη καί τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁσάκις ἐμφανίζεται ἡ ἑτεροδιδασκαλία νά τήν καταδικάζουμε. Ὅσες φορές δηλ. ἐμφανίζεται ἡ ἑτεροδιδασκαλία πού συνιστᾶ αἵρεση, ὀφείλουμε νά τήν καταδικάζουμε. Νά τήν στιγματίζουμε καί νά ἀναθεματίζουμε ὄχι μόνον τήν ἑτεροδιδασκαλίαν, (ἀλλά καί τούς κηρύσσοντες αἱρετικά). Μέ τόν τρόπον αὐτόν προστατεύουμε τήν Ἐκκλησίαν μας, τό ποίμνιόν μας, ἀλλά καί ἀφυπνί-ζουμε ἐκείνους πού μένουν ἀκόμη σέ κοινωνίαν μέ τούς αἱρετικούς.
Ὁσάκις δηλ. τελεῖται ἔγκλημα, αὐτό πρέπει νά κατάδικάζεται.
Ἐάν, γιά παράδειγμα, κάποιος τελέσει μία ποινικά κολάσιμη πράξη καί καταδικαστεῖ, καί κάποιος ἄλλος τελέσει τό ἴδιο ἔγκλημα ἀργότερα δέν πρέπει τάχα νά καταδικαστεῖ καί ὁ δεύτερος, ἐπειδή ἤδη ... καταδικάστηκε ὁ πρῶτος; (!) Πόσον μᾶλλον ἀπαιτεῖται ὑπό πάντων καί νέα καταδίκη καί ἀναθεματισμός τῶν αἱρετικῶν πού διαστρέφουν τήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν τά διακυβευόμενα μεγέθη τῆς Παρακαταθήκης τῆς Πίστεως καί τῶν δογμάτων εἶναι ἀσυγκρίτως πολυτιμότερα ὡς θέματα ζωῆς αἰωνίου!
Ἀπαιτεῖται, λοιπόν, πάντοτε ἡ καταδίκη, ὅπως ἐπιβεβαιώνεται, ἀπό τίς συνεχόμενες συνόδους πού καταδίκασαν, γιά παράδειγμα, τοὔλάχιστον δεκαεπτά φορές τούς Παπικούς (Λατίνους-Φράγκους, τό 867, τό 879, τό 1009, τό 1014, τό 1054 καί στήν συνέχειαν ἄλλες δώδεκα φορές).
Δέν ἀρκοῦσε μόνον μία φορά ἡ καταδίκη τους;
Γιατί ἐπανέρχονταν συνεχῶς οἱ θεοφόροι Πατέρες μας, παρά τίς συνεχόμενες προηγούμενες καταδίκες τους;
Ἡ ἀποτείχισή μας, ἡ ὁποία εἶναι δικαίωμα πού παρέχεται σέ ὅλους τούς πιστούς ἀνεξαιρέτως, κατά τόν ιε΄ τῆς ΑΒ΄ ἐπί Μεγάλου Φωτίου Συνόδου ἤ μᾶλλον ἡ ἀποτείχιση, δηλ. ἡ θέση ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας τῶν αἱρετικῶν, ὑπό πάντων, τῶν Κανονικῶν καί τῶν λαϊκῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀσφαλίζει μέν ἡμᾶς, ἀλλά δέν εἶναι ὁλοκληρωμένη,
-ἄν δέν ἀφυπνίσουμε καί ἄλλους μέ τό κήρυγμα, τόν προφορικόν καί τόν γραπτόν λόγον, μέ τήν γνωστοποίηση μέ κάθε μέσον συνεχῶς καί ἀδιαλείπτως τῶν θέσεων τῆς Ἐκκλησίας μας καί τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων Πατέρων μας,
-ἀλλά καί μέ τόν στιγματισμόν τῆς ἑτεροδιδασκαλίας καί τῆς κηρυσσομένης αἱρέσεως.
Αὐτό ὀφείλει νά γίνεται ὄχι μόνον σέ ἀτομικό ἐπίπεδο, ἀλλά καί συλλογικά, εὐκαίρως - ἀκαίρως, ὑπό πάντων τῶν Ὀρθοδόξων, κατά τόν λόγον τοῦ Ἀποστόλου καί τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων Μοναστηρίων καί τῶν Ἐνοριῶν συλλογικά, καί ὅλων τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας.
Συμπερασματικά: ἐάν ὁ λόγος εἶναι περί πίστεως, μᾶς διδάσκει ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ἐσύ μήν πεῖς, ὅτι εἶσαι φτωχός καί δέν εἶσαι πλούσιος, ὅτι εἶσαι πρόβατο καί ὄχι ποιμένας. Οἱ λίθοι κεκράξονται, καί σύ σιωπηλός καί ἄφροντις;
Τά τεκμήρια τῆς προδοτικῆς ψευδοσυνόδου τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης
Μέ τόν ὅρον «Οἰκουμενισμός» ἐννοεῖται ἡ παναίρεση, ἡ ὁποία ἐπιδιώκει μία τεχνητή, ἐξωτερική, ἕνωση διαφορετικῶν θρησκευτικῶν πίστεων, ὄχι μέ ἐπιστροφήν τῶν αἱρετικῶν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησίαν, τήν μόνην Ἐκκλησίαν, ἀλλά μέ ἀμοιβαῖες θεολογικές ὑποχωρήσεις, τόσον τῆς Ὀρθοδοξίας ὅσον καί τῶν «χριστιανῶν» αἱρετικῶν ἤ, στήν πράξη ἤδη, καί τῶν ἀλλοθρήσκων, ὥστε νά μειωθοῦν ὅλοι σέ ἕνα – τό κατά δύναμιν – κοινά ἀποδεκτόν παρονομαστήν θρησκευτικῆς πίστεως ἤ πρακτικῆς. Ἡ αἵρεση αὐτή ἐπικαλύπτεται μέ τήν πρόφαση τῶν «θεολογικῶν διαλόγων», τῶν οὐνιτικῶν συλλείτουργων, τῶν κοινῶν μυστηριακῶν τελετῶν παγκοσμίως καί τῶν συμπροσευχῶν μέ τούς προαιωνίους αἱρετικούς.
Ὀφείλει πρωτίστως νά γίνει ξεκάθαρο, ὅτι «αἵρεση» συνίσταται στήν ἐντός τοῦ χώρου τοῦ Χριστιανισμοῦ παραμικρή ἔστω ἀπόκλιση ἀπό τά Ὀρθόδοξα Δόγματα, καί ὄχι, ὅπως λένε οἱ Οἰκουμενιστές (π.χ. ὁ «μητροπολίτης» Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας), στήν ἀπόκλιση μόνον ἀπό τά βασικά δόγματα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως (τοῦ «Πιστεύω»). Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός διδάσκει, ὅτι «ὅποιος δέν πιστεύει ὅπως ἡ Παράδοση τῆς Καθολικῆς [δηλ. Ὀρθοδόξου] Ἐκκλησίας εἶναι ἄπιστος»[9], ἐνῷ καί ὁ Βυζαντινός Νομικός Κώδικας συνοψίζοντας τήν κοινήν ἀντίληψη αὐτή ὅλων τῶν Ἁγίων Πατέρων διακηρύσσει, ὅτι «εἶναι αἱρετικός αὐτός πού παρεκκλίνει ἔστω καί λίγο ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Πίστη[10].
- Ἡ ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης ἀποδέχθηκε τόν ὅρον «Ἐκκλησία» γιά τούς αἱρετικούς. Ἡ ἐκκλησιοποίηση τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Τό ἐπίμαχον κείμενον τῆς Συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου, («Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»), ὀνομάζει τίς χριστιανικές αἱρέσεις «Ἐκκλησίες»: «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν, πού δέν εὑρίσκονται σέ κοινωνίαν μέ αὐτήν» (παρ. § 6). Αὐτό ἔρχεται σέ εὐθεῖαν ἀντίθεση μέ τό Σύμβολον τῆς Πίστεως, ὅπου ὁμολογεῖται ἡ πίστη μας «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν»· στό «Πιστεύω» θεωρεῖται αὐτονόητο, σέ συνάρτηση μέ τήν Ἁγίαν Γραφήν καί τήν Ἱερή μας Παράδοση, ὅτι στήν Μίαν Ἐκκλησίαν μας αὐτή ὑπάρχει «ἕνας Κύριος, μία Πίστη, ἕνα Βάπτισμα» (Πρός Ἐφεσίους 4, 5). Ἀντιθέτως, αὐτοί τούς ὁποίους τό Κολυμπάρι ὀνόμασε «Ἐκκλησίες» (Μονοφυσῖτες, Παπικοί, Προτεστάντες κ.ἄ.) ἔχουν δόγματα κατά-δικασμένα ὡς αἱρετικά ἐπί αἰῶνες ἀπό τήν Ἐκκλησίαν μας, ἀπό τό 451 ἕως τό 879 καί ἕως τό 1895, (ἄρα δέν ἔχουμε «μία πίστη», τήν ἴδια – γι’ αὐτό ἄλλωστε λέγονται καί ἑτερόδοξοι, «ἑτέρου δόγματος»). Ἔχουν ἀκόμη καί ἄλλες φοβερές διαστρεβλώσεις τῆς Πίστεως καί τῆς Παραδόσεως, ὅπως διαφορετικόν τρόπον «βαπτίσματος»-ράντισμα, δῆθεν νοητήν ἐπιφοίτηση κ.ἄ.
Ἀπό τούς Οἰκουμενιστές προβλήθηκε ἡ δικαιολογία, ὅτι ἡ λέξη αὐτή («Ἐκκλησία») εἶναι ἐδῶ «προσφώνηση εὐγενείας» ἤ «τεχνικός ὅρος» καί δέν ἔχει τήν κυριολεκτικήν της σημασίαν. Ὅμως αὐτό εἶναι ἀναληθές; Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς ἐπισήμαναν, ὅτι πρέπει νά ἀναζητᾶμε τό νόημα πού κρύβουν οἱ αἱρετικοί πίσω ἀπό μία διφορούμενη ἤ ἐπιφανειακῶς σωστήν ὁρολογία[11]. Οἱ ὑπόλοιπες ἀποφάσεις τοῦ Κολυμπαρίου, ὅπως θά ἀποδείξουμε στήν θεολογικήν ἀνάλυσή μας, δείχνουν, ὅτι τά μέλη τῆς Συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου πιστεύουν, ὅτι στίς αἱρέσεις ἐνεργεῖται ἡ σωτηρία· συνεπῶς δέν τίς θεωροῦν αἱρέσεις, ἀλλά «Ἐκκλησίαν», ἔστω καί «διαφορετικήν» ἤ «κάπως ἐλλιπῆ».
Ἐπίσης, ἀκόμη καί ἄν δεχθοῦμε, ὅτι ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» χρησιμοποιήθηκε ὡς «προσφώνηση εὐγενείας» ἤ «τεχνικός ὅρος», καταχρηστικῶς, καί πάλιν αὐτό ἀποδεικνύει αἱρετικόν φρόνημα, διότι οἱ Ἅγιοι Πατέρες προειδοποιοῦν, ὅτι οἱ αἱρετικοί προσπαθοῦν νά «θολώνουν» τήν ὁρολογίαν, ἐνῷ οἱ Ὀρθόδοξοι προσπαθοῦν πάντοτε νά τήν διαλευκαίνουν καί νά τήν κάνουν «μονοσήμαντη», ὥστε νά μή ξεγελῶνται οἱ ἀκατάρτιστοι[12].
Τό Κολυμπάρι ἀποδέχθηκε τήν «Δήλωση τοῦ Τορόντο»
Στό ἐπίμαχον κείμενον τοῦ Κολυμπαρίου («Σχέσεις…») ἀναφέρεται ὀνομαστικά καί ἐπαινετικά ἡ «Δήλωση τοῦ Τορόντο», ἕνα κείμενον πού συμφωνήθηκε τό 1950 ἀπό τούς Ὀρθοδόξους καί τά ὑπόλοιπα μέλη τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν» (τοῦ ΠΣΕ, -τοῦ Σατανᾶ-, πού ἱδρύθηκε τό 1948, ὅπου συμμετέχουν Ὀρθόδοξοι, Προτεστάντες καί Μονοφυσίτες). Λέγεται στό κείμενον τοῦ Κολυμπαρίου (παρ. § 19) ὅτι: «Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες-μέλη […] ἔχουν βαθειά τήν πεποίθηση, ὅτι οἱ ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto […] εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας γιά τήν Ὀρθόδοξη συμμετοχήν στό Συμβούλιον», δηλ. στό ΠΣΕ.
Στήν «Δήλωση τοῦ Τορόντο», λέγεται μεταξύ ἄλλων πλανῶν, ὅτι: «Οἱ Ἐκκλησίες-μέλη ἀναγνωρίζουν, ὅτι τό νά ἀποτελεῖ κάποιος μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι πιό περιεκτικόν ἀπό τό νά ἀποτελεῖ μέλος τῆς δικῆς του Ἐκκλησίας» (κεφ. 4, § 3). Συνεπῶς, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν περιορίζεται ἐντός τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά ὑπάρχει «Ἐκκλησία» (δηλ. σωτηρία!) καί ἐκτός Ὀρθοδοξίας, στόν χῶρον τῆς αἱρέσεως, σύμφωνα μέ τήν «Δήλωση τοῦ Τορόντο».
- Τό Κολυμπάρι ἐπικύρωσε τίς αἱρέσεις τῶν Συνάξεων Πόρτο Ἀλέγκρε, Πουσάν, Μπαλαμάντ κ.ἄ.
Τό Κολυμπάρι, μέσῳ τοῦ ἰδίου παραπάνω κειμένου («Σχέσεις…»), ἐπαινεῖ τούς μέχρι τώρα θεολογικούς διαλόγους Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν, διότι λ.χ. «ἐκτιμᾷ θετικῶς τά θεολογικά κείμενα πού ἐκδόθηκαν ἀπό αὐτήν [τήν σχετικήν Ἐπιτροπήν τοῦ ΠΣΕ…], τά ὁποῖα ἀποτελοῦν ἀξιόλογον βῆμα στήν Οἰκουμενικήν Κίνηση γιά τήν προσέγγιση τῶν Χριστιανῶν» (παρ. § 21).
Ἡ ἔμμεση αὐτή ἐπικύρωση, ἀκόμη καί ἄν δέν κατονομάζει τίς εἰδικότερες θέσεις τῶν κειμένων αὐτῶν, ὅμως τά ἐπικυρώνει συλλογικῶς. Ἄλλωστε, μή ξεχνᾶμε, ὅτι οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι Πενθέκτη (β΄ Κανών) καί Ἑβδόμη (α΄ Κανών) ἔδωσαν οἰκουμενικόν κῦρος στούς ἱερούς Κανόνες τῶν Τοπικῶν Συνόδων, χωρίς νά ἀναφέρονται λεπτομερῶς σέ αὐτούς.
Μιά προσεκτική ματιά δείχνει, τί ἀπαράδεκτα καί αἱρε-τικά ἔχουν γραφεῖ, δυστυχῶς, στά σημαντικότερα ἀπό τά κείμενα τῶν «Θεολογικῶν Διαλόγων».
Τό κείμενον τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε (ΠΣΕ, Βραζιλία, 2006) λέγει (παρ. §§ 6-7), ὅτι «Κάθε Ἐκκλησία [εἴτε ἡ Ὀρθόδοξη εἴτε οἱ προτεσταντικές κ.λπ. τοῦ ΠΣΕ] εἶναι ἡ Καθολική Ἐκκλησία, ἀλλά ὄχι ὁλόκληρη. Κάθε Ἐκκλησία ἐκπληρώνει τήν Καθολικότητά της, ὅταν εὑρίσκεται σέ κοινωνία μέ τίς ἄλλες Ἐκκλησίες […] Ὁ ἕνας χωρίς τόν ἄλλον εἴμαστε πτωχευμένοι», καί ὅτι (§5) «ἐνδέχεται νά ὑπάρχουν νόμιμα διαφορετικές διατυπώσεις τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας», δηλαδή δέν βλάπτει ἡ διαφοροποίηση τῶν δογμάτων!
Τό κείμενον τοῦ Πουσάν, (ΠΣΕ, Νότιος Κορέα, 2013), λέγει μεταξύ πολλῶν ἄλλων πλανῶν, ὅτι «μετανοοῦμε γιά τίς διαιρέσεις μεταξύ τῶν ἐκκλησιῶν μας καί ἐντός αὐτῶν», οἱ ὁποῖες ὑπονομεύουν «τή μαρτυρία μας γιά τό εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (παρ. § 14). Μέ ἄλλα λόγια, μετανοοῦμε πού οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς ἔσωσαν ἀπό τίς αἱρέσεις, ἀποκόπτοντάς τις ἀπό τήν Ἐκκλησίαν!
Ἡ Συμφωνία τοῦ Balamand, (Λίβανος, 1993), μεταξύ Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν Παπικῶν, λέγει (παρ. §§ 13-14) ὅτι: «Καί ἀπό τίς δύο πλευρές ἀναγνωρίζεται, ὅτι αὐτό πού ὁ Χριστός ἐμπιστεύθηκε στήν Ἐκκλησία Του […] δέν μπορεῖ νά θεωρεῖται σάν ἰδιοκτησία τῆς μιᾶς μόνον ἀπό τίς Ἐκκλησίες μας. Στά πλαίσια αὐτά εἶναι προφανές, ὅτι κάθε εἴδους ἀναβαπτισμός ἀποκλείεται». Ἐπίσης, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη καί ἡ Καθολική Ἐκκλησία ἀναγνωρίζονται ἀμοιβαία ὡς “ἀδελφές Ἐκκλησίες”, ὑπεύ-θυνες ἀπό κοινοῦ γιά τήν διατήρηση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ στήν πιστότητα πρός τό Θεῖο Σχέδιο, πολύ ἰδιαίτερα δέ σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στήν ἑνότητα»· ἀλλοῦ διακηρύσσεται (παρ. § 30) ὅτι «οἱ εὐθῦνες γιά τόν χωρισμόν εἶναι μοιρασμένες» μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν!
Παρά ταῦτα, ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου (ὡς μιά «καθώς πρέπει» (“decent”) αἱρετική Σύνοδος) διακήρυξε παραπλανητικῶς, ὅτι «οἱ διάλογοι πού διεξάγονται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία οὐδέποτε σήμαιναν, οὔτε σημαίνουν καί δέν πρόκειται νά σημάνουν ποτέ ὁποιονδήποτε συμβιβασμό σέ ζητήματα πίστεως. Οἱ διάλογοι αὐτοί εἶναι μαρτυρία περί τῆς Ὀρθοδοξίας» (!) (Ἐγκύκλιος, VII, § 20) Ἐάν ὅλα τά ἀνωτέρω δέν εἶναι συμβιβασμός καί προδοσία τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, τότε, τί εἶναι συμβιβασμός καί τί προδοσία;
- Ἡ ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου ἀρνήθηκε τήν ἱεραποστολήν μας στούς αἱρετικούς
Στό ἴδιο κείμενον τῆς Συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου, γράφεται, ὅτι οἱ διάλογοι διεξάγονται, ἐνῷ ταυτοχρόνως «ἀποκλείεται κάθε πράξη προσηλυτισμοῦ, οὐνίας ἤ ἄλλης προκλητικῆς ἐνέργειας ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ» (παρ. § 23).
Ἄς προσεχθεῖ ἐδῶ, ὅτι δέν γίνεται λόγος περί «βιαίου προσηλυτισμοῦ» (“forcible conversion”), ἄρα ἐννοεῖται καί ἡ ἁπλῆ προσπάθειά μας νά φέρουμε κάποιον στήν Ὀρθοδοξίαν. Μάλιστα, ἡ προσθήκη τῆς φράσεως «κάθε ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ», καθιστᾷ καταφανές, ὅτι ἀπαρνούμαστε γενικῶς τό καθῆκον νά ὁδηγοῦμε τούς ἄλλους στήν Ὀρθοδοξίαν, ἐπικρίνοντας τίς αἱρέσεις τους κ.λπ.!
Ἀντιθέτως, οἱ θεόπνευστοι ἱεροί Κανόνες ἐπιτάσσουν, ὅτι ὅποιος Ἐπίσκοπος δέν προσπαθεῖ νά μεταστρέψει τούς αἱρετικούς στήν Ὀρθοδοξίαν πρέπει νά τιμωρεῖται (Κανόνες Καρθαγένης ρλα΄ καί ρλβ΄).
- Ἡ ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου ἀρνήθηκε τήν ὀρθόδοξη ἀντιρρητικήν θεολογίαν τῆς τελευταίας χιλιετίας
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ Στῦλος γεγονώς Ὀρθοδοξίας, θε-ωρεῖ προβληματικήν ὁποιανδήποτε Σύνοδον δέν συντελεῖ στήν ἐπίλυση εἴτε κάποιου ἐπείγοντος λειτουργικοῦ θέματος εἴτε κάποιας αἱρέσεως, καί προσθέτει: «Οἱ σύνοδοι, ὅμως, πού τώρα ὑποκινοῦνται ἀπό αὐτούς, ποιά εὔλογη αἰτία ἔχουν; Ἄν μέν ἔχει προκύψει κάποια ἄλλη νεότερη αἵρεση […] νά ποῦν, ποιές εἶναι οἱ ἐπινοήσεις στήν ὁρολογία καί ποιοί οἱ εἰσαγωγεῖς της»[13]. Ἡ ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου δέν εἶχε οὔτε τήν ἀγάπη οὔτε τήν φώτιση, γιά νά ἐπιλύσει τό Νεοημερολογιτικό πρόβλημα· καί δέν καταδίκασε τίς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ἤ πολύ περισσότερον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος τίς περιλαμβάνει καί τίς ἀθωώνει ὅλες.· Δέν ἐπικύρωσε οὔτε δέχθηκε ὡς 8η καί 9η Οἰκουμενικές τίς σχετικές προ-ηγηθεῖσες Συνόδους τοῦ 879-880 καί τῶν μέσων τοῦ 14ου αἰῶνος (Ἡσυχαστικές). Ταιριάζει σχετικῶς τό τοῦ Μ. Ἀθανασίου: «Αὐτοί πού ἀπαξιώνουν τήν Σύνοδον πού ἔγινε ἐναντίον της [τῆς αἱρέσεως], δηλαδή ἐκείνην τῆς Νικαίας, τί ἄλλο θέλουν ἀπό τό νά ἐπικρατήσουν τά φρονήματα τοῦ [αἱρετικοῦ] Ἀρείου; Γιά ποιό ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ἄξιοι, λοιπόν, παρά νά καλοῦνται Ἀρειανοί καί νά ἔχουν τό ἴδιον ἐπιτίμιο μέ ἐκείνους;»[14]
Ἑπομένως, καί στήν ἐποχήν του, ὅπως καί σήμερα, οἱ αἱρετικοί δέν ἐπιδίωκαν τήν καταδίκην τῆς Ὀρθοδόξου Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νικαίας, ἀλλά τήν σιωπηλήν προσπέραση-ἀντικατάστασή της καί τοῦ Συμβόλου της ἀπό ἄλλην, αἱρετικήν, σύνοδον καί ἀπό διφορούμενο σύμβολο πίστεως[15]. Καί ἐδῶ ἀντιστοίχως, ἡ ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου ὄχι μόνον ἀπέφυγε ἐπιμελῶς νά καταδικάσει τίς πρόσφατες αἱρέσεις, ἀλλά ἐπιπλέον τίς ὀνόμασε καί «ἐκκλησίες», καί ἔτσι διαρρήδην ἀποδεικνύεται ἐξ ἴσου αἱρετική, ἀφοῦ ἐκκλησιοποίησε συνοδικά τήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ!
Ἀναλυτικότερα:
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ἀποδέχεται στό κείμενον «Σχέσεις Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον» τόν ὅρον «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες», ἐπειδή ὁ ὅρος εἶναι ἀντιφατικός καί ἀπαράδεκτος θεολογικά, διότι, ἄν μιλᾶμε περί Ἐκκλησίας, αὐτή δέν μπορεῖ νά εἶναι ἑτερόδοξη καί ἄν μιλᾶμε περί ἑτεροδόξου αὐτή δέν μπορεῖ νά εἶναι Ἐκκλησία, μέ τήν θεολογικήν ἔννοιαν τοῦ ὅρου.
Ὁ ὁρισμός τῆς Ἐκκλησίας μᾶς δίνεται ἀπό τόν ἴδιον τόν Δομήτορά Της μέ τό ἀψευδέστατο στόμα Του, τόν οὐρανοβάμονα θεῖον Παῦλον, ὁ ὁποῖος στήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολήν του (Α΄ 17-23) μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι: «ἵνα ὁ Θεὸς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ πατὴρ τῆς δόξης, δῴη ὑμῖν πνεῦμα σοφίας καὶ ἀποκαλύψεως ἐν ἐπιγνώσει αὐτοῦ, πεφωτισμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας ὑμῶν, εἰς τὸ εἰδέναι ὑμᾶς τίς ἐστιν ἡ ἐλπὶς τῆς κλήσεως αὐτοῦ, καὶ τίς ὁ πλοῦτος τῆς δόξης τῆς κληρονομίας αὐτοῦ ἐν τοῖς ἁγίοις, καὶ τί τὸ ὑπερβάλλον μέγεθος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ εἰς ἡμᾶς τοὺς πιστεύοντας κατὰ τὴν ἐνέργειαν τοῦ κράτους τῆς ἰσχῦος αὐτοῦ, Ἣν ἐνήργησεν ἐν τῷ Χριστῷ ἐγείρας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν, καὶ ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας καὶ δυνάμεως καὶ κυριότητος καὶ παντὸς ὀνόματος ὀνομαζομένου οὐ μόνον ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ μέλλοντι· καὶ πάντα ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ, καὶ αὐτὸν ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ, τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου».
Συνεπῶς εἶναι ἀδύνατη ἡ ὕπαρξη ἑτεροδόξου ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι ἀδύνατη ἡ ὕπαρξη ἑτεροδόξου Χριστοῦ.
Εἶναι παραλογισμός νά ἔχεται ἀληθείας ταυτόχρονα ἡ πίστη, πού τό στόμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, μᾶς παραδίδει, ὅτι «ἐν τῷ ἅδῃ οὐκ ἔστι μετάνοια», σχολιάζοντας τήν παραβολήν τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου καί ἡ ὕπαρξη ἑνός ἄλλου σώματος Χριστοῦ μέ κεφαλήν τόν Ἴδιον, πού διδάσκει ἀκριβῶς τά ἀντίθετα, ὅπως τῆς Παπικῆς Συναγωγῆς, πού στήν κατήχησή της[16] μέ τίτλον: «Ὁ τελικός ἐξαγνισμός ἤ τό καθαρτήριον» διαστροφικά τονίζει, ὅτι: «Ὅσοι πεθαίνουν χωρίς νά ἔχουν ἐξαγνιστεῖ ὑποβάλλονται μετά τόν θάνατόν τους σέ ἕνα ἐξαγνισμόν, γιά νά εἰσέλθουν στήν χαράν τοῦ οὐρανοῦ. Αὐτόν τόν τελικόν ἐξαγνισμόν ἡ ἐκκλησία τόν ὀνομάζει καθαρτήριον».
Γιά νά συμβιβάσει τά ἀσυμβίβαστα ἡ «ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος» ὑπέβαλε τήν πρόταση, πού τελικά ἔγινε δεκτή, ὅτι δέν ἀναγνωρίζει μέν τήν ὕπαρξη ἑτεροδόξων «Ἐκκλησιῶν», ἀλλά τήν ἱστορικήν ὀνομασία ἑτεροδόξων «Ἐκκλησιῶν» πρᾶγμα παντελῶς παράδοξο καί παράλογο, διότι ὀνομασία ἔχει μόνο κάτι πού ὑπάρχει ἐν χώρῳ καί χρόνῳ.
Ἑπομένως, ἡ παραδοχή τῆς ὀνομασίας καί ὄχι τῆς ὑπάρξεως, προσπαθεῖ νά συμβιβάσει τά ἀσυμβίβαστα, φαιδροποιῶντας τά πράγματα.
Εἶναι ἀπαράδεκτο νά ὀνομάζεται «Ἁγία καί Μεγάλη» μία ληστρική Σύνοδος καί εἶναι φαιδρό νά ὀνομάζεται
-«Ἁγία», ἀφοῦ δέν ἦταν ἑπομένη τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί λοιπῶν Συνόδων, ὅπως δηλώθηκε ἀκόμη καί ἀπό τόν Οἰκουμενιστή «Ἀλβανίας» Ἀναστάσιο (!), χωρίς νά διαφοροποιηθεῖ κανείς, καί πού οὐδεμία δογματική ἤ κανονική ἐνασχόληση εἶχε,
-καί «Μεγάλη», ἐφ’ ὅσον δέν ἐκπροσωπήθηκαν πάνω ἀπό 200.000.000 ὁμοδόξων Ὀρθοδόξων (150 Πατρ. Μόσχας, 30 Πατρ. Γεωργίας, 20 Πατρ. Βουλγαρίας καί Πατρ. Ἀντιοχείας).
Ἡ ληστρική ψευδοσύνοδος δέν κατέγνωσε οὐδεμίαν ὑφισταμένην αἵρεση στίς μέρες μας, παραβιάζουσα προδήλως τόν λζ΄ Κανόνα τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων:
«Δεύτερον τοῦ ἔτους σύνοδος γινέσθω, τῶν ἐπισκόπων καί ἀνακρινέτωσαν ἀλλήλως τά δόγματα τῆς εὐσεβείας καί τάς ἐμπιπτούσας ἐκκλησιαστικάς ἀντιλογίας διαλυέτωσαν», πού ἔχει Οἰκουμενικήν ἐπικύρωση ἀπό τόν β΄ τῆς Ἕκτης καί τόν α΄ τῆς Ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς. Δέν ἀπετίμησε, ἐπίσης, ἄν καί ἔλαβε σχετικήν ἀπόφαση, τούς διεξαχθέντες μέ τούς αἱρετικούς «ἑτεροδόξους» θεολογικούς διαλόγους, ὅπως μέ τούς Παλαιοκαθολικούς-Παπικούς, τούς Ἀντιχαλκηδονίους-Μονοφυσίτες, τούς Προτεστάντες Ἀγγλικανούς καί τούς Λουθηρανούς. Οἱ διάλογοι αὐτοί χαρακτηρίστηκαν ὀρθά, (ἀκόμη καί ἀπό τόν Λατινόφρονα «Μεσσηνίας» Χ. Σαββᾶτο), ὅτι ἔχουν μεταλλαχθεῖ ἀπό διάλογος «Ἐκκλησιῶν» σέ Ἀκαδημαϊκόν διάλογον.
(Βλ. Ἐκθεσις περί τῆς γενομένης 14ης Γεν. Συνελεύσεως Μεικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τοῦ διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξου καί Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας).
Κάποιες ἰσχνές τροποποιήσεις ἔγιναν, ἀλλά οἱ Σύνοδοι τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας δέν γίνονται, γιά τήν ἀπόδειξη τῆς ἑνότητάς Της, ὅπως ἀπαραδέκτως δηλώθηκε, γιά τήν ὁποίαν ὑπεραρκοῦν τό κοινόν ποτήριον, (συλλείτουργον), τά Δίπτυχα, τά Εἰρηνικά Γράμματα καί ἡ ταυτότητα τῶν κανονικῶν ποινῶν.
Οἱ Σύνοδοι τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γίνονται, γιά τήν κατάγνωση τῶν ὑφισταμένων αἱρέσεων ἐν τόπῳ καί χρόνῳ καί τόν συντονισμό τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τήν Ὀρθοπραξία μέ τήν πρόβλεψη ἱερῶν Κανονικῶν διατάξεων καί τόν ἀναθεματισμό τῶν αἱρέσεων καί τῶν αἱρετικῶν.
Ἡ Ἱ. Μονή Ὁσ. Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους παρατηρεῖ, βεβαίως, ὅτι:
«Σέ ἀρκετά σημεῖα τῶν κειμένων προστέθηκε περί τῶν μή Ὀρθοδόξων ὁ προσδιορισμός «ἑτεροδόξων», ὥστε νά φαίνεται ἡ ἀπόκλισίς των ἀπό τήν Ὀρθόδοξον ἀποστολική Πίοτιν. Στήν παραγρ. 21 (τοῦ κειμένου «Σχέσεις Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον») λέγεται καθαρά, ὅτι «αἱ μή Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι παρεξέκλιναν ἐκ τῆς ἀληθοῦς πίστεως τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας».
Στό θέμα τῶν διαχριοτιανικῶν διαλόγων προστέθηκε διάταξη νά γίνονται περιοδικές ἀξιολογήσεις τους. Γιατί, ὅμως, δέν ἀξιολογήθηκαν ὀρθοδόξως οἱ μέχρι σήμερα ἄκαρποι διεξαχθέντες καί διεξαγόμενοι δια-χριστιανικοί διάλογοι εἶναι προφανές:
Γιά νά μήν θιγοῦν οἱ αἱρετικοί Παπικοί, Μονοφυσίτες καί Προτεστάντες!
Στό ζήτημα τῆς ἀπαράδεκτης συμμετοχῆς στό Π.Σ.Ε., (Παγκόσμιο Συμβούλιο τοῦ Σατανᾶ), διευκρινίσθηκε, ὅτι ἀποβλέπει στήν προώθηση (μόνον) τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως καί τῆς συνεργασίας ἐπί τῶν μειζόνων κοινωνικοπολιτικῶν προκλήσεων, ἀλλά καί μόνον ἡ συμμετοχή σ’ αὐτό τό συνονθύλευμα τῶν αἱρέσεων, πού κεφαλήν του ἔχει τόν Σατανᾶ, αἵρει τήν ὑπόσταση μιᾶς Ἐκκλησίας ὡς Ἐκκλησίας.
Ἡ οὐνία συμπεριλήφθηκε μέν στίς ἀπαράδεκτες ἐνέργειες ἤ μεθόδους προσεγγίσεως τῶν χριστιανῶν, χωρίς, ὅμως, νά καταδικαστεῖ καί νά στηλιτευτεῖ ἡ Παπική θρησκευτική κοινωνία, πού ἔχει ἀναγάγει σέ θεσμόν Κανονικοῦ Δικαίου τήν μέθοδον αὐτήν καί χωρίς νά ἀναθεματισθοῦν οἱ Οὐνίτες.
Ἀπό τήν πρώτη παράγραφο τοῦ κεφ. Β΄ τοῦ προσυνοδικοῦ κειμένου «Ἡ Ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ», ἀπαλείφθηκε ἡ περσοναλιστική ἀναφορά στόν ἄνθρωπον «ὡς κοινωνίαν προσώπων ἀντανακλώντων κατά χάριν διά τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους τήν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι ζωήν καί κοινωνίαν τῶν θείων προσώπων»...
Στό ζήτημα τῶν ἀπαράδεκτων μικτῶν γάμων μέ ἑτερόδοξους ἀποφεύχθηκε ἡ ρητή ἀναφορά καί δέσμευση τῆς Συνόδου, γιά ἱερολόγησή τους, πού ἀπαγορεύεται, σύμφωνα μέ τήν καθολικῆς ἰσχῦος διάταξη τοῦ 72ου Κανόνα τῆς Πενθέκτης, καί ἴσχυσε «ἡ δυνατότητα ἐφαρμογῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας»!!!, πρᾶγμα ἀντορθόδοξο καί ἀναιρετικό τῆς κοινωνίας εἰς Χριστόν καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου τοῦ ὀρθοδόξου γάμου.
Ἔγινε μέν ἀναφορά (στήν Ἐγκύκλιο τῆς ψευδοσυνόδου) στίς μεγάλες, «καθολικοῦ κύρους», Συνόδους ἐπί ἁγίου Φωτίου (879) καί ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ (1351), στίς ὁποῖες καταδικάζονται αἱρετικά δόγματα, ὅπως τό Φιλόκβε, τό παπικό πρωτεῖο καί ἡ κτιστή Χάρις, ἀλλά χωρίς νά ἀναγνωρισθῆ ἡ Οἰκουμενική τους περιωπή, ἐνῶ ἡ Σύνοδος τοῦ Ἁγίου Μεγάλου Φωτίου μέ τήν αὐτοσυνειδησία Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναγνώρισε ὡς Ζ΄ Οἰκουμενικήν τήν Σύνοδον τοῦ 787 καί οἱ δογματικοί ὅροι τῆς Συνόδου τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τό 1351, συμπεριελήφθησαν στό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας μας καί στίς μεταγενέστερες, πού ἀνέτρεψαν τίς ἀποφάσεις τῆς ψευδοσυνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας καί ἀπεκήρυξαν τίς βλάσφημες Προτεσταντικές δοξασίες.
Ἡ σύνοδος, ἄν ἦταν Ὀρθόδοξη, ὄφειλε νά
διορθώσει ἐπαρκῶς τά προσυνοδικά κείμενα. Ὄφειλε νά ξαναγράψει τό ἀντορθόδοξο κείμενο περί τῶν σχέσεων μέ τούς
ἑτεροδόξους πού ἔπρεπε νά τούς
στιγματίσει ὡς αἱρετικούς καί νά καθορίσει σαφεῖς ἐκκλησιολογικές ἀρχές στούς
θεολογικούς διάλογους, νά
αὐτοπροσδιοριστεῖ, δηλαδή, ὡς ἡ Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἀποκηρύξει τό Φράγγικο ἡμερολόγιο καί ἐπιστρέψει στήν Πατρώα
εὐσέβεια, ἑνούμενη μέ τούς ἀγωνιζομένους Ὁρθοδόξους τοῦ Πατρίου Ἑορτολογίου καί
νά ἀναθεματίσει τόν Οἰκουμενισμό καί
τούς παναιρετικούς Φράγγους, τούς Μονοφυσίτες καί τούς βλάσφημους Προτεστάντες.
Ὄφειλε νά ἀποκηρύξει τόν ψευδεπίσκοπο
καί μασῶνο Ἀθηναγόρα, νά καταδικάσει τήν ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας-ἀναθεμάτων τό
1965[17] καί τίς ψευδενώσεις μέ τούς αἱρετικούς Παπικούς, ὅπως καί
νά ἀναθεματίσει ὅσους ὑπέγραψαν τήν Βελμένδιο ἔνωση καί τήν ψευδένωση τοῦ
Σαμπεζύ μέ τούς Μονοφυσίτες.[18]
Τά κείμενα τῆς ληστρικῆς συνόδου ἔμειναν ἐπίτηδες ἀσαφῆ καί ἀμφίσημα. Ἀπό τήν προσεκτική μελέτη τοῦ ἐπιμάχου 6ου κειμένου διαπιστώνουμε πολλά σημεῖα, στά ὁποῖα ἡ ἀσάφεια δίνει σκόπιμα τήν δυνατότητα διαφορετικῆς ἑρμηνείας του, γιά νά μήν δυσαρεστηθοῦν οἱ παρευρισκόμενοι (ἀπαραδέκτως) ὡς παρατηρητές αἱρετικοί:
1. Γίνεται ἀναφορά σέ ἑτερόδοξες χριστιανικές «ἐκκλησίες», πού δέν βρίσκονται σέ κοινωνία μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (βλ. παραγρ. 6), καί, ἐπίσης, δέν τίθεται ὡς βάση ἡ ἀλήθεια, ἡ πίστη καί παράδοση τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῆς ἀναζητήσεως τῆς ἑνότητας τῶν Χριστιανῶν (βλ. παραγρ. 5), ἑνῶ ἐπίσης ἀπαράδεκτα δέν τονίζεται, ὅτι ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε διασπάστηκε καί ὅτι παραμένει ἡ Μία καί Ἁγία.
2. Δέν περιγράφεται ἡ ἀποστολική
ἀλήθεια, πίστη καί παράδοση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί δέν ἀντιδιαστέλλεται
ἀπό τήν ἑτεροδοξία-κακοδοξία τῶν «ἑτεροδόξων χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν»
μέ συγκεκριμένα στοιχεῖα τῆς δισχιλιετοῦς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Μέ τόν
τρόπον αὐτόν δέν ὁριοθετεῖται σαφῶς ἡ Ἐκκλησία ἀπό τίς αἱρέσεις, πού
σφετερίζονται τήν ἀποστολικήν ἀλήθειαν, εἴτε αὐτές ἀποδέχονται τίς τρεῖς πρῶτες
Οἰκουμενικές Συνόδους, (οἱ Μονοφυσίτες), εἴτε ἔχουν συγκαλέσει εἴκοσι μία
ψευδοσυνόδους!!! (οἱ Παπικοί), εἴτε ἀρνοῦνται νά ἀναγνωρίσουν στήν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία τήν ὅλην ἀποστολικήν πίστη (οἱ παναιρετικοί καί βλάσφημοι τῆς Παναγίας
μας καί τοῦ Χριστοῦ μας Προτεστάντες).
Ἐπειδή, λοιπόν, οἱ Οἰκουμενιστές τίς ὀνομάζουν «ἑτερόδοξες χριστιανικές ἐκκλησίες» χωρίς νά προσδιορίζουν σαφῶς τήν ἑτεροδοξίαν τους καί τίς αἱρέσεις τους, πού τίς ἔχουν ὁδηγήσει ἐκτός Ἐκκλησίας, δηλ. στήν αἵρεση καί στήν ἀπώλειαν, εὔκολα περνάει ἡ ἀντορθόδοξη θεωρία καί ἡ κακόδοξη ἀντίληψη,
-ὅτι Ὀρθόδοξοι καί Παπικοί βρίσκονται τάχα πλέον ὑπό καθεστώς, ὄχι τετελεσμένου σχίσματος καί ὅτι οἱ Παπικοί δέν εἶναι αἱρετικοί
-καί μέ τούς Παπικούς δέν βρίσκονται οἱ Οἰκουμενιστές σέ νεκροφόρο καί θανάσιμο ἐναγκαλισμό μέ τίς ἀντικανονικές συμπροσευχές, τά οὐνιτικά συλλείτουργα τήν διακοινωνίαν καί τά κοινά ἀνακοινωθέντα,
-ἀλλά
δῆθεν σέ διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ἀκοινωνησίας, ἄρση τῆς ὁποίας,
ὅμως, ἔγινε τό 1965, ἀπό τόν αἱρεσιάρχην Ἀθηναγόραν καί ἀπό τήν ψευδοσύνοδον
τῆς Πόλης, πού ἐπικυρώθηκε στό Μπάλαμαντ καί στήν συνέχειαν στήν Ραβένναν, ἀλλά
καί μέ τήν κρυφήν καί φανερήν διακοινωνίαν ἐπικυρώνεται καθημερινά μέ τά
οὐνιτικά συλλείτουργα τῶν Λατινοφρόνων καί τῶν Οἰκουμενιστῶν σέ κάθε περίσταση.
Αὐτή ἡ θεωρία, πού ἔχει κερδίσει καί Ὀρθοδόξους θεολόγους, διαστρεβλώνει τήν ἔννοιαν τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, στήν ὁποίαν συμπεριλαμβάνει Ὀρθοδόξους καί Παπικούς, παρά τίς ἀβυσαλέες δογματικές διαφορές, καθώς καί τήν ἔννοιαν τῆς ἑτεροδοξίας, τήν ὁποίαν ἀντιλαμβάνεται ὡς διαφορετικήν τάχα διατύπωση τῆς ἴδιας ἀποστολικῆς πίστεως!
Ἡ ἀσφαλής διεξαγωγή διαχριστιανικῶν διαλόγων χρειάζεται ἕνα καταστατικῆς ἰσχῦος κείμενο, πού νά ἀποτυπώνει μέ σαφήνειαν τήν διαφοροποίηση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τήν αἵρεση, καί τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τίς αἱρετικές ψευδοεκκλησίες, ὅπως εἶναι ἡ Ὁμολογία Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας μας στήν Σύνάξη τῶν ἐκπροσώπων της (Ἑλλάδος, Ρωσσικῆς Διασπορᾶς, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Σερβίας, Ἰταλίας καί Βορείου καί Νοτίου Ἀμερικῆς, στήν Ἀθῆνα τό 2016). Ἡ μορφή τῶν Ἱερῶν Κανόνων α΄ τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί α΄ καί β΄ τῆς Πενθέκτης μπορεῖ, ἐπίσης, νά ἀποτελεῖ γιά ὅλους τούς Ὀρθοδόξους τό παράδειγμα.
3) Στήν παραγρ. 20 ἔχουν
ἐπισημανθεῖ ἐλλείψεις, οἱ ὁποῖες ἀφήνουν χῶρον στήν καταδικασμένην ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «βαπτισματικήν θεολογίαν» καί στήν ἀναγνώριση
ἐκκλησιαστικότητας στούς αἱρετικούς!!!
4) Εἶναι ἐντελῶς
ἀπαράδεκτη ἡ παραγρ. 23, πού τονίζει, ὅτι ὁ διάλογος πρέπει νά συνοδεύεται «διά πράξεων ἀμοιβαίας κατανοήσεως καί
ἀγάπης». Δέν διευκρινίζεται μέχρι ποῦ ἐπιτρέπεται νά φθάσουν οἱ πράξεις
αὐτές καί βάσει, ποίων Ἱερῶν Κανόνων, ὥστε νά ἐκδη- λώνεται μέν ἡ ψυχική μας
εὐγένεια καί τό ποιμαντικό μας ἐνδιαφέρον γιά τήν σωτηρία τῶν αἱρετικῶν μέ τήν
ἐπιστροφή τους στήν Καθολική Ἐκκλησία καί νά διασφαλίζεται ταυτόχρονα ἡ
Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογική συνείδησις. Ὄφειλε, δηλαδή, μέ τήν ἀπόφασή της, ἄν ἤθελε νά
λέγεται Ὀρθόδοξη Σύνοδος, νά καταδικαστοῦν ἀπερίφραστα μέ σαφεῖς καί ρητές
διατάξεις Κανόνων οἱ συμπροσευχές μέ τούς αἱρετικούς, οἱ λειτουργικοί ἀσπασμοί,
τά οὐνιτικά συλλείτουργα καί οἱ διαθρησκειακές συμπροσευχές, πού ἐμφανίζουν
τούς αἱρετικούς Παπικούς, Μονοφυσίτες καί Προτεστάντες ὡς «ἐκκλησία» μέ αὐθεντικόν Βάπτισμα, Ἱερωσύνην καί σώζουσα Χάρη, καί μέ τόν τρόπον αὐτόν ἀνατρέπουν καί
ἀκυρώνουν στήν πράξη τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὡς τῆς Μίας,
Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
5) Στήν παραγρ. 11
λέγεται, ὅτι διάλογοι οἱ ὁποῖοι δέν ἐπιτυγχάνουν συμφωνία ἐπί ἑνός θέματος, δέν
διακόπτονται. Ἀντίθετα, καταγραφομένης τῆς θεολογικῆς διαφωνίας, συνεχίζονται. Ἡ Ἐκκλησία δέν διαλέγεται μέ τούς
αἱρετικούς, ἀλλά διδάσκει καί ὁδηγεῖ στούς κόλπους Της τούς πεπλανημένους καί
τούς ἀφισταμένους τῆς σωζούσης ἀληθείας. Οἱ ἄκαρποι διάλογοι συντελοῦν στό
νά ἀμβλύνεται ἡ δογματική εὐαισθησία τῶν Ὀρθοδόξων θεολόγων, πού μετέχουν σέ
αὐτούς, καθώς καί τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος. Ἡ Οὐνία στήν παρά-γραφο 23 εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν ἐκκλησιολογικόν
πρόβλημα, πού ἔπρεπε νά καταδικαστεῖ
ἀπερίφραστα καί νά ἀναθεματισθοῦν οἱ Οὐνίτες κατά τά ἀνωτέρω, πρᾶγμα τό
ὁποῖον δέν ἔγινεν καί θά ἑρμηνεύεται πλέον τό πρόβλημα τῆς Οὐνίας, ὡς πρακτικός
ἀνταγωνισμός καί ὄχι ὡς ἐκκλησιολογική
ἐκτροπή πού ἀκυρώνει τήν σωτηρίαν.
Ὡς πρός τούς μεικτούς γάμους ὀφείλει νά καταδικαστεῖ ἡ ἀπαράδεκτη «ἐφαρμογή τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας» ἡ ὁποία δέν ἀφορᾶ μόνον τούς μεικτούς γάμους ἀλλά - ΑΟΡΙΣΤΑ - «τά κωλύματα γάμου»! Τό κείμενον τό ἀναφέρει ξεκάθαρα:
«5. Περί τῶν μεικτῶν γάμων Ὀρθοδόξων μεθ’ ἑτεροδόξων καί μή Χριστιανῶν ἤχθη εἰς τήν ἀπόφασιν, ὅπως: i) ὁ γάμος Ὀρθοδόξων μεθ’ ἑτεροδόξων κωλύεται κατά κανονικήν ἀκρί-βειαν (Κανών 72 τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ Συνόδου). ii) Ἡ δυνατότης ἐφαρμογῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας ὡς πρός τά κωλύματα γάμου δέον ὅπως ἀντιμετωπίζεται ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἑκάστης αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, συμφώνως πρός τάς ἀρχάς τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἐν πνεύματι ποιμαντικῆς διακρίσεως, ἐπί τῷ σκοπῷ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. iii) ὁ γάμος Ὀρθοδόξων μετά μή χριστιανῶν κωλύεται ἀπολύτως κατά κανονικήν ἀκρίβειαν.
Βάσει, λοιπόν, αὐτῆς τῆς σατανικῆς ἐμπνεύσεως φράσεως (5
ii), μέ τήν «ἐφαρμογή τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας» ἀναιροῦνται ὅλες οἱ
προηγούμενες ἀποφάσεις τοῦ κειμένου καί ἀνοίγει ἡ πόρτα πρός τούς
γάμους ὁμοφυλοφίλων, γάμους μετ’ ἀλλοθρήσκων κ.ἄ., (ἀφοῦ μόνον κατ’ ἀκρίβειαν
τοιοῦτος γάμος ἀπαγορεύεται στήν ὑποπ. 5iii
!!!).
6) Οἱ παραγρ. 4, 5 καί 6
καθιερώνουν τήν συμμετοχήν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στούς ἀπαράδεκτους ἀπό
Ὀρθόδόξου πλευρᾶς λεγομένους διαχριστιανικούς διάλογους καί στήν Οἰκουμενικήν
Κίνηση καί μάλιστα μέ τήν ἀπαράδεκτη διαβεβαίωση, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος συμμετοχή εἰς τήν κίνησιν (σ.σ. τήν Οἰκουμενιστικήν
δηλαδή!!!) πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνό-τητος
μετά τῶν ἄλλων Χριστιανῶν ἐν τῇ Μιᾷ, Ἁγίᾳ, Καθολικῇ καί Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ…
ἀποτελεῖ συνεπῆ ἔκφρασιν τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καί παραδόσεως ἐντός νέων
ἱστορικῶν συνθηκῶν» (παραγρ. 4).
Τό ἐρώτημα εἶναι μέ ποιές ἐκκλησιολογικές ἀρχές ἔχουμε διασφαλίσει τήν συμμετοχήν τῶν Ὀρθοδόξων στούς σημερινούς διαχριστιανικούς διάλογους, ὥστε αὐτή νά εἶναι συνεπής πρός τήν ἀποστολικήν πίστη καί παράδοση. Καί στίς σημερινές ἱστορικές συνθῆκες, ὅπως καί στίς παλαιότερες (Λατινοκρατία τοῦ 13ου αἰῶνος, Propaganda Fidei τοῦ 16ου-18ου αἰῶνος), τό ἀσφαλές κριτήριον Ὀρθοδόξου διαλόγου, (τῆς διδασκαλίας μᾶλλον πρός τούς ἐκτός Αὐτῆς), εἶναι νά διατηρεῖται ἀναλλοίωτη ἡ ἐκκλησιολογική ταυτότητα τῶν Ὀρθοδόξων καί νά παρουσιάζεται πάντοτε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἔχουσα τήν ἀποστολήν τοῦ διδασκάλου καί τοῦ ὀφθαλμοῦ τῆς ἀνθρωπότητας κατά τόν Ἅγιον Νεκτάριον.
Κάποτε ἐπρόκειτο γιά ἄρνηση νά ὑποταχθοῦμε στήν ἐξουσίαν τοῦ Πάπα. Κατόπιν ἐπρόκειτο γιά ἄρνηση τῆς Οὐνίας, δηλαδή νά μνημονεύουμε τόν Πάπαν ὡς Κεφαλήν τῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα πρόκειται γιά ἄρνηση νά «ἀλληλοαναγνωρισθοῦμε ὡς Ἐκκλησίες», ὅπως θέλει ἡ παναιρετική Οἰκουμενική Κίνηση τοῦ 20οῦ αἰῶνα καί ἡ αἵρεση τῆς λεγεῶνας τῶν αἱρέσεων τοῦ Οἰκουμενισμοῦ (κατά τόν πατέρα Ἰουστῖνο τόν Πόποβιτς).
Δέν διακηρύσσεται καθόλου στό ψευδοσυνοδικόν κείμενον, ὅτι οὐδεμία ἄλλη χριστιανική κοινότητα εἶναι Ἐκκλησία μέ τήν δογματικήν ἔννοιαν τοῦ ὅρου, παρά μόνον ἡ Ὀρθόδοξη. Δέν ἐπιτεύχθηκε οὔτε προσυνοδικῶς οὔτε στήν ψευδοσύνοδον νά περιληφθεῖ στήν παραγρ. 1 τοῦ 6ου κειμένου ἡ ἔννοια τῆς μοναδικότητας τῆς Ἐκκλησίας κατά τά ἀνωτέρω ἀναπτυχθέντα. Ἡ ἀπουσία, ὅμως, τῆς ἔννοιας αὐτῆς συνιστᾶ πολύ σημαντικήν καί σκόπιμη ἔλλειψη, πού ταυτίζεται μέ ὑποχώρηση καί προδοσίαν τῆς φιλτάτης Ὀρθοδοξίας.
Ἡ μετακίνηση τῆς παπικῆς ἐκκλησιολογίας ἀπό τήν ἀντίληψη τῆς «ἀπο-κλειστικότητος», (πρό τῆς Β΄ Βατικανῆς), στήν σύγχρονη ἀντίληψη τοῦ Συντάγματος Lumen Gentium, ὅτι ἡ Ρωμαιοκαθολική «substitit» εἰς τήν Μίαν Ἁγίαν (ἀνήκει, ἐνυπάρχει, ὄχι ὅτι εἶναι ἡ Ἐκκλησία), ὑποδηλώνει ἕνα κίνδυνον πού ὀφείλουν οἱ Ὀρθόδοξοι νά ἀποφεύγουν πάντοτε, τονίζοντας τήν ἔννοιαν τῆς μοναδικότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς ὅλης καί μόνης Ἐκκλησίας. Οἱ ἐκπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στά οἰκουμενικά συνέδρια, ὅταν κατέθεταν κοινήν Δήλωση, ἐτόνιζαν τήν μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς ὅλης καί μόνης Μίας Ἁγίας. Π.χ. στήν Λούνδη τό 1952: «Αὕτη εἶναι ἡ ὅλη καί μόνη Ἐκκλησία, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἐντολοδόχος τῶν Ἀποστόλων. Οὕτως αὕτη μόνη δύναται νά καθορίζει τήν πίστιν. Καί εἴμεθα βέβαιοι, ὅτι τοῦτο εἶναι ἀπόδειξις τῆς μοναδικότητός της». Ἐνώπιον τῶν Ὀρθοδόξων καί αὐτός ὁ παναιρετικός Βαρθολομαῖος δήλωσε στό Πρωτᾶτον τήν 21η Ὀκτωβρίου 2008: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι αὐτή μόνη ἡ Μία Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία».
Ὑπάρχει μία προφανής ἀναντιστοιχία ἀνάμεσα στήν διακήρυξη: «Ἡ Ὀρθό-δοξος Ἐκκλησία… οὖσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία» (παραγρ. 1), καί στά πεπραγμένα τῶν προδοτικῶν θεολογικῶν διαλόγων. Ἀπό τήν ἐποχήν πού πρωτοσυντάχθηκε αὐτή ἡ διατύπωση (στήν Γ΄ Προσυνοδικήν Πανορθόδοξη Διάσκεψη τοῦ 1986) μέχρι σήμερα, καί παρότι εἶχε τονισθῆ ἀπό τότε, ὅτι ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δίδεται «ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως καί πίστεώς της», ἔχουν γίνει «θεολογικές» προδοτικές συμ-φωνίες, οἱ ὁποῖες δέν ἑδρά-ζονται στήν ἀποστολικήν πίστη καί παράδοση. Τέτοιες εἶναι:
-ἡ προδοτική συμφωνία τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Ὀρθοδόξων καί Μονοφυστιῶν ἐπί τῆς Χριστολογίας (1989, 1990, Σαμπεζύ καί ἡ ἑνωτική μέ τούς Μονοφυσίτες Ἐγκύκλιος τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας),
-ἡ προδοτική συμφωνία ἐπί τῆς ἐκκλησιολογίας στό Μπαλαμάντ τό 1993, ἡ ὁποία συνόψιζε τίς συμφωνίες τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν στό Μόναχο τό 1982, στό Μπάρι τό 1986 καί στό Νέο Βάλαμο τό 1988, πού ἀφοροῦσαν τόν ἐκκλησιαστικόν χαρακτῆρα ἀμφοτέρων τῶν πλευρῶν δηλ. τήν ἀποστολικήν πίοτη, τήν ἀποστολικήν διαδοχήν καί τά αὐθεντικά μυστήρια, καί
-ἡ προδοτική συμφωνία στήν Ραβένναν τό 2007, γιά τήν ὕπαρξη δῆθεν πρωτείου ἑνός ἐπισκόπου ἐπί παγκοσμίου ἐπιπέδου, (πού προετοιμάζει τήν ἔλευση τοῦ Ἀντιχρίστου).
Τό συνοδικόν κείμενο γίνεται ἀσαφέστερον μέ τήν ρητήν διαβεβαίωση τῆς Ἐγκυκλίου, ὅτι οἱ «ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διεξαγόμενοι διάλογοι οὐδέποτε ἐσήμαιναν, οὔτε σημαίνουν καί δέν πρόκειται νά σημάνουν ποτέ οἱονδήποτε συμβιβασμόν εἰς ζητήματα πίστεως».
Ἐάν οἱ ἀνωτέρω θεολογικές «συμφωνίες» δέν εἶναι «συμβιβασμός εἰς ζητήματα πίστεως», τότε, τί εἶναι συμβιβασμός καί ποιός εἶναι ὁ «δογματικός μινιμαλισμός» πού ἀπορρίπτεται μέ τήν διατύπωση τῆς Ἐγκυκλίου στήν παρ. 20; «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία οὐδέποτε ἀπεδέχθη τόν θεολογικόν μινιμαλισμόν ἤ τήν ἀμφισβήτησιν τῆς δογματικῆς παραδόσεως καί τοῦ εὐαγγελικοῦ ἤθους της»!
Ἀπό τίς ἀνωτέρω ἐπισημάνσεις συνάγεται, ὅτι τό κείμενον τῶν σχέσεων πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον προσανατολίζεται πρός συνοδικήν κατοχύρωση τῆς γραμμῆς τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων τῆς τελευταίας πεντηκονταετίας, χωρίς τίς ἀπαραίτητες βάσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας.
Οἱ ἀστοχίες κατά τούς διαχριοτιανικούς διάλογους καί οἱ προδοτικές «συμφωνίες» τοῦ παρελθόντος δέν εὐνοοῦν μίαν θετικήν ἀπάντηση. Χρειαζόταν τώρα, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλην φοράν ἕνα κείμενο μέ ἁγιοπατερική πνοή, τό ὁποῖον δέν θά ἄφηνε περιθώρια στόν Προτεσταντικόν Οἰκουμενισμόν (θεωρία τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν») καί τόν Παπικόν τοιοῦτον, τῶν «δύο πνευμόνων», γιά ἀναγνώριση ἑτεροδόξου βαπτίσματος καί ἱερωσύνης, γιά κοινήν δῆθεν χριστολογικήν πίστη μέ τούς Μονοφυσίτες, γιά τήν ἀποδοχήν τῆς Βατικανείου «Clarification», γιά συνυπογραφήν εἰδικῶν κειμένων περί Ἐκκλησίας τοῦ τμήματος «Πίστις» καί «Τάξις» τοῦ Π.Σ. τοῦ Σατανᾶ, καί σχετικές δῆθεν «ἐθιμοτυπικές ἐκκλησιαστικές» ἐκδηλώσεις πού τά ἐπιβεβαιώνουν. Ἕνα τέτοιο κείμενον θά στόχευε στήν ἐπιστροφήν τῶν ἑτερόδοξων- αἱρετικῶν στήν Ἐκκλησίαν. Θά ἔδειχνε, ὅτι δέν ἀναγνωρίζεται ἐν τῇ πράξει στίς ἑτερόδοξες – αἱρετικές «ἐκκλησίες» ἐκκλησιαστικότητα, ὅτι τάχα εἶναι ἐκκλησίες μέ τήν θεολογικήν ἔννοιαν τοῦ ὅρου, ἀφήνοντας τούς αἱρετικούς στίς πλάνες τους.
Τό συνοδικόν κείμενον περί τῶν σχέσεων μέ τούς ἑτεροδόξους - αἱρετικούς παρουσιάζει ἐσκεμμένα ἔλλειμμα ἐκκλησιολογικῆς ἀκριβείας. Ἀναπόφευκτα αὐτό θά φανεῖ κατά τίς μελλοντικές οἰκουμενικές ἐπαφές μέ τίς θεήλατες συμπροσευχές καί τά οὐνιτικά συλλείτουργα τοῦ κ. Βαρθολομαίου. Σέ αὐτές θά ἐφαρμοσθεῖ πρακτικά τό πνεῦμα τοῦ κειμένου. Οἱ διαχριστιανικοί διάλογοι ὀφείλουν νά γίνονται μέ βάση τήν καθαρή Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογίαν, ὅπου ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπέχει θέση διδασκάλου καί ὀφθαλμοῦ τῆς ἀνθρωπότητας. Τά κεκτημένα, ὡστόσο, προδοτικά κείμενα, οἱ συμπροσευχές καί ἡ κοινή λατρεία μέ τούς αἱρετικούς στό παρελθόν, οὕτως ἤ ἄλλως καταμαρτυροῦν παρεκκλίσεις ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλη-σιολογίαν.
Οἱ λειτουργικοί ἀσπασμοί, οἱ συμπροσευχές, οἱ εὐλογίες Ὀρθοδόξου ποιμνίου ἀπό αἱρετικούς ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες, οἱ κοινές ἐκδηλώσεις Ὀρθοδόξων καί ἑτεροδόξων προκαθημένων καί κληρικῶν, μέ τίς ὁποῖες ἀμβλύνεται τό Ὀρθόδοξον κριτήριον καί προωθεῖται στήν πράξη ὁ λαϊκός Οἰκουμενισμός δέν καταδικάσθηκαν καί θά συνεχισθοῦν μέ βάση καί τίς ἀποφάσεις τῆς ληστρικῆς αὐτῆς συνόδου.
Οἱ θεολογικές μελέτες, τά θεολογικά ἐπιστημονικά συν-έδρια, καί ὅ,τι ἄλλο στόν ἀκαδημαϊκό χῶρο προωθεῖ τούς διαχριστιανικούς διάλογους πρός τήν πλευράν τοῦ συγκρη-τιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχουν «ἀξιοποιηθεῖ κατάλληλα» ἀπό ἐκκλη-σιαστικούς φορεῖς. Ὡς παραδείγματα νά ἀναφερθοῦν, ἡ θεολογική παραγωγή πού ἐπί χρόνια ἐμφανίζει τούς Μονοφυσῖτες ὡς Ὀρθοδόξους στήν Χριστολογικήν τους διδασκαλίαν, ἡ περιβόητη παπική «Clarification», πού ἐξισώνει τό Φιλιόκβε μέ τήν ἐκ μόνου τοῦ Πατρός ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί οἱ θεολογικές μελέτες πού ὑποστηρίζουν ὡς ἔγκυρο τό βάπτισμα τῶν ἑτερόδοξων-αἱρετικῶν.
Τά προσυνοδικά κείμενα ἦσαν φορτισμένα μέ τήν γνωστή προϊστορίαν τους καί τίς ἐλλείψεις τους. Προϋπέθεταν καί ἀντανακλοῦσαν τήν ἱστορίαν τῶν διαχριστιανικῶν θεολογικῶν διαλόγων, ἀποφάσεων καί συμφωνιῶν. Δέν ἦταν σωστόν νά ἑρμηνευθοῦν καθ’ ἑαυτά καί ἀφ’ ἑαυτῶν.
Ἡ ληστρική αὐτή σύνοδος βελτίωσε κάπως τά προσυνοδικά κείμενα. Τά τελικά, ὅμως, συνοδικά κείμενα παρουσιάζουν ἀκόμη σκόπιμες ἀσάφειες. Δέν πῆραν «καθολική μορφή», μέ τήν ὁποίαν θά μποροῦσαν νά συντελέσουν στήν «καθολικήν ἑνότητα» τῆς Ἐκκλησίας καί νά ἀποκτήσουν τήν ἀναμενόμενη «καθολικήν ἰσχύ».
Οἱ προσδοκίες ἀπό τήν σύνοδο αὐτή, βεβαίως, καί δέν ἐκπληρώθηκαν, παρά τίς βελτιώσεις τῶν προσυνοδικῶν κειμένων. Οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου ὡς ὀρθόδοξες ἀποφάνσεις θά ἔπρεπε νά συμφωνοῦν μέ τό Συνοδικόν της Ὀρθοδοξίας, στό ὁποῖο θά ἦταν σκόπιμο καί δυνατόν νά περιληφθοῦν.
Ἐπιπροσθέτως τίθεται ἕνα μεῖζον θέμα, τό οὐσιῶδες δηλ. ζήτημα πού εἶναι οἱ πεποιθήσεις τῶν καινοτόμων ἀρχιερέων τῶν φαινομένων ὡς ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν,
-ὅτι ἡ ἀληθής πίστη δέν ἀποτελεῖ ἀπόλυτη προϋπόθεση γιά τήν μετοχή στήν ἄκτιστη χάρη τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ,
-ὅτι ἡ ἑτεροδοξία κέκτηται ἀληθές βάπτισμα, μυστηριακή δομή, ἀποστολική διαδοχή καί ἱερωσύνη καί ἑπομένως καί ἡ αἵρεση εἶναι καί αὐτή «ὁδός πρός σωτηρίαν».
Οἱ θέσεις, ὅμως, αὐτές ἀνατρέπουν πλήρως τήν θεολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων 2000 χρόνων καί ἀποτελοῦν καθαρή ὑποβολή τοῦ δαιμονικοῦ περιπαίγματος πρός ἀνατροπήν τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου.
«Δέν ὑπῆρξε ποτέ διαίρεσις τῆς Ἐκκλησίας, καί δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξη, πλήν ὑπῆρξε καί θά ὑπάρξη ἔκπτωσις ἐκ τῆς Ἐκκλησίας, κατά τόν τρόπον, πού πίπτουν τά ξερά καί ἄγονα κλήματα ἀπό τήν Θεανθρωπίνην καί αἰωνίως Ζῶσαν Ἄμπελον, πού εἶναι ὁ Κύριος Ἰησούς Χριστός (Ἰω. 13, 16)».[19]
Ἑπομένως, οἱ συγκεκριμένοι Οἰκουμενιστές ἐμφοροῦνται ἀπό τήν αἵρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ἀποτελοῦν ἀπόλυτο κίνδυνο γιά τό Ἐκκλησιαστικόν σῶμα, ἀλλά καί τραγικόν ἄλλοθι γιά τήν ἐμμονήν τῶν κακοδόξων στήν αἵρεσή τους. Σέ καμμία, λοιπόν, περίπτωση δέν μποροῦμε νά ἔχουμε κοινωνία μέ ἐμφορουμένους ἀπό τέτοιες κακοδοξίες, γιατί διακινδυνεύεται ἡ σωτηρία τοῦ ποιμνίου μας καί καταπατᾶμε τούς ὅρκους τῆς ἱερωσύνης μας καί τῆς Ὁμολογίας τοῦ βαπτίσματός μας.
Ἑπομένως, ὀρθῶς καί ἀποδεδειγμένα ἡ λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» θά πρέπει νά θεωρηθεῖ ὡς ληστρική καί ψευδοορθόδοξη καί τήν καταδικάζουμε ἐκκλησιαστικά ὡς τέτοια, τόσο σέ τοπικό ἐπίπεδο, ὅσο καί πανορθοδόξως, μέχρι νά συγκληθεῖ μία ὄντως Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, πού θά θεραπεύσει ἀστάθειες καί ἀσάφειες, καταδικάζουσα τήν παναίρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐπανεισάγουσα τό αἰώνιον Ἑορτολόγιον τῆς Ἐκκλησίας σέ ὅλες τίς ἀνά τόν κόσμον Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί διακηρύσσουσα παγκο-σμίως, ὅτι ἡ μόνη ὁδός σωτηρίας καί μετοχῆς στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἀδιαιρέτου Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ὁ Μέγας Φώτιος στόν λόγον του «Περί τῆς τοῦ ἁγίου Πνεύματος μυσταγωγίας» ἀναφέρει τά ἑξῆς:
«Καί οὐδέ τῶν τοῦ θεσπεσίου Παύλου φρίττουσι φωνήν, ἥν αὐτοί κατά τῶν Πατέρων αὐτῶν μετά πολλῆς ἀπορρίπτουσι τῆς κακουργίας. Καί γάρ οὗτος ὁ τήν ἐξουσίαν λαβών δεσμεῖν καί λύειν καί τοῦ δεσμοῦ φοβερόν ἅμα καί κραταιόν (μέχρι γάρ αὐτῆς ἀναφέρεται τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν), οὗτος δή μεγάλῃ καί διαπρυσίῳ κέκραγε τῇ φωνῇ∙ “Κἄν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὅ εὐαγγελιζόμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω”.» Παῦλος ἡ ἀσίγητος τῆς Ἐκκλησίας σάλπιξ ὁ τοσοῦτος καί τηλικοῦτος τούς παρά τό Εὐαγγέλιον ἕτερόν τι τολμῶντας φρόνημα λαβεῖν καί παρεισάγειν τῷ ἀναθέματι παραπέμπει, καί οὐ τούς ἄλλους μόνον, οἵτινες τοῦτο τολμήσειαν, ἀραῖς ἀνυπερβλήτοις ὑπάγει, ἀλλά καί ἑαυτόν, ἔνοχος εἰ ὀφθείη, πρός τήν ἴσην συνωθεῖ δίκην. Καί οὐδέ μέχρι τούτου τό φοβερόν τῆς ἀποφάσεως περιγράφει, ἀλλά καί τόν οὐρανόν αὐτόν ἐρευνᾷ˙ κἄν ἄγγελον εὕρῃ τοῖς ἐπί γῆς ἐκεῖθεν ἐπιστάντα καί ἕτερόν τι παρά τό εὐαγγελικόν εὐαγγελιζόμενον κήρυγμα, τοῖς ὁμοίοις δεσμοῖς ὑποβάλλει καί τῷ διαβόλῳ παραπέμπει»[20] .
Ἐδῶ, ὁμολογεῖ ὁ Μέγας Φώτιος, ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔλαβε τήν ἐξουσία τοῦ δεσμεῖν καί λύειν καί ὄχι ἁπλῶς τήν ἐξουσίαν τοῦ νά παραπέμπει στήν Σύνοδον τούς αἱρετικούς. Μάλιστα ἀναφέρει ὁ Ἅγιος, ὅτι ἡ ἐξουσία του ἐπεκτάθηκε καί στόν οὐρανόν, ἐφ’ ὅσον, δηλαδή, ἀναθεματίζει καί ἀγγέλους, ἄν κηρύττουν κάτι ἀντίθετο πρός τό εὐαγγελικόν κήρυγμα. Ἀναφέροντας ἐν συνεχείᾳ τό χωρίον τοῦ Ἀπ. Παύλου (Γαλάτ. 1, 8) τό ἑρμηνεύει λέγοντας, ὅτι «τούς παρά τό Εὐαγγέλιον ἕτερόν τι τολμῶντας φρόνημα λαβεῖν καί παρεισάγειν τῷ ἀναθέματι παραπέμπει».
Ἑπομένως, ὅλους αὐτούς, ὁ Ἀπ. Παῦλος τούς παραπέμπει στό ἀνάθεμα, σύμφωνα μέ τόν Μ. Φώτιον, καί ὄχι στήν Σύνοδον. Τά λόγια τοῦ Ἀπ. Παύλου ὁ Μέγας Φώτιος τά ἀναφέρει ὡς καταδικαστικήν ἀπόφαση: «Καί οὐδέ μέχρι τούτου τό φοβερόν τῆς ἀποφάσεως περιγράφει». Ἐν συνεχείᾳ ἐπεκτείνει τήν ἐξουσίαν τοῦ Ἀπ. Παύλου στόν οὐρανόν: «ἀλλά καί τόν οὐρανόν αὐτόν ἐρευνᾷ». Στήν ἔρευνα τοῦ οὐρανοῦ ἐξετάζει τό φρόνημα τῶν ἀγγέλων: «κἄν ἄγγελον εὕρῃ τοῖς ἐπί γῆς ἐκεῖθεν ἐπιστάντα καί ἕτερόν τι παρά τό εὐαγγελικόν εὐαγγελιζόμενον κήρυγμα...». Αὐτούς τούς ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι θά ἔχουν ἄλλο φρόνημα ἀπό τό εὐαγγελικόν «τοῖς ὁμοίοις δεσμοῖς ὑποβάλλει καί τῷ διαβόλῳ παραπέμπει».
Κατά τούς Πατέρες δέν περιορίζεται ἡ ἐξουσία τοῦ Ἀπ. Παύλου καί δέν καταργεῖται, ἀποδιδόμενη σέ συγκληθησόμενη στό μέλλον Σύνοδο.
Γιά τίς ἡμέρες μας αὐτό σημαίνει, ὅτι τήν ἐξουσία τοῦ Ἀπ. Παύλου δέν τήν ἀποδίδουμε στούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι, σύμφωνα μέ κάποιες ἀδιανόητες, καινοτόμες βλάσφημες καί αἴολες διδασκαλίες, πρέπει νά καταδικάσουν -ἄν εἶναι ποτέ δυνατόν- πρῶτα τήν αἵρεσή τους καί ἔπειτα τούς ἑαυτούς τους. Τέτοιες ἀνόητες θέσεις ἀπέχουν πολύ ἀπό τήν διδασκαλίαν τῶν Ἁγίων Πατέρων καί μάλιστα αὐτήν πού ἑρμηνεύει τήν ἁγίαν Γραφήν. Τοὔλάχιστον ὀφείλουν ὅλοι νά πεισθοῦν, σέ ποιά κατάσταση ἔχει ὁδηγηθεῖ ἡ Ὀρθοδοξία μέ τέτοιες θέσεις περί μελλοντικῆς καί ἀορίστου παραπομπῆς ὅλων τῶν θεμάτων σέ μία -ἄν ποτέ συγκληθεῖ- Οἰκουμενικήν Σύνοδον. Μέ αὐτόν τόν τρόπον καί οἱ δήθεν «ἀντιοικουμενιστές» ἐνστερνίστηκαν τήν δυνητικήν ἑρμηνείαν τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ΄ Συνόδου περί διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου τῶν αἱρετικῶν καί μέ βάση αὐτήν «πολεμοῦν» μέ χαρτοπόλεμον τήν Παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως τόνισε σέ παλαιότερα κείμενά του ὁ μακαριστός καθηγητής Δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς μας Σχολῆς τῆς Ἀθῆνας Νικόλαος Μητσόπουλος.
Στό ἔργον τοῦ Μεγάλου Φωτίου «Σύνταγμα τῶν Κανόνων»[21] ἀναφέρονται καί τά ἑξῆς ἀπό τήν Ἁγίαν Ζ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον:
«Ἅπαντα τά παρά τήν ἐκκλησιαστικήν παράδοσιν καί τήν διδασκαλίαν καί ὑποτύπωσιν τῶν ἁγίων καί μακαρίων Πατέρων καινοτομηθέντα καί πραχθέντα ἤ μετά τοῦτο πραχθησόμενα, ἀνάθεμα» [22]
Οἱ Πατέρες μας, συνοδικῶς διασκεψάμενοι, ἀναθεματίζουν, πέραν τῶν ἄλλων, καί κάθε μελλοντικήν καινοτομίαν.
Μέ βάση τήν ἀνωτέρω καινοτοτόμον διδασκαλίαν, γιά νά ἔχει ἰσχύν καί ὁ ἀναθεματισμός τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, πρέπει νά ἐπιληφθεῖ ἡ Σύνοδος, ἡ ὁποία θά κρίνει καί θά καταδικάσει τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους καί τήν κακοδοξίαν. Ἄν εἶναι ἔτσι τά πράγματα, τότε, πολύ περισσότερον, δέν ἰσχύει ὁ μελλοντικός ἀναθεματισμός τῶν Πατέρων αὐτῶν καί μάλιστα, γιά καινοτομίες καί κακοδοξίες, πού ἀφοροῦν τήν διδασκαλίαν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῶν ἁγίων Πατέρων καί τήν Ἐκκλησιαστικήν Παράδοση. Τότε, στήν περίπτωση, ὅμως, αὐτή, στό Συνοδικόν τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς ὁ ἀναθεματισμός αὐτός, θα πρέπει νά εἶναι λανθασμένος, (φεῦ τῆς βλασφημίας)!!!
Καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, βεβαίως, ἔχει αὐτήν τήν ἐξουσίαν νά ἀναθεματίζει τούς αἱρετικούς ὅλων τῶν ἐποχῶν, καί οἱ Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἔχουν τήν ἐξουσίαν καί ὄφειλαν νά ἀναθεματίσουν τούς μελλοντικούς αἱρετικούς, ἀκόμη καί μεμονωμένοι Πατέρες καί αὐτός ὁ πιστός λαός τοῦ Θεοῦ, τό Βασίλειον ἱεράτευμα τό Ἔθνος τό ἅγιον ὡς φύλαξ καί ὑπερασπιστής τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τά ἐκτεθέντα ἀναλυτικῶς ἀνωτέρω.
Ὁ δέ
ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐν
προκειμένῳ διδάσκει τὰ ἑξῆς:
«ἀλλὰ καὶ ἄλλος εἴ τις εἴη τούτοις ὁμώνυμος, ὅμως αἱρετικὸς κατὰ τὴν ἐκείνων αἵρεσιν ἢ ἑτέραν, κἄν ἐπίσκοπος, κἄν ἀσκητής, κἄν ὁστισοῦν, ἀνάθεμα ἔστω. ἀλλὰ καὶ εἴ τις μὴ ἀναθεματίζοι εὐκαίρως κατὰ τὸ ἀναγκαῖον πάντα αἱρετικόν, εἴη τῆς αὐτῶν μερίδος».[23]
Καὶ σὲ ἄλλην, ἐπίσης, ἐπιστολὴν ὁ Ὅσιος ἀναφέρει: «Ἐπειδὴ πᾶς ὀρθοδοξῶν κατὰ πάντα, πάντα αἱρετικὸν δυνάμει κἄν οὐ ρήματι, ἀναθεματίζει».[24] Σημειωτέον, ὅτι καὶ τὰ δύο αὐτὰ χωρία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου εἶναι ἀπὸ ἐπιστολὲς, πού τὶς ἀπέστειλε κατὰ τὴν χρονικὴν περίοδον τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως. Φρονοῦν ἀντίθετα πρός τήν διδασκαλίαν τῶν Ἁγίων, ὅσοι θεωροῦν ὡς ἀναθεματισμένους μόνον ἐκείνους, γιά τούς ὁποίους θά ἐκφωνήσει ἡ Σύνοδος συγκεκριμένως καί ὀνομαστικῶς τό ἀνάθεμα, ἀφοῦ ὅπως ἰσχυρίζονται, ἐξετάσουν τήν αἵρεση σάν τόν χειρουργόν ἰατρόν, ὁ ὁποῖος θά ἀποκόψει τό τμῆμα αὐτό τοῦ σώματος, τό ὁποῖον ἔχει γάγγραινα. Δηλαδή, οἱ ἀναθεματισμένοι ἀπό τόν Μέγαν Ἀπόστολον Παῦλον καί τούς Ἁγίους, εἶναι γιά ὅλους αὐτούς ἀναθεματιστέοι.
Ἐμεῖς, ὡς τέκνα ὑπακοῆς τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἑπόμενοι τῇ συμφωνίᾳ καί τῇ ἀρχαιότητι καί ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν, τίς ἐπιταγές τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων ἀλλά καί τό:
«Ἄρειον, Εὐνόμιον, Μακεδόνιον, Ἀπολινάριον, Νεστό-ριον, Εὐτυχέα, καὶ Ὠριγένην, μετὰ τῶν ἀσεβῶν αὐτῶν συγγραμμάτων, καὶ τοὺς ἄλλους πάντας αἱρετικούς, τοὺς κατακριθέντας καὶ ἀναθεματισθέντας ὑπὸ τῆς ἁγίας καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν προειρημένων ἁγίων τεσσάρων συνόδων, καὶ μέχρι τέλους τῇ οἰκείᾳ ἀσεβείᾳ ἐμμείναντας,ὁ τοιοῦτος ἀνάθεμα ἔστω…»[25]:
ὡς τοπική Ἐκκλησία τῆς Πάτρας, νομιμοποιούμενοι ἀπό τήν Πανορθόδοξη Σύνοδον τοῦ 1848 καί τίς ἀνωτέρω ἐπιταγές τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων, τά ἐν Κολυμπαρίῳ τῆς Κρήτης ἀποφασισθέντα ἐν συνόδῳ, κατά τά εἰρημένα καί λεπτομερῶς ἀνωτέρω ἐκτεθέντα, τήν ὁποίαν σύνοδον κατατάσσουμε στίς ληστρικές Συνόδους καί ἀναθεματίζουμε πάντα τά ἐν αὐτῇ κακοδόξως καί αἱρετικῶς συμφωνηθέντα.
Πάτρα, Π.Ο.Ε. 04.10.2017, Ἁγίου Ἱεροθέου τοῦ Ἱερομάρτυρος,
πρώτου Ἐπισκόπου Ἀθηνῶν
Γιά τήν Ἕνωση Γνησίων Ὀρθοδόξων
Ἐπιστημόνων Πατρῶν:
π. Νικόλαος Δημαρᾶς, τ. Ἐπίκουρος Καθηγητής Πανεπ. Πάτρας, Δρ.Ν., M.Α. Philosophie und Theologie, ἐφημέριος Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίων Πάντων Πατρῶν
Δρ. Πέτρος Κουτσοῦκος, Καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου Πατρῶν
Διονύσιος Κυπριώτης, καθηγητής Μαθηματικῶν - Παιδαγωγός, Διευθυντής Δημοτικοῦ Σχολείου
Δημήτριος Καϊπης, Πολιτικός Μηχανικός, εἰδικευμένος στήν πληροφορικήν
Ἑλένη Παπαδοπούλου-Καΐπη, Θεολόγος-Παιδαγωγός
Ἀνδρέας Γαλάνης, Καθηγητής Μαθηματικῶν, Μsc ἐπιχειρησιακῆς ἔρευνας,
Δημήτριος Λούκας, Μουσικός, διπλωματοῦχος ἠλεκτρολόγος
Ἰουλιανή Gunnemann-Dimaras, καθηγήτρια Βιολογίας καί Φυσικῆς Ἀγωγῆς
Εὐγενία Πιερρῆ, Δρ. Φυσικῆς, καθηγήτρια Μέσης Ἐκπαιδεύσεως, Διευθύντρια Λυκείου
Δημήτριος Σταματέλος, ἠλεκτρολόγος-μηχανολόγος Πανεπιστημίου Πατρῶν, τ. Προϊστά-μενος Τεχνικοῦ Τμήματος ΟΤΕ
Σεραφείμ Δημαρᾶς, Παιδαγωγός, Μsc Παιδαγωγικῆς
Νεκτάριος Δημαρᾶς, Ἀρχιτέκτων ΕΜΠ
Εὐαγγελία Δημαρᾶ, Πολιτικός Μηχανικός
Κωνσταντίνα Δημαρᾶ, καθηγήτρια Φυσικῆς Ἀγωγῆς
Ἀναστασία Δημαρᾶ, τελειόφοιτος Μαιευτικῆς Ἀθηνῶν
Ραφαέλα Ἀργυριάδη, Ἰατρός, εἰδικευόμενη Ὀγκολόγος
Γεωργία Κυπριώτη, Καθηγήτρια Φυσικῆς Ἀγωγῆς.
Κωνσταντίνα Δημητρακοπούλου, Καθηγήτρια Φυσικῆς
Μαρία Ραπάνου, Ἰατρός Δερματολόγος
Μαρία Καλογερῆ, Παιδαγωγός Δημοτικῆς Ἐκπαιδεύσεως
Βασιλική Καλογερῆ, Παιδαγωγός Δημοτικῆς Ἐκπαιδεύσεως
Δημήτριος Μητρόπουλος, Οἰκονομολόγος, διευθύνων σύμβουλος Α.Ε. Κατασκευαστικῆς Πατρῶν
Κωνσταντῖνος Κακαβᾶς, Παιδαγωγός, Msc Παιδαγωγικῆς
Παναγιώτης Κακαβᾶς, Παιδαγωγός,
Ρουμπίνη Τσαούση, Καθηγήτρια Μαθηματικῶν
Ἀθανάσιος Καλογερῆς, Παιδαγωγός
Φωτεινή Καλογερῆ, Παιδαγωγός
Κωνσταντῖνος Ἀδαμόπουλος, Στρατηγός ἐ.ἀ.
Δημαρᾶ Μαρία, Ἀξιωματικός Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας
Ἑλένη Ἀδαμοπούλου, Καθηγήτρια Ἀγγλικῶν
Δήμητρα Λίβα, Msc Καθηγήτρια Μαθηματικῶν
Διονύσιος Πολυμενόπουλος, Οἰκονομολόγος
Κούτση Ἰωάννα, Μsc Παιδαγωγός
Ἀλέξης Τσαούσης, Πτυχιοῦχος ΤΕΙ, Ἐπιχειρηματίας
Ἀθανάσιος Κουτσοσπῦρος, καθηγητής καί Ἀρχιμουσικός-συνθέτης
Παναγιώτης Κοντός, Καθηγητής Φιλολογίας
Ἀρετή Κωστογιαννοπούλου καθηγήτρια Φιλόλογος
Εὐανθία Παναγοπούλου καθηγήτρια Φιλόλογος
Συνυπογράφει, συμφωνῶν μέ τό κείμενον, παρά τό γεγονός, ὅτι δέν ἀνήκει στήν Ἐκκλησίαν Γ.Ο.Χ. Πάτρας καί ὁ κ. Νικόλαος Σαββόπουλος, Καθηγητής Θεολόγος - Νομικός, πρώην διευθυντής τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Λυκείου Κορίνθου.
Ἀκολουθοῦν μέ τήν χρονικήν σειράν πού ὑπέγραψαν οἱ
ὑπογραφές τῶν προϊσταμένων καί τῶν πιστῶν, λαϊκῶν καί Μοναχῶν τῶν Ἐνοριῶν:
Ἁγίων Πάντων Πατρῶν,
Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ Πατρῶν,
Τιμίου Σταυροῦ Ἀμαλιάδος,
Ἱερᾶς Μονῆς Ζωοδόχου Πηγῆς Πατρῶν
Ἡσυχαστηρίου, Ἁγίου Συμεῶνος τοῦ Νέου Θεολόγου τῆς Μοναχῆς Χριστονύμφης καί τῆς Συνοδείας αὐτῆς, Βασιλικοῦ Φαρρῶν.
Δημήτριος Παπάδης
Λουκᾶς Μέρμελας
Ἰωάννης Λουκόπουλος
Γεωργία Καραδημητροπούλου
Γεώργιος Αὐλωνίτης
Διονυσία Νικολακοπούλου
Μιχαήλ Ζαγορίτης
Νικόλαος Παππᾶς
Ἀλέξιος Θεριακλῆς
Ἰωάννης Κούτσης
Φωτεινή Κυριτοπούλου-Κούτση
Ὁδυσσεύς Καμπεράι
Φωτεινή Καμπεράι
Δημήτριος Λούκας
Αὐγούστα-Ἰουλία Λούκα-Διαμαντοπούλου
Παναγιώτα Λούκα
Γεωργία Καρέλη
Ἰουλιανή Γκούννεμανν
Εὐστάθιος Ἡλιόπουλος
Ἀθανάσιος Ἀϋφαντῆς
Ἀθανάσιος Μαρίνος
Μαρία Σουπίδου
Νικόλαος Σωτηρόπουλος
Ἀλέξιος Λούκας
Παναγιώτα Κούτρα
Θεοδώρα Σωτηροπούλου
Ραφαήλ Σωτηρόπουλος
Παναγιώτης Σωτηρόπουλος
Δημήτριος Καΐπης
Ἑλένη Παπαδοπούλου
Μαρία Καΐπη
Φώτιος Μάντικας
Ἀνδρέας Κούτσης
Ἰωάννα Κούτση
Χριστονύμφη Μοναχή (Μπογδανοπούλου)
Χριστοδούλη δόκιμη Μοναχή (Dal Bello)
Xριστιάνα δόκιμη Μοναχή (Χριστοπούλου)
Μελπομένη Λιάγκου
Σοφία Σταματέλου
Δημήτριος Σταματέλος
Ἀναστάσιος Παππᾶς
Νικολίτσα Νικολακοπούλου-Παππᾶ
Αἰκατερίνα Παππᾶ
Εὐαγγελία Δημαρᾶ
Μαρία Δημαρᾶ
Κωνσταντίνα Δημαρᾶ
Δημήτριος Παπαπαναγιώτου
Ἀναστασία Μιχαλοπούλου
Ἀθηνᾶ Παπάδη
Βασιλική Τσερεγκούνη
Εὐφροσύνη Μιστακίδη
Δημήτριος Τσερεγκούνης
Κωνσταντίνα Λουκοπούλου
Κρυσταλλία Ἀναγνωστοπούλου
Πιερρῆ Εὐγενία
Ἐμμανουήλ Κατσαρός
Ἀλέξιος Μοσχίδης
Μαρίνα Λυκουργιώτη
Κωνσταντῖνος Τριανταφύλλου
Ἀνδρέας Θανόπουλος
Δημήτριος Ρογοκένης
Ἰωάννης Τσαούσης
Εὐθυμία Τσαούση
Ἀλέξιος Τσαούσης
Ταξιάρχης Ἀγγελόπουλος, Μοναχός
Γεώργιος Κατσώρης
Παναγιώτης Κασιμάτης
Παρασκευή Μπρουλιδάκη
Κωνσταντῖνος Λιάγκος
Νικόλαος Ἀναγνωστόπουλος
Θεοδώρα Κούτση
Ἰωάννης Ἄννινος
Φραγκίσκα Σιγάλα
Χρῆστος Κωνσταντινόπουλος
Εὐσταθία Κορωνάκη
Νικόλαος Μπαλκάμος
Δήμητρα Ραπάνου
Μαίρη Ραπάνου
Σοφία Παστοῦ
Εὐαγγελία Γκαράνη
Ἀθανάσιος Ράπανος
Χρύσανθος Μπότας
Ἀνδρέας Γιαννικόπουλος
Ἰωάννα Κόλλια
Στέφανος Χατζηθεοδώρου
Ἀθανάσιος Γκιώνης
Ἀνδρέας Πολυζωγόπουλος
Πέτρος Κουτσοῦκος
Κατερίνα Πρίφτη
Ἰωάννα Κούτση
Εὐγενία Τζιβιέρη
Ἀγγελική Φερτάκη
Κωνσταντίνα Ἀργυροπούλου
Παναγιώτης Κατσώρης
Μαρία Αὐλωνίτη
Βασίλειος Παναγιωτόπουλος
Κωνσταντίνα Καποδίστρια
Μαρία Καλογερῆ
Βασιλική Καλογερῆ
Λουκᾶς Καραγκούνης
Ραφαέλλα Ἀργυριάδη
Νάταλι Λοκτιόνοβα
Ἐλισσάβετ Ἀργυροπούλου
Ἀθανασία Ἀρχιμανδρίτη
Βασιλική Ντέκα
Εὐαγγελία Σακελλαράκη
Γεώργιος Πρίφτης
Γερόντισσα Νικολία Μοναχή (Καραβιώτη)
Παρθενία Μοναχή (Καραβιώτη)
Ἐλισάβετ Μοναχή
Γερβασία Μοναχή (Ζαρκανίτη)
Ἰσίδωρος Μοναχός (Καβαλιερᾶτος)
Δημήτριος Λιάπης
Νικόλαος Παττακός
Θηρεσία Μέρμελα
Ἀσπασία Κυριακοπούλου
Νικόλαος Κυριακόπουλος
Βασίλειος Κυριακόπουλος
Ἀγγελική Κυριακοπούλου
Κωνσταντῖνος Ἀδαμόπουλος
Σοφία Ἀδαμοπούλου
Ἐλένη Ἀδαμοπούλου
Ἀνδρέας Γαλάνης
Διονύσιος Ρωμάνος
Γεώργιος Χατούπης
Γεώργιος Ρωμάνος
Ἑλένη Κούτση
Μαρία Κασιμάτη
Παναγιώτα Ρωμάνου
Νεκτάριος Κατσαρός
Ἄννα Μαρία Κατσαροῦ
Χρῆστος Γεωργαντόπουλος
Δήμητρα Ρήγα
Γεωργία Ρήγα
Μιχάλης Κατσαΐτης
Μαρία Κέντζου
Γεώργιος Ἀλυσανδράτος
Μαρία Καΐπη
Ἀθανάσιος Τριανταφυλλόπουλος
Θεώνη Κόρακα
Παναγιώτα Ρωμάνου τοῦ Κυργιάκου
Κυργιάκος Ρωμάνος
Χρυσούλα Ρωμάνου
Ἀνδρέας Ρωμάνος
Ζωή Ρωμάνου
Χαράλαμπος Ἀσημακόπουλος
Νίκη Ἀσημακοπούλου
Ἀθανάσιος Ἀσημακόπουλος
Ἐμμανουήλ Ἀσημακόπουλος
Μαριάννα Ἀσημακοπούλου
Πραξιθέα Σπίνου-Λαμπροπούλου
Κωνσταντῖνος Κετζετσίδης
Εὐγένιος Γκυντίλος
Ἰουλία Μορόζοβα-Γκυντίλου
Κωνσταντῖνος Καρασοῦλος
Νεκτάριος Καλογερῆς
Ἐλευθερία Ἀσπρούδη
Παῦλος Ἀργυριάδης
Οὐρανία Παπαγεωργίου
Ἀναστασία Παπαγεωργίου
Ἄρτεμις Γεωργαρᾶ
Μαρία Παπαγεωργίου
Ἰωάννα Νασσοπούλου
Εἰρήνη Πέρρου
Λαμπροπούλου Κλημεντίνη
Λαμπρόπουλος Νικόλαος
Γεώργιος Καψῆς
Δημήτριος Καψῆς
Βασιλική Ἀγγελοπούλου
Ἀδαμαντία Ἀγγελοπούλου-Καψῆ
ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΗΚΕ ΕΠΑΝΕΙΛΗΜΜΕΝΩΣ
Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ ΑΠΟ ΠΟΛΛΕΣ ΣΥΝΟΔΟΥΣ ΣΕ ΔΙΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥΣ
Μέσα στὸ πλῆθος τῶν ἄστατων κραυγῶν πού προσπαθοῦν ἀπεγνωσμένα μὲ πομπώδη φληναφήματα νὰ ὑποστηρίξουν τὸν Οἰκουμενισμὸ καί τήν ληστρική ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης, ἀκούγεται, δυστυχῶς, καί παρά τοῖς Γνησίοις Ὀρθοδόξοις, τὸ ἀνεδαφικὸ καί ἀντιπατερικό ἐπι-χείρη-μα, ὅτι ταχα δέν ἀπαιτεῖται νέα καταδίκη τῶν ἐν Κολυμπαρίῳ ἀποφασισθέντων, γιατί ὁ Οἰκουμενισμός καταδικάστηκε γενικά ἀπό τήν Ἱεράν Σύνοδόν μας ὑπό τόν Μακαριστόν Πρωθιεράρχην μας κυρόν Χρυσό-στομον τόν Β΄ τό 1998, καί πρότερον, ἀπό τόν Ἅγιον Φιλάρετον καί τήν Σύνοδον τῶν Ρώσσων τῆς Διασπορᾶς τό 1983 (!).
Ὅσοι τὸ ὑποστηρίζουν αὐτὸ ἐννοεῖται, πὼς σφάλλουν ἀνεπίτρεπτα θεολογικά, καί ἐκτίθενται κατά τό Κανονικόν Δίκαιον, ἀλλὰ συνάμα ἀγνοοῦν καὶ πλήρως τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα.
Ὡς ἀπάντηση δημοσιεύουμε ἕνα κατάλογον Ἱερῶν Συνόδων ποὺ κατ-εδίκασαν τόν Παπισμὸ καὶ τὶς πλάνες του. Εἶναι, λοιπὸν, κατεγνωσμένες παρὰ Συνόδων οἱ αἱρετικές διδασκαλίες τῆς Δύσεως σέ ἀλλεπάλληλες Συνόδους καί διαχρονικά, παρά τό γεγονός, ὅτι ἡ αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ καταδικάστηκε τό 879 ἀπό τήν Ἁγίαν Ὀγδόην Οἰκουμενικήν Σύνοδον στήν Κωνσταντινούπολη, ἀκολουθούσης τήν ἐπί Ἁγίου Μεγάλου Φωτίου καταδίκην τοῦ 867.
– Ἡ μεγάλη Σύνοδος τοῦ 879 ἐν Κωνσταντινουπόλει, ἡ ὑπὸ πολλῶν (καί ὑφ’ ἡμῶν) ὡς Ὀγδόη Οἰκουμενική θεωρουμένη, δεχθεῖσα τὸ Σύμβολον ἄνευ τῆς προσθήκης τοῦ Φιλιόκβε, δογμάτισε:
«Πάντες
οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω πιστεύομεν. Τοὺς ἑτέρως παρὰ ταῦτα φρονοῦντας ἢ ἕτερον ὅρον ἀντὶ τούτου προβαλέσθαι τολμῶντας, τῷ ἀναθέματι καθυποβάλλομεν. Εἴ τις παρὰ τοῦτο τὸ ἱερὸν Σύμβολον τολμήσειεν ἕτερον ἀναγράψασθαι ἢ προσθεῖναι ἢ ἀφελεῖν καὶ ὅρον ὀνομᾶσαι ἀποθρασυνθείη, κατάκριτος καὶ πάσης χριστιανικῆς ὁμολογίας ἀπόβλητος. Εἴ τις τοίνυν, εἰς τοῦτο ἀπονοίας ἐλάσας, τολμήσειεν ἕτερον ἐκθέσθαι Σύμβολον καὶ ὅρον ὀνομᾶσαι ἢ προσθήκην ἢ ἀφαίρεσιν ἐν τῷ παραδεδομένῳ ἡμῖν παρὰ τῆς ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς ἐν Νικαίᾳ τὸ πρῶτον μεγάλης Συνόδου ποιῆσαι, ἀνάθεμα ἔστω! »[26].
Νά, λοιπόν, ἡ Δευτέρα μετά τό 867 ἐπί Μεγάλου Φωτίου βαρυτάτη, ἐπισημοτάτη, πανηγυρικωτάτη καὶ Οἰκουμενικοῦ χαρακτῆρος καταδίκη του αἱρετικοῦ καὶ βλασφήμου Φιλιόκβε (!)
– Καταδίκη ἡ ὁποία ἐπαναλήφθηκε, ὅταν ὁ Πάπας Ρώμης Σέργιος ὁ Δ΄ χρησιμοποίησε τὸ Σύμβολον μετὰ τῆς προσθήκης τοῦ Φιλιόκβε (1009) καί ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος, μετά τήν ἀπόφασιν τῆς Συνόδου τῆς Πόλης καί πάλιν, διέγραψε τὸ ὄνομα τοῦ μνημονευθέντος Ρώμης Σεργίου ἐκ τῶν διπτύχων τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καί ἔκτοτε δὲ μέχρι τοῦ μασώνου καί τυμπανιαίου Ἀθηναγόρου οὐδὲν παπικὸν ὄνομα εἶχεν τεθεῖ στά δίπτυχα»[27].
Τὰ ὀνόματα τῶν Προκαθημένων Ἐκκλησιῶν δὲν διαγράφονται, βεβαίως, γιὰ «τοπικὰ ἔθιμα», ἀλλὰ γιά τήν ἴδια αἵρεση πού καί πάλι καταδικάστηκε!
- Τίς Λατινικές κακοδοξίες κατεδίκασε καὶ πάλιν ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος τοῦ 1054, τότε πού ἐγινε καὶ τὸ ὁριστικὸν Σχίσμα, ἀποκαλέσασα εἰδικῶς τὸ «Φιλιόκβε», ὄχι «τοπικὸν ἔθιμον», ἀλλὰ «βλάσφημον δόγμα»[28].
Συνεκλήθησαν ἐπίσης οἱ ἑξῆς Σύνοδοι:
– Σύνοδος ἐν Κωνσταντινουπόλει κατὰ τὸ 1440,
– Σύνοδος ἐν Ρωσίᾳ κατὰ τὸ 1441,
– Σύνοδος ἐν Ἱεροσολύμοις κατὰ τὸ 1443,
– Σύνοδος ἐν Κωνσταντινουπόλει κατὰ τὸ 1450,
– Σύνοδος ἐν Κωνσταντινουπόλει κατὰ τὸ 1484,
ὅπου οἱ συνοδικοί Πατέρες κατεδίκασαν καὶ ἀπεκήρυξαν τὴν ψευδοσύνοδον τῆς Φλωρεντίας, ἡ ὁποία εἶχε δεχθεῖ τὴν «ἕνωσιν» ἐπὶ ψευδοῦς καὶ ἀσυστάτου βάσεως, ἤτοι μὴ θεωρήσασα ὡς αἱρέσεις τίς καινοτομίες τῆς Δύσεως.
– Σύνοδος ἐν Κωνσταντινουπόλει καί πάλιν κατὰ τὸ 1722 καταδικάζει «τῆς Λατινικῆς κακοδοξίας καὶ κακοφροσύνης τὰ δόγματα» καὶ ἀποφαίνεται, ὅτι οἱ Λατῖνοι δι’ αὐτῶν «ἑξαπατῶσι τοὺς ἁπλουστέρους, εὐγάνοντές τους ἀπὸ τὰ εὐσεβῆ Δόγματα τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας καὶ σύροντές τους ἀθλίως εἰς τὸν βυθὸν τῆς ἀπωλείας»[29].
– Σύνοδος ἐν Κωνσταντινουπόλει κατὰ τὸ 1727 ἀποκηρύσει τίς ἐτεροδιδασκαλίες τῶν Λατίνων, παλαιές καὶ νέες καὶ τίς χαρακτηρίζει «λῆρον μακρὸν καὶ κολακείας ψυχοβλαβοῦς ἐφευρέματα καὶ ἠπατημένης διανοίας γεννήματα»[30].
– Σύνοδος ἐν Κωσταντινουπόλει κατὰ τὸ 1838 καταδικάζει δριμύτατα τίς ἐτεροδιδασκαλίες τοῦ Παπισμοῦ, ὡς «βλασφημίας κατὰ τῆς Εὐαγγελικῆς ἀληθείας», ὡς «ἑωσφορικὴν πλάνην», ὡς «ἀπομάκρυνσιν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀμώμου καὶ ἀδόλου Πίστεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ...»[31]
– Σύνοδος ἐν Κωνσταντινουπόλει, κατὰ τὸ 1848 καταδικάζει τὸν Παπισμὸν ὡς αἵρεση! «Τούτων τῶν πλατυνθεισῶν, κρίμασιν οἶς οἶδε Κύριος, ἐπὶ μέγα μέρος τῆς Οἰκουμένης αἱρέσεων, ἦν ποτε ὁ Ἀρειανισμός, ἔστι δὲ τὴν σήμερον καὶ ὁ Παπισμός», τόν ὁποῖον χαρακτηρίζει ὡς ἀνατρέποντα πᾶσας τὰς Οἰκουμενικάς Συνόδους διὰ τῶν πλανῶν του![32]
– Σύνοδος ἐν Κωνσταντινουπόλει κατὰ τὸ 1895 καταδικάζει τίς ἐτερο-διδασκαλίες τοῦ Παπισμοῦ, ὡς «φρονήματα ὑπερφιάλου ἀλαζονείας», ὡς «καινοτομίας ἀθέσμους καὶ ἀντιευαγγελικάς», ὡς «οὐσιώδεις περὶ τὴν Πίστιν διαφοράς, ἀναγομένας εἰς τὰ θεοπαράδοτα τῆς Πίστεως Δόγματα», ὡς «ἀντιευαγγελικάς καὶ παναθέσμους», ὡς «σπουδαίας καὶ οὐσιώδεις περὶ τὴν Πίστιν διαφοράς», «τῆς νοθεύσεως τῶν συγγραμμάτων τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων καὶ τῆς παρερμηνείας τῆς τε Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Ὅρων τῶν Ἁγίων Συνόδων», καὶ ἐπάγεται:
«Διὸ καὶ δικαίως ἀπεκηρύχθη καὶ ἀποκηρύσσεται, ἒφ ὅσον ἂν ἐμμένῃ ἐν τῇ πλάνῃ αὐτοῦ»[33]
Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι στίς Συνόδους τοῦ 867, τοῦ 879, τοῦ 1009, τοῦ 1054, τοῦ 1341, τοῦ 1347, τοῦ 1351, τοῦ 1440, τοῦ 1441, τοῦ 1443, τοῦ 1450, τοῦ 1484, τοῦ 1722, τοῦ 1727, τοῦ 1838, τοῦ 1848, τοῦ 1895, ἐπανειλημμένως καταδικάζεται ὁ Παπισμός.
Μία ἁπλῆ ἐξέταση τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν σοφῶν Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, καί μία ἁπλῆ ἀναφορά στά συγγραμματα τοῦ ἁγίου Φωτίου, τοῦ ἁγίου Θεοφυλάκτου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Συμεῶνος τοῦ Θεσσαλονίκης, ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, Εὐγενίου τοῦ Βουλγάρεως, Νικηφόρου τοῦ Θεοτόκη, ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορειτου, ἁγίου Νεκταρίου καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων μετά τό σχίσμα, θά ἀρκοῦσε νά διαπιστώσει κάθε ἐρευνητής τήν ἐπανειλημμένην καταδίκην τῶν Λατίνων ὑπό τε τῶν Πατέρων καί πολλῷ μᾶλλον ὑπό τῶν σεπτῶν καὶ θεοκινήτων Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Σύμφωνα μέ τόν Ἀποστολικόν Κανόνα πρὸς τίς Συνόδους, πρὸς τούς Πατέρας, πρὸς τούς Κανόνας καὶ ἡμεῖς δικαιούμεθα καί ὑποχρεούμεθα, ἐκόντες ἄκοντες, νὰ ἐνεργήσωμεν ἀντιθέτως πρὸς τούς Οἰκουμενιστές καί τούς ἀντιλέγοντες.
Δι’ ἡμᾶς ὑπὲρ πάντα ἀντορθοδόξως κελεύοντα κεῖνται οἱ ἅγιοι Πατέρες, οἱ σεπτές Σύνοδοι καί οἱ Ἱεροὶ Κανόνες, ἐπειδή εἴμεθα ὡς ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, τό Βασίλειον ἱεράτευμα καί τό Ἔθνος τό ἅγιον οὐχί μόνον φύλαξ ἀλλά καί ὑπερασπιστής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως.
Ἐπαναλαμβανουμε, γιά νά συνειδητοποιηθεῖ, τό τί συνέβη στήν ψευδοπανορθόδοξον σύνοδον στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης καί ποία ἡ ἔκταση τῆς συντελεσθείσης προδοσίας:
- Ἡ ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου ἀποδέχθηκε ἄμεσα τήν «Δήλωση τοῦ Τορόντο»
- Ἡ ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου ἐπικύρωσε ἔμμεσα τίς αἱρέσεις τῶν Συνάξεων Πόρτο Ἀλέγκρε, Πουσάν, Σαμπεζύ καί Μπαλαμάντ
- Ἡ ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου ἀρνήθηκε τήν ἱεραποστολή τῆς Ὀρθοδοξίας στούς αἱρετικούς
- Ἡ ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου ἀρνήθηκε τήν ὀρθόδοξη ἀντιρ-ρητικήν θεολογίαν τῆς τελευταίας χιλιετίας
α. Στό βλάσφημον κείμενον τοῦ Κολυμπαρίου («Σχέσεις…») ἀνα-φέρεται ὀνομαστικά καί ἐπαινετικά ἡ «Δήλωση τοῦ Τορόντο», ἕνα κείμενο πού συμφωνήθηκε τό 1950 ἀπό τούς Ὀρθοδόξους καί τά ὑπόλοιπα μέλη τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν» (τοῦ ΠΣΕ, -τοῦ Σατανᾶ-, πού ἱδρύθηκε τό 1948, ὅπου συμμετέχουν Ὀρθόδοξοι, Προτεστάντες καί Μονοφυσῖτες). Λέγεται στό κείμενο τοῦ Κολυμπαρίου (παρ. § 19) ὅτι: «Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες-μέλη […] ἔχουν βαθειά τήν πεποίθηση, ὅτι οἱ ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto […] εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας γιά τήν Ὀρθόδοξη συμμετοχή στό Συμβούλιο», δηλ. στό ΠΣΕ.
Ἡ μέγιστη βλασφημία κατά τοῦ ἔργου τοῦ Παναγίου Πνεύματος καί τῆς Ἐκκλησίας περιελήφθη σ’ αὐτήν τήν δήλωση:
Στήν «Δήλωση τοῦ Τορόντο», λέγεται μεταξύ ἄλλων πλανῶν, ὅτι: «Οἱ Ἐκκλησίες-μέλη ἀναγνωρίζουν, ὅτι τό νά ἀποτελεῖ κάποιος μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι πιό περιεκτικό ἀπό τό νά ἀποτελεῖ μέλος τῆς δικῆς του Ἐκκλησίας» (κεφ. 4, § 3). Συνεπῶς, ἡ «Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ» δέν περιορίζεται ἐντός τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά ὑπάρχει Ἐκκλησία (δηλ. σωτηρία!) καί ἐκτός Ὀρθοδοξίας, στόν χῶρο τῆς αἱρέσεως, σύμφωνα μέ τήν «Δήλωση τοῦ Τορόντο».
β. Τό Κολυμπάρι, μέσῳ τοῦ ἰδίου παραπάνω κειμένου («Σχέσεις…»), ἐπαινεῖ τούς μέχρι τώρα θεολογικούς διαλόγους Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν, διότι λ.χ. «ἐκτιμᾷ θετικῶς τά θεολογικά κείμενα πού ἐκδόθηκαν ἀπό αὐτήν [τήν σχετική Ἐπιτροπή τοῦ ΠΣΕ…], τά ὁποῖα ἀποτελοῦν ἀξιόλογο βῆμα στήν Οἰκουμενική Κίνηση γιά τήν προσέγγιση τῶν Χριστιανῶν» (παρ. § 21).
Ἡ ἔμμεση αὐτή ἐπικύρωση, ἀκόμη καί ἄν δέν κατονομάζει τίς εἰδικότερες θέσεις τῶν βλασφήμων κειμένων αὐτῶν, ὅμως τά ἐπικυρώνει συλλογικῶς. Ἄλλωστε, μή ξεχνᾶμε, ὅτι οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι Πενθέκτη (β΄ Κανών) καί Ἑβδόμη (α΄ Κανών) ἔδωσαν οἰκουμενικό κῦρος στούς ἱερούς Κανόνες τῶν Τοπικῶν Συνόδων, χωρίς νά ἀναφέρονται λεπτομερῶς σέ αὐτούς.
Μιά προσεκτική ματιά δείχνει, τί ἀπαράδεκτα καί αἱρετικά, ἀλλά, κυρίως, βλάσφημα ἔχουν γραφεῖ, δυστυχῶς, στά σημαντικότερα ἀπό τά κείμενα τῶν «Θεολογικῶν Διαλόγων».
Τό κείμενον τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε (ΠΣΕ, Βραζιλία, 2006) λέγει (παρ. §§ 6-7), ὅτι «Κάθε Ἐκκλησία [εἴτε ἡ Ὀρθόδοξη εἴτε οἱ προτεσταντικές κ.λπ. τοῦ ΠΣΕ] εἶναι ἡ Καθολική Ἐκκλησία, ἀλλά ὄχι ὁλόκληρη. Κάθε Ἐκκλησία ἐκπληρώνει τήν Καθολικότητά της, ὅταν εὑρίσκεται σέ κοινωνία μέ τίς ἄλλες Ἐκκλησίες […] Ὁ ἕνας χωρίς τόν ἄλλον εἴμαστε πτωχευμένοι», καί ὅτι (§ 5) «ἐνδέχεται νά ὑπάρχουν νόμιμα διαφορετικές διατυπώσεις τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας», δηλαδή δέν βλάπτει ἡ διαφοροποίηση τῶν δογμάτων!
Τό κείμενο τοῦ Πουσάν, (ΠΣΕ, Νότιος Κορέα, 2013), λέγει μεταξύ πολλῶν ἄλλων πλανῶν καί βλασφημιῶν, ὅτι «μετανοοῦμε γιά τίς διαιρέσεις μεταξύ τῶν ἐκκλησιῶν μας καί ἐντός αὐτῶν», οἱ ὁποῖες ὑπονομεύουν «τή μαρτυρία μας γιά τό εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (παρ. § 14). Μέ ἄλλα λόγια, μετανοοῦμε πού οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς ἔσωσαν ἀπό τίς αἱρέσεις, ἀποκόπτοντάς τις ἀπό τήν Ἐκκλησία!
Ἡ Συμφωνία τοῦ Balamand (Λίβανος, 1993) μεταξύ Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν Παπικῶν, λέγει (παρ. §§ 13-14) ὅτι: «Καί ἀπό τίς δύο πλευρές ἀναγνωρίζεται, ὅτι αὐτό πού ὁ Χριστός ἐμπιστεύθηκε στήν Ἐκκλησία Του […] δέν μπορεῖ νά θεωρεῖται σάν ἰδιοκτησία τῆς μιᾶς μόνον ἀπό τίς Ἐκκλησίες μας. Στά πλαίσια αὐτά εἶναι προφανές, ὅτι κάθε εἴδους ἀναβαπτισμός ἀποκλείεται». Ἐπίσης, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη καί ἡ Καθολική Ἐκκλησία ἀναγνωρίζονται ἀμοιβαία ὡς “ἀδελφές Ἐκκλησίες”, ὑπεύθυνες ἀπό κοινοῦ γιά τήν διατήρηση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ στήν πιστότητα πρός τό Θεῖο Σχέδιο, πολύ ἰδιαίτερα δέ σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στήν ἑνότητα»· ἀλλοῦ, διακηρύσσεται (παρ. § 30) ὅτι «οἱ εὐθῦνες γιά τόν χωρισμό εἶναι μοιρασμένες» μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν!
Παρά ταῦτα, ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου (ὡς μιά «καθώς πρέπει» (“decent”) αἱρετική Σύνοδος) διακήρυξε παραπλανητικῶς, ὅτι «οἱ διάλογοι πού διεξάγονται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία οὐδέποτε σήμαιναν, οὔτε σημαίνουν καί δέν πρόκειται νά σημάνουν ποτέ ὁποιονδήποτε συμβιβασμόν σέ ζητήματα πίστεως. Οἱ διάλογοι αὐτοί εἶναι μαρτυρία περί τῆς Ὀρθοδοξίας» (!) (Ἐγκύκλιος, VII, § 20) Ἐάν ὅλα τά ἀνωτέρω δέν εἶναι συμβιβασμός καί προδοσία τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, τότε, τί εἶναι συμβιβασμός καί τί προδοσία;
γ. Στό ἴδιον κείμενον τῆς Συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου, γράφεται, ὅτι οἱ διάλογοι διεξάγονται, ἐνῷ ταυτοχρόνως «ἀποκλείεται κάθε πράξη προσηλυτισμοῦ, οὐνίας ἤ ἄλλης προκλητικῆς ἐνέργειας ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ» (παρ. § 23).
Ἄς προσεχθεῖ ἐδῶ, ὅτι δέν γίνεται λόγος περί «βιαίου προσηλυτισμοῦ» (“forcible conversion”), ἄρα ἐννοεῖται καί ἡ ἁπλῆ προσπάθειά μας νά φέρουμε κάποιον στήν Ὀρθοδοξία. Μάλιστα, ἡ προσθήκη τῆς φράσεως «κάθε ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ», καθιστᾷ καταφανές, ὅτι ἀπαρνούμαστε γενικῶς τό καθῆκον νά ὁδηγοῦμε τούς ἄλλους στήν Ὀρθοδοξία, ἐπικρίνοντας τίς αἱρέσεις τους κ.λπ.!
Ἀντιθέτως, οἱ θεόπνευστοι ἱεροί Κανόνες ἐπιτάσσουν, ὅτι ὅποιος Ἐπίσκοπος δέν προσπαθεῖ νά μεταστρέψει τούς αἱρετικούς στήν Ὀρθοδοξία πρέπει νά τιμωρεῖται καί νά τοῦ ἐπιβάλλονται τά κανονικά ἐπιτίμια (Συνόδου Καρθαγένης ρλα΄ καί ρλβ΄).
δ. Οἱ αἱρετικοί, Ἀρειανοί, καί στήν συνέχειαν οἱ Νεστοριανοί καί Πνευματομάχοι, καί ἀργότερα ἐπί Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ οἱ Μονοθελῆτες-Μονοενεργῆτες σχετικά μέ τήν Δ΄ Οἰκουμενική, ὅπως ἔκανε καί ἡ ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου ἀναφορικά μέ τίς Ὀρθόδοξες Συνόδους, δέν ἐπιδίωκαν φανερά τήν καταδίκην τῆς Ὀρθοδόξου Α΄ (Οἰκουμενικῆς) Συνόδου τῆς Νικαίας, (καί τῶν ἀλλων Οἰκουμενικῶν στήν συνέχειαν), ἀλλά τήν σιωπηλήν προσπέραση - ἀντικατάστασή της (τους) καί τοῦ Συμβόλου της (τους) ἀπό ἄλλη, αἱρετική, σύνοδο καί ἀπό διφορούμενο σύμβολο πίστεως[34]. Καί ἐδῶ, ἀντιστοίχως, ἡ ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου ὄχι μόνον ἀπέφυγε ἐπιμελῶς νά καταδικάσει τίς πρόσφατες αἱρέσεις, ἀλλά ἐπιπλέον τίς ὀνόμασε καί «ἐκκλησίες», καί ἔτσι διαρρήδην ἀποδεικνύεται ἐξ ἴσου αἱρετική, ἀφοῦ ἐκκλησιοποίησε συνοδικά, θεσμικά καί δημόσια καί παγκόσμια τήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ!
Ἡ ληστρική ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης δέν κατέγνωσε οὐδεμίαν ὑφισταμένην αἵρεση στίς μέρες μας, παραβιάζουσα προδήλως τόν λζ΄ Κανόνα τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων:
«Δεύτερον τοῦ ἔτους σύνοδος γινέσθω, τῶν ἐπισκόπων καί ἀνακρινέ-τωσαν ἀλλήλως τά δόγματα τῆς εὐσεβείας καί τάς ἐμπιπτούσας ἐκκλησιαστικάς ἀντιλογίας διαλυέτωσαν», πού ἔχει Οἰκουμενικήν ἐπικύρωση ἀπό τόν β΄ τῆς Ἕκτης καί τόν α΄ τῆς Ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς. Δέν ἀπετίμησε, ἐπίσης, ἄν καί ἔλαβε σχετικήν ἀπόφαση, τούς διεξαχθέντες μέ τούς αἱρετικούς «ἑτεροδόξους» θεολογικούς διαλόγους, ὅπως μέ τούς Παλαιοκαθολικούς-Παπικούς, τούς Ἀντι-χαλκηδονίους - Μονοφυσίτες, τούς Προτεστάντες Ἀγγλικανούς καί τούς Λουθηρανούς. Οἱ διάλογοι αὐτοί χαρακτηρίστηκαν ὀρθά, (ἀκόμη καί ἀπό τόν Λατινόφρονα καί βλάσφημον «Μεσσηνίας» Χ. Σαββᾶτο), ὅτι ἔχουν μεταλλαχθεῖ ἀπό διάλογος «Ἐκκλησιῶν» σέ Ἀκαδημαϊκόν διάλογον.[35]
Τό ψήφισμα τῆς Ὀρθοδόξου
Ἑνώσεώς μας
"Πᾶσα ἑτεροδιδασκαλία καί Καινοτομία τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ἥτις ἐγένετο δεκτή ἐν ταῖς ἀποφάσεσιν τῆς Ψευδοσυνόδου τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης, ἀμέσως ἤ ἐμμέσως, φανερῶς θεωρίᾳ τε καί πράξει ἤ συγκεκαλυμμένως, ἀλλ' ἀληθῶς, πραγματικῶς καί ούσιαστικῶς, καταδικάζεται καί ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΖΕΤΑΙ ἀπό τε τόν εὐσεβῆ Κλῆρον καί τόν Λαόν Τοῦ Κυρίου, τό Βασίλειον ἱεράτευμα, τό Ἔθνος τό Ἅγιον, τῆς Ἀποστολικῆς Πόλεως τῶν Πατρῶν, συμφώνως τῇ Παρακαταθήκῃ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἡμῶν, συμφώνως τῇ διδασκαλίᾳ καί τοῖς κελεύμασιν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τῶν Ἁγίων καί θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν, ἑπομένων καί συμφωνοῦντων ἡμῶν κατά πάντα ταῖς διδαχαῖς τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν τε καί Πανορθοδόξων Συνόδων, ἀλλά καί πᾶσιν τοῖς εὐσεβῶς ὑπέρ τῆς φιλτάτης Ὀρθοδοξίας ἀγωνισθέσιν Πατρᾶσιν καί ἀδελφοῖς ἡμῶν ἐν Κυρίῳ Ἰησοῦ Χριστῷ»
Γιά τήν
Ἕνωση Ὀρθοδόξων Ἐπιστημόνων Πάτρας
Εὐγενία Πιερρῆ, Δρ. Φυσικῆς, τ. Λέκτωρ τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Πάτρας, Διευθύντρια Λυκείου,
Πρόεδρος
Δημήτριος Λούκας, Μουσικός, Διπλωματοῦχος Ἠλεκτρολόγος-Μηχανικός,
α΄ Ἀντιπρόεδρος
Δημήτριος Καϊπης, Πολιτικός Μηχανικός, Εἰδικευμένος στήν Πληροφορική,
β΄ Ἀντιπρόεδρος
Ραφαέλα Ἀργυριάδη, Ἰατρός, Ὀγκολόγος,
α΄ Γραμματέας
Ἑλένη Παπαδοπούλου, Θεολόγος, Παιδαγωγός,
β΄ Γραμματέας
Διονύσιος Κυπριώτης, Μαθηματικός, Παιδαγωγός, Διευθυντής Σχολείου Στοιχειώδους Ἐκπαιδεύσεως
Μέλος
Δημήτρης Μητρόπουλος, Οἰκονομολόγος, Διεθύνων Σύμβουλος Κατασκευαστικῆς Α.Ε. Πατρών
Μέλος
Ἐνεκρίθη καί ὑπό Πρωτοπρεσβυτέρου πατρός Νικολάου Δημαρᾶ, Δρος Νομικῆς, τ. ἐπίκουρου καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Πάτρας, Μ.Α. Philosophie u. Theologie Uni. Frankfurt.
Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι καταδικασμένη αἵρεση
Ὁ Oἰκουμενισμός εἶναι καταδικασμένος ἀπό τήν Ε΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον στό πρόσωπον τοῦ Ἀπελλῆ καί ἀπό τήν Β΄ Οἰκουμενικήν πού ὁμολογεῖ Μίαν Ἁγίαν καί Καθoλικην Ἐκκλησίαν καί ἀναθεματίζει ὅσους δέν δέχονται τό Σύμβολόν της. Εἶναι καταδικασμένος ἀπό τήν Σύνοδον τοῦ ἁγίου Φιλαρέτου τό 1983. Εἶναι καταδικασμένος ἀπό τήν Σύνοδον τῆς Γνήσιας Ὀρθοδοξίας στήν Ἑλλάδα τό 1998 ὑπό τόν μακαριστόν Ἀρχιεπίσκοπον κυρόν Χρυσόστομον τόν Β΄. Ἀναθεματίζεται ἐπί δεκαετίες τήν Κυριακήν τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό ὅλους τούς Ὀρθοδόξους μέ τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας μας. Δηλ. ἀναθεματίζεται ἀπό τόν κλῆρον καί τόν λαόν παγκοσμίως ἐκφώνως, ἐν ὠμοφορίῳ καί ἐπιτραχηλίῳ συνεργοῦντος τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ πού εἶναι ὁ φύλακας καί ὁ ὑπερασπιστής τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τήν Σύνοδον τῶν Πατριαρχῶν τῆς ἀνατολῆς τοῦ 1848.
Ἡ Συνοδος τοῦ 787, ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική ἐν Νικαίᾳ τό δεύτερον συνελθοῦσα ἀναθεματίζει καί πάντα τά πραχθησόμενα μετά ταῦτα πού δέν συμφωνοῦν μέ τήν πίστιν καί τήν παράδοσιν τῆς Καθολικῆς, δηλ. τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἀλλά ὅλα αὐτά ἔχουν πρωταρχικά Γρφικήν θεμελίωσιν. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναθεματίζει τούς αἱρετικούς λέγοντας, ὅτι κάθε αἱρετικός ἐξήστραπται καί εἶναι αὐτοκατάκριτος.
Ὁποιαδήποτε ἐπιπλέον σύνοδος γίνει, γιά τήν καταδίκην τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἔχει, κατά τόν Μέγαν Μάξιμον τόν Ὁμολογητήν καί τόν πρό αὐτοῦ Διονύσιον τόν Ἀρεο-παγίτην, ἐκφαντορικόν χαρακτῆρα καί κρίσιν καί ὄχι διαπλαστικόν. Δηλ. διαπιστώνει αὐτό τό ὁποῖον ὑπάρχει καί οἱ αἱρετικοί δέν θά εἶναι ἀπό τήν σύνοδον καί πέρα αἱρετικοί (ex nunc), ἀλλά ἤδη εἶναι αἱρετικοί καί πρό τῆς Συνόδου (ex tunc), ἡ ὁποία ἐκδίδει τήν ληξιαρχικήν πράξη τοῦ ἤδη ἐπελθόντος θανάτου.
Αὐτή τήν ἀλήθειαν ἐκφράζει ἡ Σύνοδος τῶν Πατριαρχῶν, ὅταν δογματίζει καί κηρύσσει μαζί μέ τόν Μέγαν Παῦλον, ὅτι ὁ τοιοῦτος, (ὁ αἱρετικός), ἐξήστραπται, ὤν αὐτοκατάκριτος, ἀφοῦ ἤδη ὁ κηρύσσων αἱρετικά κατάραν ἐνεδύσατο ὡς ἱμάτιον, ἤδη καθυπεβλήθη στό αἰώνιον ἀνάθεμα. Ὁ Ἰδιος ὁ Σωτῆρας μας Χριστός ἐξεφώνησε τό αἰώνιον ἀνάθεμα κηρύσσοντας ὅτι: "ὃς ἂν εἴπη κατὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου, οὐκ ἀφεθήσεται αὐτῷ οὔτε ἐν τῷ νῦν αἰῶνι οὔτε ἐν τῷ μέλλοντι" (Ματθ. ιβ΄, 32).
"Κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας, ἥν παρελάβομεν ἄδολον παρὰ τηλικούτων ἀνδρῶν, ἀποστρεφόμενοι πάντα νεωτερισμὸν ὡς ὑπαγόρευμα τοῦ διαβόλου· ὁ δεχόμενος νεωτερισμόν, κατελέγχει ἐλλιπῆ τὴν κεκηρυγμένην ὀρθόδοξον πίστιν. Ἀλλ᾽ αὐτὴ πεπληρωμένη ἤδη ἐσφράγισται, μὴ ἐπιδεχόμενη μήτε μείωσιν, μήτε αὔξησιν, μήτε ἀλλοίωσιν οἱανδήποτε, καὶ ὁ τολμῶν ἢ πρᾶξαι ἢ συμβουλεῦσαι ἢ διανοηθῆναι τοῦτο ἠρνήθη τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, ἤδη ἑκουσίως καθυπεβλήθη εἰς τὸ αἰώνιον ἀνάθεμα διὰ τὸ βλασφημεῖν εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ὡς τάχα μὴ ἀρτίως λαλῆσαν ἐν ταῖς Γραφαῖς καὶ διὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Τὸ φρικτὸν τοῦτο ἀνάθεμα, ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Χριστῷ ἀγαπητά, οὐκ ἐκφωνοῦμεν ἡμεῖς σήμερον, ἀλλ᾽ ἐξεφώνησε πρῶτος ὁ Σωτὴρ ἡμῶν "ὃς ἂν εἴπη κατὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου, οὐκ ἀφεθήσεται αὐτῷ οὔτε ἐν τῷ νῦν αἰῶνι οὔτε ἐν τῷ μέλλοντι" (Ματθ. ἴβ', 32)· ἐξεφώνησεν ὁ θεῖος Παῦλος· "ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν πάρ᾽ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω" (Γαλ. α', 6-8)· ἐξεφώνησαν τοῦτο αἱ ἑπτὰ Οἰκουμενικοὶ Σύνοδοι καὶ σύμπας ὁ χορὸς τῶν θεοφόρων Πατέρων.
Ἅπαντες οὔν οἱ νεωτερίζοντες ἢ αἱρέσει ἢ σχίσματι, ἑκουσίως ἐνεδύθησαν, κατὰ τὸν ψαλμωδόν, "κατάραν ὡς ἱμάτιον" (Ψαλμ. ρη΄,18), κἄν τε Πάπαι κἄν τε Πατριάρχαι, κἄν τε Κληρικοί, κἄν τε Λαϊκοὶ ἔτυχον εἶναι "κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ, ἀνάθεμα ἔστω, εἴ τίς ὑμᾶς εὐαγγελίζεται πάρ᾽ ὃ παρελάβετε". Οὕτω φρονοῦντες οἱ Πατέρες ἡμῶν καὶ ὑπακούοντες εἰς τοὺς ψυχοσωτηρίους λόγους τοῦ Παύλου ἐστάθησαν σταθεροὶ καὶ ἑδραῖοι εἰς τὴν ἐκ διαδοχῆς παραδοθεῖσαν αὐτοῖς πίστιν καὶ διέσωσαν αὐτὴν ἄτρεπτον καὶ ἄχραντον διὰ μέσου τοσούτων αἱρέσεων, καὶ παρέδωκαν αὐτὴν εἰς ἡμᾶς εἰλικρινῆ καὶ ἀνόθευτον, ὡς ἐξῆλθεν ἄδολος ἀπὸ τοῦ στόματος τῶν πρώτων ὑπηρετῶν τοῦ Λόγου· οὕτω φρονοῦντες καὶ ἡμεῖς, ἄδολον, ὡς παρελάβομεν, μετοχετεύσομεν αὐτὴν εἰς τὰς ἐπερχομένας γενεάς, μηδὲν παραμείβοντες, ἵνα ὦσι κἄκεῖνοι ὡς καὶ ἡμεῖς εὐπαρουσίαστοι καὶ ἀκαταίσχυντοι, λαλοῦντες περὶ τῆς τῶν προγόνων ἡμῶν πίστεως...
(17) ...Ἔπειτα παρ᾽ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησαν ποτὲ εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστιν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετά-βλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ, ὡς ἔργῳ ἐπειράθησαν καὶ πολλοὶ τῶν ἀπὸ τοῦ σχίσματος Παπῶν τε καὶ Πατριαρχῶν Λατινοφρόνων μηδὲν ἀνύσαντες...».
+ΑΝΘΙΜΟΣ ἐλέῳ Θεοῦ Ἀρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως Νέας Ρώμης καί Οἰκουμενικός Πατριάρχης
+ΙΕΡΟΘΕΟΣ ἐλέῳ Θεοῦ Πάπας καί Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας καί πάσης Αἰγύπτου
+ΜΕΘΟΔΙΟΣ ἐλέῳ Θεοῦ Πατριάρχης Ἀντιοχείας
+ΚΥΡΙΛΛΟΣ ἐλέῳ Θεοῦ Πατριάρχης ἱεροσολύμων
καί αἱ περί αὐτούς ἱεραί Σύνοδοι.
1. Θεσμικά καί συνοδικά κηρύχθηκε ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέ τήν οἰκου-μενιστικήν ἐγκύκλιον τοῦ λεγομένου οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τό 1920, ποῦ ἀπευθυνόταν στίς συναγωγές τοῦ Σατανᾶ καί τίς ἀποκαλοῦσε ἀπανταχοῦ "ἐκκλησίες" τοῦ Χριστοῦ.
2. Θεσμικά καί συνοδικά ἄλλαξε τό αἰώνιο ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἑλλάδος τό 1924 καί ἡ Ρουμανία τό 1923, κατ' ἐφαρμογήν τῆς ἀποφάσεως τοῦ ληστρικοῦ Συνεδρίου, (συνοδικῆς ἀποφάσεως), τῆς Πόλης τοῦ 1923.
3. Θεσμικά καί συνοδικά ἀποφάσισε ἡ ἐκκλησία τῆς ἑλλάδος τό 1948 νά συμμετάσχει καί μάλιστα ὡς ἱδρυτικό μέλος, στό Παγκόσμιο Συμβούλιο τοῦ Σατανᾶ (Π.Σ.Ε), ἀρνουμένη τήν ὑπόστασή της ὡς Καθολικῆς Ἐκκλησίας.
4. Θεσμικά καί συνοδικά ἔγινε ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων-τῆς ἀκοινωνησίας ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τό 1965.
5. Θεσμικά καί συνοδικά ἀποφάσισε τό Πατριαρχεῖο τῆς Ἀντιόχειας τήν ἕνωση μέ τούς Μονοφυσίτες, μετά τήν ἀπόφαση τοῦ Σαμπεζύ τό 1993, ποῦ τήν ὑπέγραψαν ἐννέα (9) τοπικές ὀρθόδοξες ἐκκλησίες, καί ἔκτοτε δέν ὑπάρχει ἄλλη ἀπόφαση ποῦ νά τήν ἀπιορρίπτει.
6. Θεσμικά, συνοδικά καί διαχρονικά ἀναγνωρίζουν τόν αἱρετικό Παπισμό ὡς ἐκκλησία ὅλες οἱ τοπικές "ὀρθόδοξες" ἐκκλησίες καί μάλιστα μετά τήν ἀπόφαση γιά ἕνωση μέ τούς Λατίνους στό Μπάλμαντ τοῦ Λιβάνου.
7. Θεσμικά καί συνοδικά ἔγινε καί ἡ ἀναγνώριση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπό τήν συντριπτική πλειοψηφία τῶν "ὀρθοδόξων" ἐκκλησιῶν στήν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου στήν Κρήτη τό 2016 καί Ἐκκλησιοποιήθηκε ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
8. Οἱ συνεχόμενες συμπροσευχές, μέ τούς Λατίνους, τούς Μονοφυσίτες, τούς Προτεστάντες σέ ὅλον τόν κόσμο, ποῦ ἐπεκτείνονται καί σέ συμπροσευχές καί μέ ὅλους τούς ἀλλοθρήσκους, τά οὐνιτικά συλλείτουργα καί ἡ διακοινωνία μέ ὅλους τούς αἱρετικούς παγκοσμίως, ἀποδεικνύουν τήν ἔκπτωση τῶν Λατινοφρόνων-Νεοημερο-λογιτῶν καί τῶν Οἰκουμενιστῶν ἀπό τήν Ὀρθοδοξία. Ἀποτελοῦν σεσηπότα μέλη. Μόνοι τους ἀπεκόπησαν ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Αὐτοαναθεματίσθηκαν, κατά τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας μας. Ἐνεδύθησαν κατάραν ὡς ἱμάτιον, κατά τήν Σύνοδον τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ 1848.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, συνεχίζεται σέ ὅλους ἐκείνους ποῦ ἀκολουθοῦν ὅ,τι πάντοτε, παντοῦ καί ὑπό πάντων ἐπιστεύθη, ἀκολουθοῦν τό ἑορτολόγιον τῶν Πατέρων μας, δέν ἔχουν κοινωνίαν μέ τόν Νεοημερολογιτισμόν καί τόν Οἰκουμενισμόν καί ἀγωνίζονται νά διακρατοῦν τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μας ἀλώβητα. Συνεχίζεται σέ ὅλους ἐκείνους ποῦ τηροῦν τήν πνευματικήν ζωή μέ τίς ἀκολουθίες, τίς νηστεῖες, τίς ἀγρυπνίες καί τόν κατά Θεόν βίον, κοινωνῶντας ἀπό τά ἀμόλυντα θυσιαστήρια τῶν Ὀρθοδόξων Ἀρχιερέων μας καί τῶν ἁγνῶν λευιτῶν μας τοῦ ἀχράντου Σώματος καί τοῦ Τιμίου Αἵματος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἑνούμενοι μέ τά ἀκατάλυτα αὐτά πνευματιά δεσμά ἀποτελοῦν τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ μας, ὄντας συνδεδεμένοι μέ τήν Θριαμβεύουσαν Ἐκκλησίαν τῶν Οὐρανῶν, τοῦ Σώματος τῶν ἁγίων τῆς φίλης Ὀρθοδοξίας μας.
Ἡ Nεοημερολογιτική φαινομένη ὡς "ἐκκλησία" εἶναι ἀπό τά ἱδρυτικά μέλη τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου «Ἐκκλησιῶν», δηλ. τοῦ Σατανᾶ, ἀπό τό 1948. Ὀρθά ἐπισημαίνεται, ὅτι οἱ Παπικοί ἔχοντας "αὐτοσυνειδησίαν", ὅτι αὐτοί δέν εἶναι μία τῶν "ἐκκλησιῶν", ἀλλά Ἡ "ἐκκλησία" δέν συμμετέχουν ὡς μέλος, ἀλλά ἁπλά ὡς παρατηρητές. Ἄν διαβάσουμε τό Καταστατικόν του ΠΣΕ θά δοῦμε, ὅτι καί μόνον ἡ συνυπογραφή του αἵρει τήν ὑπόσταση μιᾶς ἐκκλησίας ὡς ἐκκλησίας. Οἱ Νεοημερολογίτες αὐτο-αναιροῦνται, ἑπομένως, ὡς "ἐκκλησία", ἀφοῦ ἀναζητοῦν ἀπό κοινοῦ τήν ἀλήθειαν, πού προφανῶς δέν ἔχουν, συμμετέχοντας μέ ἀντιπροσωπεῖες στίς συμπροσευχές ἀκόμη καί μέ ἀλλοθρήσκους. Ὀρθῶς τήν ὀνομάζουμε Νέαν "ἐκκλησίαν", φαινομένην "ἐκκλησίαν" ἤ κατά τούς λόγους τῶν Πατέρων Συναγωγήν τοῦ Σατανᾶ: Βλέπετε, ὅτι ἡ αἵρεση δέν κατέκτησε μόνον τό πατριαρχεῖον τῆς Πόλης, την Ἀντιόχειαν πού ἔγινε Μονο-φυστιτική, τούς Λατινόφρονες τῆς Γερμανίας, Γαλλίας, Βρετανίας, τούς πανθρη-σκειαστές τῆς Ἀμερικῆς, προϊσταμένου τοῦ πρώην ψευδοποιμένος Τρακατέλη καί νῦν τοῦ οἰκτροῦ Ἐλπιδοφόρου, τήν Αὐστραλίαν τοῦ καί σωματικά νεκροῦ ἀνεκδιήγητου Στυλιανοῦ, τήν Λατινοφρονοῦσαν Νεοημερολογιτικήν Ρουμανίαν καί τήν Μόσχαν τῶν Δυτικοφρόνων τοῦ Παπόδουλου Ρώσσου πατριάρχη, τά Ἱεροσόλυμα μέ τόν συμπροσευχηθέντα μέ τό Θηρίον τῆς ἀποκαλύψεως Θεόφιλον καί τούς ἑτεροθρήσκους καί γενικά ἑώαν καί ἑσπέριον (ὡς ἐπί ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ), ἀλλά καί τήν Ἑλλάδα μας! Μέ τήν συμμετοχήν της στό ΠΣ τοῦ Σατανᾶ, μέ τήν Συνοδικήν ὑποδοχήν τοῦ Πάπα στήν Ἑλλάδα καί τήν συμμετοχήν τῆς ἀντιπροσωπείας της στήν κηδείαν τοῦ Θηρίου, προϊσταμένου τοῦ Λατινόφρονος Χρυσόδουλου, μέ τίς συμπροσευχές τοῦ Οἰκουμενιστοῦ Ἰγνατίου μετά τῶν ἱερειῶν τοῦ σατανᾶ Προτεσταντῶν, μέ τίς αἱρετικές δηλώσεις σχεδόν ὅλων τῶν Νεοημερολογιτῶν ψευδεπισκόπων καί ψευδοποιμένων, ὡς τῶν Περιστερίου, Καισαριανής, Σαββάτου, Διονυσίου Κορίνθου καί πλείστων ἄλλων, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός...
Πιστεύουν, κατ’ οὐσίαν, ὅτι τό ἀνάθεμα τοῦ Ἁγίου Φιλαρέτου "δέν πιάνει", γιατί, τάχα, δέν ἀναθεματίζονται ὀνομαστικά οἱ αἱρετικοί. Τό ἀνάθεμα, ὅμως, ἀναθεματίζει ξεκάθαρα, ὅπως γίνεται καί σέ ὅλες τίς Οἰκουμενικές Συνόδους, καί ὅλους τους Αἱρετικούς γενικά, πού εἶναι ἀδύνατον νά ὀνομαστοῦν ἕνας πρός ἕναν. Τά παραδείγματα εἶναι ἄπειρα, ἄν διαβάσει κανείς τά Πρακτικά τῶν Συνόδων. Στήν Ζ΄ Οἰκουμενικήν θά δεῖ ὁ ἐπιμελής ἀναγνώστης, γιά παράδειγμα, νά ἀναθεματίζονται ὅλοι οἱ αἱρετικοί γενικά:
"Ὅλοις τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα"! "Ὅλοις τοῖς Ἀρτζιβουρίτες ἀνάθεμα"! "Τοῖς κοινωνοῦσιν ἐν γνώσει τοῖς ὑβρίζουσι τάς ἱεράς εἰκόνας ἀνάθεμα" "Ὅλοις τοῖς Εὐτυχιανισταῖς ἀνάθεμα"... Τό ἴδιον, ἀκριβῶς, κάνει καί τό ἀνάθεμα τοῦ ἁγίου Φιλαρέτου καί τῆς Συνόδου Του. Εἶναι, λοιπόν, σύνηθες τό γενικόν ἀνάθεμα καί σφάλλουν μεγάλως οἱ ἀνοήτως πιστεύοντες, ὅτι, ἐπειδή δέν ἀναθεματίζονται ὀνομαστικῶς οἱ Οἰκουμενιστές, δέν ἰσχύει τάχα καί τό ἀνάθεμα, παραποιῶντας τήν Ἐκκλησιαστικήν Ἱστορίαν.
Ἐπίσης παραποιοῦν τήν θεολογίαν καί τήν Πατερικήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας, βλασφημῶντας. Ἡ Ε΄ Οἰκουμενική ἀναθεματίζει ὅσους δικαιώνουν τούς αἱρετικούς καί ὅσους φρονοῦν τά τῶν αἱρετικῶν. Δέν βλασφημεῖ δηλαδή, ὅποιος ἀναθεματίζει τούς αἱρετικούς, καθό ἔχει ὑποχρέωση ἀπό τήν ἴδια τήν Σύνοδον, ὅποιος δέν δέχεται τήν ἱερωσύνην καί τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν,
ἀλλά ἰσχύει τό ἐντελῶς ἀντίθετον, βλασφημεῖ καί ἀνα-θεματίζεται ἀπό τήν Ζ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον καί τίς Τοπικές Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας Γ.Ο.Χ Ἑλλάδος ὑπό τόν μακαριστόν Ἀρχιεπίσκοπον Χρυσόστομον τόν Β΄ (1998) καί τοῦ Ἁγίου Φιλαρέτου Μητροπολίτου τῶν Ρώσσων τῆς Διασπορᾶς (1983) ἐκεῖνος πού δέχεται, ὅτι οἱ αἱρετικοί ἔχουν χάρη!
Πρᾶγμα τό ὁποῖον κάνουν ὅσοι, διδάσκουν, ὅτι οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές καί οἱ ἑνωθέντες μέ τούς Λατίνους καί τούς Μονοφυσίτες ἔχουν ἱερωσύνην καί σωστικά μυστήρια. Ποτέ καμμία Σύνοδος δέν εἶπεν τέτοιο πρᾶγμα, δέν ἀναγνώρισε δηλ. Ἱερωσύνην καί σωστικά μυστήρια στούς αἱρετικούς καί δή στούς βλασφήμους ἐπί μίαν ἑκατονταετίαν Νεοημερολογίτες καί Οἰκουμενιστές.
Καί τέλος: Καί ὁ πρώην Φλωρίνης κήρυξεν τήν Νεοημερολογιτικήν Ἐκκηλσίαν Σχισματικήν. Μετά ἔδωσεν ἄλλην ἔννοιαν στό περιεχόμενο τοῦ ὅρου σχισματική, καί στό τέλος συνοδικά θεώρησε τελεσίδικα ὡς σχισματικούς τούς Νεοημερολογίτες.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας ἐκφράζεται μέ τήν συμφωνίαν τῶν Ἁγίων Πατέρων τό Consensus Patrum. Τό Consensus Patrum ἐκφράζεται ἀπό τό Ἱερόν Πηδάλιον καί τόν Ἅγιον Νικόδημον τόν Ἁγιορείτην, πού ἐγκρίθηκε ἀπό τόν μεγαλύτερον ἅγιον τοῦ 18ου αἰῶνα τόν ἅγιον Μακάριον τό Νοταρᾶν καί τόν πολύν, ἅγιον κατά πολλούς, Ἀθανάσιον τόν Πάριον καί, τέλος, ἀπό τήν Σύνοδον τοῦ Πατριαρχείου τό 1802. Ἄς δοῦμε, ὅμως, καί τόν 68ον Κανόνα καί τήν ἑρμηνείαν τοῦ παμμεγίστου Ἁγίου Νικοδήμου.
Ἄλλη αἵρεση εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός, πού οἱ Ἁγιοκυπριανίτες ἰσχυρίζονταν πρό τῆς ἑνώσεως μέ τήν Ἐκκλησίαν μας, ὅτι δέν εἶναι κεκριμένη καί θά πρέπει νά ἀναμένουμε τήν κατάκρισή της, καί ἄλλον πρᾶγμα ἡ ἕνωση μέ καταδικασμένους ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους καί τούς Πατέρες αἱρετικούς!
Στήν δεύτερη περίπτωση, σύμφωνα μέ τούς Α΄ καί Β΄ Κανόνες τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὑπάρχει ἔκπτωση ἀπό τήν ἱερωσύνην. Σύμφωνα καί μέ τήν ἑρμηνείαν-συμφωνίαν τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου στόν ΞΗ΄ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τά σχετικά ἑρμηνευτικά στήν Ζ΄ Οἰκουμενικήν, τόν Ἅγιον Ἀνατόλιον, τόν Ἅγιον Μελέτιον καί τούς ἄλλους Ἁγίους καί τούς προσχωροῦντες ἀπό τήν αἵρεση στήν Ὀρθοδοξίαν, γράφει ὁ νέος Χρυσορρήμων Πατήρ:
"Καθώς καί ἡ Οἰκουμενική β΄ τινῶν αἱρετικῶν δι’ οἰκονομίαν ἐδέχθη τό βάπτισμα, ὡς προείπομεν. Ὅθεν ὡς μή ὅρον τήν τοιαύτην καιρικήν καί περιστατικήν οἰκονομίαν ποιησαμένη, οὐκ ἐναντιοῦται εἰς τόν παρόντα Ἀποστολικόν Κανόνα. Καί γάρ καί ὁ Πατριάρχης Ἀνατόλιος ὑπό τοῦ αἱρετικοῦ Διοσκόρου καί τῆς περί αὐτόν αἱρετικῆς συνόδου ἐχειροτονήθη, καί ὁ ἅγιος Μελέτιος ὁ Ἀντιοχείας ὑπό Ἀρειανῶν, κατά τόν Σωζόμενον, βιβλ. δ΄, κεφ. κη΄. Καί ἄλλοι πολλοί ὑπό αἱρετικῶν ἐχειροτονήθησαν, καί μετά ταῦτα, ὑπό τῶν ὀρθοδόξων ἐδέχθησαν (ἔγιναν δεκτοί). Ἀλλά σπάνια τά τοιαῦτα καί κατά περίστασιν, κανονικῆς ἀκριβείας λειπόμενα, οὐ νόμος δέ Ἐκκλησίας τό κατά περίστασιν γινόμενον καί τό σπάνιον, κατά τε τόν ιζ΄ τῆς α΄ καί β΄ καί τόν Θεολόγον Γρηγόριον, καί τήν β΄ πρᾶξιν τῆς ἐν τῇ ἁγίᾳ Σοφίᾳ συνόδου, καί τό νομικόν ἐκεῖνο τό λέγον: Τό, παρά Κανόνας, οὐχ ἕλκεται πρός ὑπόδειγμα."
Κατά τήν Ζ΄ δέ Οἰκουμενικήν ὅλοι οἱ Εἰκονομάχοι ἦσαν ἐκτός Ἐκκλησίας πρίν ἀπό οἱανδήποτε συνοδικήν καταδίκην!
Ἔγιναν δεκτοί, ὅσοι προσεχώρησαν στήν Ὀρθοδοξίαν, ὅλοι μέ μετάνοιαν καί ὁμολογίαν τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, καί κατ’ οἰκονομίαν καί ὄχι κατ’ ἀκρίβειαν.
Καί τό βασικότερον, πού δέν προσέχουν κάποιοι ἀδελφοί μας, τούς ἔκανε δεκτούς ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος.
Οἱ αἱρετικοί Εἰκονομάχοι καί πῶς ἔγιναν δεκτοί
Οἱ αἱρετικοί Εἰκονομάχοι ἔγιναν μέν δεκτοί, ὄχι ἁπλῶς καί ὥς ἔτυχεν, -(ὅπως καί
ὅλοι οἱ μετανοημένοι αἱρετικοί διά μέσου τῶν αἰώνων, ὅταν τό ἔκρινεν ἡ
Ἐκκλησία!),- ἀλλά μέ μεγάλην δυσκολίαν, μετά ἀπό ἀνάκριση καί ἐξέταση τοῦ
κάθε ἑνός ἀπό αὐτούς ὡς κατηγορουμένου, πού σέ καμμία περίπτωση καί κανείς
δέν δικαιώθηκε γιά τήν μέχρι τότε στάση του!
Ἡ Ἑκκλησία οὐδέποτε
ἀνεγνώρισε ἱερωσύνην στούς αἱρετικούς, κατά τόν χρόνον πού βρίσκονταν στήν
αἵρεση τῆς βδελυρῆς καί ἀντιθέου Εἰκονομαχίας!
Τό ὅτι δηλ. τάχα τελοῦσαν σωστικά μυστήρια. Κάτι τέτοιο οὐδέποτε διετύπωσε κανείς ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες καί καμμία Οἰκουμενική Σύνοδος, πού ἐπέχει πρόσωπον Ἐκκλησίας, δέν τό εἶπε!
Μία
ἀντίθετη διατύπωση θά συνιστοῦσε βλασφημία κατά τοῦ Παναγίου Πνεύματος!
Ἀπό τήν Ζ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον ἔγιναν δεκτοί ἐκ τῶν Εἰκονομάχων ἐπισκόπων:
-ὅσοι ἀπό αὐτούς μετενόησαν,
καί πάντως
-ὄχι οἱ διδάσκαλοι καί πρώταρχοι τῆς
αἱρέσεως,
ὅσοι
-ἀναθεμάτισαν τήν εἰκονομαχικήν αἵρεση,
-συνέταξαν γραπτῶς καί προσκόμισαν στήν Σύνοδο ἀναθεματιστικούς τῆς αἱρέσεως λιβέλλους,
-ὁμολόγησαν, ὅτι ἦσαν ἐκτός Ἐκκλησίας καί χωρισμένοι ἀπ' αὐτήν
καί
-δήλωσαν πανηγυρικά καί δημόσια, ὅτι ἐπιθυμοῦν νά ἑνωθοῦν μέ τήν Καθολικήν Ἐκκλησίαν, ἀπό τήν ὁποία ἦσαν χωρισμένοι
καί κυρίως, ἀφοῦ
-πῆραν καί φρικτόν ὅρκον, ἀναθεματίζοντας μάλιστα ἑαυτούς, ἐάν ἐπέστρεφαν στό ἴδιον ἐξέραμμα καί
-διαβεβαιώνοντας, ὅτι δέν κινοῦνται
μέ ὑπουλότητα καί ὑστεροβουλίαν!
Αὐτό τό τελευταῖο τό πιστοποιοῦν
λέγοντας:
"Ἐάν μή ὁμολογῶμεν
καθώς ἡ καθολική ἐκκλησία, ἀνάθεμα ἔχωμεν ἀπό τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος".
“Ἡ ἁγία σύνοδος εἶπεν: ἐλπίζομεν, ὅτι μετά τήν σύνοδον οὐδείς διαστραφήσεται, καθότι ἐν ταῖς καταθέσεσιν αὐτῶν ἑαυτούς οἱ ἐπίσκοποι ἀνεθεμάτισαν, ὅτι ἐάν ἐπιστρέψωμεν ἐπί τήν προτέραν αἵρεσιν, ἀναθεματισμένοι καί καθηρημένοι ἐσμέν”.
Στήν
συνέχειαν ζητεῖται ἀπό τήν Σύνοδον νά ἐπιδοθοῦν οἱ λίβελλοι τοῦ
ἀναθεματισμοῦ τῆς αἱρέσεως καί τῆς ὁμολογίας τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας.
Καί, ἄν δέν ἔχουν συντάξει τέτοιους λιβέλλους, νά τούς φτιάξουν καί νά τούς
προσκομίσουν στή Σύνοδον.
Καί κατόπιν ὅλων αὐτῶν θά κρίνει τήν ὑπόθεσή τους ἡ Σύνοδος!
"Κωνσταντῖνος
ὁ θεοφιλέστατος ἐπίσκοπος Κωνσταντίας τῆς Κύπρου εἶπεν: πανίερε δέσποτα, εἰ μέν
ἐπιφέρονται λιβέλλους, ἐπιδότωσαν. εἰ δέ μή, ποιήτωσαν. καί εἶθ' οὕτως κρινεῖ ἡ
ἁγία σύνοδος ἐπ' αὐτοῖς.
Οἱ δέ ἔφασαν: ἔχομεν τούς
λιβέλλους ἑτοίμους, καί δώσομεν αὐτούς."
Ὁ πολύς ἅγιος Ταράσιος
ρώτησε τήν Σύνοδον, πῶς πρέπει νά γίνη ἡ εἰσδοχή τῶν ἀπό τῆς εἰκονομαχικῆς
αἱρέσεως προσερχομένων αἱρετικῶν: "τήν ἀναφυεῖσαν αἵρεσιν, πῶς
ὀφείλομεν δέξασθαι;"
Ἡ Σύνοδος συμφώνησεν μέ τόν
Ἰωάννην, τόν θεοφιλέστατον τοποτηρητήν τοῦ ἀποστολικοῦ θρόνου τῆς ἀνατολῆς, πού
εἶπε, ὅτι ἡ αἵρεση χωρίζει κάθε ἄνθρωπο ἀπό τήν ἐκκλησία, ἐπιβεβαιώνοντας,
ὅτι αὐτό εἶναι εὔδηλο (ξεκάθαρο):
"Ἰωάννης ὁ θεοφιλέστατος
τοποτηρητής τοῦ ἀποστολικοῦ θρόνου τῆς ἀνατολῆς εἶπε:
«Ἡ αἵρεσις χωρίζει ἀπὸ τῆς
ἐκκλησίας πάντα ἄνθρωπον.»
῾Η Ἁγία Σύνοδος εἶπεν:
«Τοῦτο εὔδηλόν ἐστιν.»
Οἱ μοναχοί εἶπαν ὅτι, γιά νά
γίνουν δεκτοί οἱ Εἰκονομάχοι, πρέπει νά χειροθετηθοῦν:
"χειροθετουμένους εἶπεν ὁ (8ος ἐν Νικαίᾳ) κανών δεχθῆναι".
Ἐπιφύλαξη ἐξέφρασε ὁ ἅγιος Ταράσιος, δίχως νά ἀποκλείει, βέβαια, τήν χειροθεσίαν χάριν εὐλογίας λέγοντας: "μήπως ἐπ’ εὐλογίας ἐνταῦθα τήν χειροθεσίαν λέγει, καί οὐχί ἐπί χειροτονίας".
Ὡστόσο δέν ἀφίνεται καμμία ἀμφιβολία, ὅτι θά ἔπρεπε κανονικά νά γίνει ἡ χειροθεσία τῶν αἱρετικῶν, ὅταν πιό κάτω διαβάζονται οἱ Ἐπιστολές καί τοῦ Μεγάλου Βασιλείου:
"περί τῆς προρρηθείσης ὑποθέσεως, εἰ δεκτοί εἰσιν εἰς τήν ἱερωσύνην οἱ ἐκ τῆς αἱρέσεως ἐπιστρέφοντες," κατά τήν πρός Ἀμφιλόχιον κανονικήν πρώτην ἐπιστολήν τοῦ παμμεγίστου ἱεράρχου.
Κατά τήν ἐπιστολήν τοῦ Οὐρανοφάντορος δέν εἶναι δεκτοί οἱ αἱρετικοί Ἐγκρατίτες, διότι παραχάραξαν τό βάπτισμα, -(ὅπως καί οἱ Οἰκουμενιστές καί οἱ Νεοημερολογίτες τό παραχάραξαν, μή τηροῦντες τήν τριττή κατάδυση καί μή ἀναγινώσκοντες κἄν ὅλες τίς εὐχές τοῦ εἰσαγωγικοῦ στά ἄλλα μυστήρια μεγάλου μυστηρίου)-, καί ὅποιος βαπτίστηκε ἀπό αὐτούς, προσερχόμενος στήν Ἐκκλησία νά βαπτίζεται.
Ἐάν, σημειώνει ὁ Μέγας πατήρ, γίνει ἐμπόδιο τό βάπτισμα, γιά νά προσέλθουν στήν Ἐκκλησία, λόγῳ τῆς αὐστηρότητος τῆς ἀκριβείας, τότε, (σ.σ. τοὔλάχιστον), νά χρίονται, καί ἔτσι νά προσέρχονται οἱ πιστοί στά μυστήρια:΄
"μήποτε ὡς βουλόμεθα ὀκνηρούς αὐτούς περί τό βαπτίζειν ποιῆσαι ἐμποδίσωμεν τοῖς σωζωμένοις διά τό τῆς προτάσεως αὐστηρόν"...
"παντί δέ τῷ λόγῳ τυπωθήτω, τούς ἐπί τῷ βαπτισμῷ ἐκείνων προσερχομένους χρίεσθαι, ἐπί τῶν πιστῶν δηλονότι, καί οὕτως προσιέναι τοῖς μυστηρίοις."
Μετά ἀπό ἔγγραφον ἀναθεματισμόν τῆς αἱρέσεως ἔγιναν δεκτοί οἱ αἱρετικοί, κατά τόν Ὅρον καί τῆς ἁγίας Τρίτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου κατά τῶν δυσεβῶν Μασσαλιανῶν καί Εὐχιτῶν:
"τούς ὄντας κατά πᾶσαν ἐπαρχίαν Μασσαλιανῶν, ἤγουν ἐνθουσιαστῶν αἱρέσεως, ἤ καί ἐν ὑποψίαις τῆς τοιαύτης νόσου γεγενημένους, εἴτε ληρικοί εἶεν, εἴτε λαϊκοί, μεθοδεύεσθαι. "καί ἀναθεματίζοντας κατά τά ἐν τῷ μνημονευθέντι συνοδικῷ διηγορευμένα ἐγγράφως, μένειν τούς μέν κληρικούς ἐν τῷ κλήρῳ, τούς δέ λαϊκούς ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῆς ἐκκλησίας."
Ἡ Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδος στόν
Ὅρον της, ἐπίσης, ὁρίζει:
«Εἴ τις μὴ ἀναθεματίζει Ἄρειον, Εὐνόμιον, Μακεδόνιον, Ἀπολινάριον, Νεστόριον, Εὐτυχέα, καὶ Ὠριγένην, μετὰ τῶν ἀσεβῶν αὐτῶν συγγραμμάτων, καὶ τοὺς ἄλλους πάντας αἱρετικούς, τοὺς κατακριθέντας καὶ ἀναθεματισθέντας ὑπὸ τῆς ἁγίας καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν προειρημένων ἁγίων τεσσάρων συνόδων, καὶ τοὺς τὰ ὅμοια τῶν προειρημένων αἱρετικῶν φρονή-σαντας ἢ φρονοῦντας καὶ μέχρι τέλους τῇ οἰκείᾳ ἀσεβείᾳ ἐμμείναντας, ὁ τοιοῦτος ἀνάθεμα ἔστω…». {Τῶν Ἱερῶν Συνόδων νέα δαψιλεστάτη Συλλογή, σελ. 126 (632) τόμος δεύτερος, (Μέρος Β΄), ἀπό ἔτους Χριστοῦ 449 ἄχρι ἔτους 1643, ἔκδοσις Καλύβης Τιμίου Προδρόμου, Ἱερᾶς Σκήτης Ἁγίας Ἄννης, Ἅγιον Ὄρος, (Θεσσαλονίκη 1986). Ε΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ 553 μ.Χ - ΒΛΑΣΙΟΥ ΦΕΙΔΑ, ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΤΟΜΟΣ Α΄- Σελ. 721, ΑΘΗΝΑΙ 1992}.
Ἡ ἁγία, λοιπόν, Ζ΄
Οἰκουμενική ὁρίζει τελεσίδικα καί ἀμετάκλητα:
«Ἡ αἵρεσις χωρίζει ἀπὸ τῆς
ἐκκλησίας πάντα ἄνθρωπον».
῾Η Ἁγία Σύνοδος εἶπεν: «Τοῦτο
εὔδηλόν ἐστιν.»
Στὸ τέλος τῆς Πρώτης Πράξεως,
Ἡ ἁγία σύνοδος εἶπεν:
«Ἀναγνώτωσαν οἱ προϊστάμενοι
ἐπίσκοποι τοὺς οἰκείους λιβέλλους ὡς νυνὶ προσελθόντες τῇ καθολικῇ
ἐκκλησίᾳ.»
Ταράσιος ὁ ἁγιώτατος πατριάρχης
εἶπεν:
«Ἀναγνώτωσαν ἐπειδὰν τῶν
ζητουμένων δύο κεφαλαίων ἀκριβῶς ἐξετασθῇ ὑπόθεσις περὶ τε τῶν προσερχομένων ἐξ
αἱρέσεως τῇ ἁγίᾳ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ καὶ τῶν ὑπὸ αἱρετικῶν χειροτονηθέντων.»
Καὶ μετ᾽ ὀλίγον πάλιν, Ταράσιος
ὁ ἁγιώτατος πατριάρχης εἶπεν:
«Τὰς ὁμολογίας γνῶντες διὰ
τῆς ἀναγνώσεως τῶν λιβέλλων, ἐν ἑτέρᾳ συνελεύσει ἡ αὐτῶν ἀποδοχὴ γενήσεται, εἰ
οὐκ ἔστιν ἕτερον αὐτοῖς τὸ κωλῦον.
Ἀπό τούς Δονατιστές ἡ Ἐκκλησία στήν Σύνοδον τῆς Καρθαγένης δέχθηκε τόσους μόνον κληρικούς στήν Ἀφρική, ὅσους χρειάσθηκε, λόγῳ τῆς μεγάλης ἀνάγκης πού ὑπῆρχεν ἐκεῖ ("ταὔτόν εἰπεῖν ἐδέχθησαν, (ἔγιναν δεκτοί), οἰκονομικῶς καί ἐξ ἀνάγκης" κατά τόν Ἅγιον Νικόδημον).
Γιά τόν λόγον αὐτόν, ἡ Σύνοδος πού ἔγινε στήν Ἰταλία δέν δέχθηκε τίς χειροτονίες τους, ἀφοῦ δέν ὑπῆρχεν ἀνάγκη, κατά τόν ΟΖ΄ τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου.
Τονίζει ὁ Ἅγιος Νικόδημος, ὅτι εἶναι σπάνιον νά γίνονται δεκτοί οἱ αἱρετικοί ἀπό τήν Ἐκκλησία: "Ἀλλά σπάνια τά τοιαῦτα καί κατά περίστασιν, κανονικῆς ἀκριβείας λειπόμενα, οὐ νόμος δέ Ἐκκλησίας τό κατά περίστασιν γινόμενον καί τό σπάνιον, κατά τε τόν ιζ΄ τῆς α΄ καί β΄ καί τόν Θεολόγον Γρηγόριον, καί τήν β΄ πρᾶξιν τῆς ἐν τῇ ἁγίᾳ Σοφίᾳ συνόδου καί τό νομικόν ἐκεῖνο τό λέγον∙ Τό, παρά Κανόνας, οὐχ ἕλκεται πρός ὑπόδειγμα."
Ὁ Ἅγιος, ἰδιαίτερα, ἀναφέρεται στίς χειροτονίες τῶν αἱρετικῶν Εἰκονομάχων, πού ἔγιναν δεκτοί ἀπό τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο:
«Πάντως δέν δέχθηκε τούς πρωτάρχας τῆς αἱρέσεως καί τούς ἐμπαθῶς ἐγκειμένους καί μή γνησίως καί ἀληθῶς μετανοοῦντες, ὅπως εἶπε ὁ θεῖος Ταράσιος. Δέχθηκε ἐκείνους πού ἀκολούθησαν τούς πρωτάρχας τῶν αἱρέσεων καί πού μετανόησαν εἰλικρινῶς [36] καί ἐκείνους πού χειροτονήθηκαν ἀπό τούς αἱρετικούς Εἰκονομάχους δέν ἀναχειροτόνησε, ἀφοῦ ὁμολόγησαν τήν Ὀρθοδοξία, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν α΄ πράξη τῆς Ζ΄ Οἰκουνενικῆς [37].
Ὁ ἐκ τῆς κοινωνίας μέ τήν αἵρεση μολυσμός ὅλων, τῶν ἱερέων, τῶν διακόνων, τῶν μοναχῶν καί τῶν λαϊκῶν
Εἶναι δυνατόν οἱ αἱρετικοί νά παρέχουν τήν σωτηρία σέ ὅσους παραμένουν σέ θανάσιμη κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς, μετά τά ὅσα ἔχουν ἤδη καταστεῖ πασίδηλα σέ ὅλους καί ὅλοι πλέον εἶναι ἐν πλήρει συνειδήσει τῶν διαδραματιζομένων, γιά τούς ὁποίους ἰσχύει τό:
«εἰ καί τοῖς λογισμοῖς οὐ κατεποντίσθησαν», ὅμως, «τῇ κοινωνίᾳ τῆς αἱρέσεως συνόλλυνται», κατά τόν μέγαν Ὁμολογητήν Ἅγιον Θεόδωρον τόν Στουδίτην;
Ἐάν καί κατά τόν Ἅγιον Θεόδωρον τόν Στουδίτην[38] ἔχει μολυσμόν ἡ κοινωνία μέ τήν ἀναφορά τοῦ ὀνόματος τοῦ αἱρετικοῦ, (Εἰκονομάχου ἐπισκόπου τότε καί Οἰκουμενιστοῦ-Νεοημερολογίτου σήμερα), ἔστω καί ἄν εἶναι ὀρθόδοξος ὁ ἀναφέρων[39], τότε τί βάπτισμα καί τί μυστήρια παρέχει ὁ αἱρετικός ἐπίσκοπος ἤ ὁ ἱερεύς πού τόν μνημονεύει καί ποιά χάρη παίρνουν οἱ πιστοί ἀπό τόν μολυσμόν αὐτόν;
Ἑπομένως, ὁ διακόπτων τήν κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς καί προσερχόμενος στήν Ἐκκλησία τῶν Πατέρων, προσέρχεται καί ἀποκηρύσσει τήν αἵρεση μέ λίβελο καί μυρώνεται, σύμφωνα μέ τούς Ἱερούς Κανόνες καί κατά τόν Μέγα Βασίλειο, (47ος Ἱερός Κανών), καί κατά τόν Ἅγιον Νικόδημον τόν Ἁγιορείτην, ἐάν δέν ἔχει τηρηθεῖ ἡ τριττή κατάδυση, βαπτίζεται.[40]
Ὁ βιογράφος τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ ἀναφέρει, ὅτι ἡ κοινωνία μέ τόν αἱρετικό Σέργιον ἦταν ἡ αἱτία τῆς φυγῆς τοῦ Ἁγίου Μαξίμου ἀπό τήν Κνωσταντινούπολη, γιά νά μή μολυνθεῖ! Περί μολυσμοῦ ἀπό τήν κοινωνίαν μέ τήν μονοθελητικήν αἵρεση γράφει ἐπὶ λέξει[41]:
" Ἐπεί δ᾽ ἑώρα, (ὁ Ἅγιος Μάξιμος), ὡς ἀνωτέρω ἔφαμεν, τὴν τῶν Μονοθελητῶν τηνικαῦτα αἵρεσιν εἰς τέλειον μᾶλλον ἐκτεινομένην, καὶ δεινῶς κὰθ᾽ ἡμέραν ὑπὸ τῶν τῆς ἀσεβείας προστατῶν αὐξανομένην, ἔστενε μὲν καὶ πένθει βαρυτάτῳ συνείχετο, οἰκτιζόμενος μάλιστα καὶ τοὺς τὰ παράνομα δρῶντας, οὐκ εἶχε δ᾽ ὅ,τι καὶ πράξοιεν ἑαυτῶ, οὕτω τοῦ κακοῦ εἰς ἄμετρον ἐκχυθέντος, καὶ Ἐώαν μικροῦ πᾶσαν καταλαβόντος καὶ Ἑσπέριον. Ὅθεν καὶ ἐν τοσούτοις δεινοῖς, τούθ' εὑρίσκει μόνον ἑαυτῷ τὸ λυσιτελοῦν, καὶ τοῖς πράγμασιν. Ἐπεί γὰρ ἐγίγνωσκε τὴν πρεσβυτέραν Ρώμην τοῦ τοιούτου καθαρεύουσαν μύσους, (σ.σ. τοῦ μολυσμοῦ) καὶ ὅσον ἐν Ἀφρικῇ, καὶ ὅσον ἐν ἄλλοις τόποις καὶ νήσοις ἐκείναις ταῖς πέριξ, λιπῶν τὰ ἐνταῦθα, ἐκεῖσε ἐπιφοιτᾶ, συνηγορίαν δώσων τῷ λόγῳ καὶ τοῖς ἐκεῖ συνεπόμενος ὀρθόδοξοις∙"
Τοὺς ἁγίους Πατέρες καὶ Διδασκάλους μιμήθηκαν καὶ οἱ Ἁγιορεῖτες Ὁσιομάρτυρες πού μαρτύρησαν ἐπὶ Βέκκου τοῦ Λατινόφρονος καὶ ἔγραψαν τὴν περίφημη ἐκείνην ἐπιστολὴν πρὸς τὸν Αὐτοκράτορα Μιχαὴλ τὸν Παλαιολόγον, ἡ ὁποία εἶναι θεολογικότατη καὶ πλήρης Θείων ἀληθειῶν ὅπου περί τοῦ μολυσμοῦ ἐκ τῆς αἱρέσεως. διαλαμβάνονται τά ἑξῆς:
" Ἐμπεριέχεται δὲ καὶ στὸν ΙΕ΄ Κανόνα τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης Α΄ καὶ Β΄ ἐπονομασθείσης Συνόδου, ὅτι ὄχι μόνον ἀνεύθυνοι εἶναι ἀλλὰ καὶ ὅτι πρέπει νὰ ἐπαινοῦνται αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἀποσχίζονται ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ εἶναι προφανῶς αἱρετικοὶ καὶ διδάσκουν δημόσια, αἱρετικὰ διδάγματα, καὶ πρὶν νὰ ὑπάρξη συνοδικὴ καταδίκη τους, ἀκριβῶς, ἐπειδὴ ἡ Ὀρθόδοξος τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία τὴν ἀναφορὰν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως, κατὰ τὴν τέλεσιν τῆς ἀναίμακτου θυσίας, τὴν θεωροῦσε πάντοτε συγκοινωνίαν τελείαν μὲ τὸν μνημονευόμενον ἀρχιερέα καὶ τὸ φρόνημά του. Διότι ἔχει γραφεῖ στὴν ἐξήγησιν τῆς Θείας Λειτουργίας ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀρχιερέως ... καὶ ὅτι εἶναι κοινωνὸς αὐτοῦ καὶ τῆς πίστεως καὶ διάδοχος τῶν Θείων μυστηρίων...(καί) ὅτι μολυσμὸν ἔχει ἡ κοινωνία μὲ μόνην τὴν ἀναφορὰν αὐτοῦ, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ὀρθόδοξος ὁ ἀναφέρων".[42]
Ἡ διάκρισις ἀνάμεσα σέ καταδικασμένους καὶ "ἄκριτους" αἱρετικούς
ὑπό πατρός Μαξίμου Μαρέττα, Θεοφιλεστάτου
βοηθοῦ Ἐπισκόπου τοῦ Ἀμερικῆς κυρίου Δημητρίου
Μέ ἐπιμέλειαν καί διευκρινιστικές σημειώσεις καί συμπληρώσεις πατρός Νικολάου Δημαρᾶ Δρος Ν. Μagister Artium Philosophie u. Theologie)
1.Ἡ διάκρισις μεταξὺ καταδικασμένων καὶ ἀκρίτων αἱρετικῶν ἦταν ἄγνωστη εἰς τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἔβλεπαν τοὺς αἱρετικοὺς ὡς αὐτοκατάκριτους ἐξ αἰτίας ἀκριβῶς τοῦ ἀσπασμοῦ κακόδοξης διδασκαλίας. Ἀποδεικνύεται ἀπὸ πάρα πολλές πατερικὲς μαρτυρίες, ἰδίως, ὅμως, τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ Καρθαγένης, ὁ ὁποῖος τὸν 3ον αἰῶνα προσδιόρισε τὴν ὁριστικὴν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸ θέμα αὐτὸ. Πρωτίστως, ἀποφαίνεται ὡς πρὸς τὴν οὐσίαν τοῦ θέματος λέγοντας, ὅτι «μία εἶναι ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια».[43] Συνεπῶς, ὅπου δὲν ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια -δηλαδὴ ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει αἵρεσις- δὲν δύναται νὰ ὑπάρχει καὶ ἡ χάρις· καὶ συγκεκριμένα, δὲν δύναται νὰ ὑπάρχει μυστηριακὴ χάρις. Ὁ Ἅγιος δηλώνει κατηγορηματικὰ, ὅτι ὁ αἱρετικὸς εἶναι «αὐτοκατάκριτος καὶ ἐξορισμένος ἀπὸ τὰς πηγὰς τοῦ παραδείσου»[44], «ἐπειδὴ οὐδαμῶς δὲν δύνανται τὸ βάπτισμα καὶ ἡ Ἐκκλησία νὰ χωριστοῦν καὶ νὰ μείνουν χωριστά, ἐκεῖνος ποὺ πρώτα ἔλαβεν τὸ βάπτισμα κατέχει ἐξίσου καὶ τὴν Ἐκκλησίαν»[45].
Πάλιν, «ἐφ᾽ ὅσον οἱ αἱρετικοὶ παντοῦ ἀποκαλοῦνται ἀντίπαλοι καὶ ἀντίχριστοι, ἐφ᾽ ὅσον ἀποκηρύττονται ὡς ἄτομα ἀποφευκτέα, καὶ ἐφ᾽ ὅσον θεωροῦνται ὡς πρόσωπα διεφθαρμένα καὶ καταδικασμένα ἀφ᾽ ἑαυτοῦ τους, τότε γιὰ ποιόν λόγον δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ θεωροῦνται ὡς ἄξιοι τῆς καταδίκης μας καθὼς φαίνεται ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴν μαρτυρίαν, ὅτι εἶναι αὐτοκαταδικασμένοι;»[46]
Πάλιν, ἐξισώνει τὴν αἵρεση μὲ τὴν ἐκτὸς Ἐκκλησίας κατάσταση λέγοντας, ὅτι «τηρεῖται καὶ πιστεύεται ἀπὸ ἐμᾶς πώς πρέπει νὰ βαπτίζονται ὅλοι ὅσοι ἐπιστρέφουν ἐν μετανοίᾳ εἰς τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ ὁποιανδήποτε αἵρεση».[47]
2. Ἡ Ἐκκλησία μεταγενέστερα ἐπέτρεψε τὴν οἰκονομίαν κατά τὴν ἀποδοχὴν τῶν αἱρετικῶν, ἀλλ᾽ οὐδέποτε ἀνέτρεψε τὴν ἀποστολικὴν ἀρχὴν, ὅτι ὅλες οἰ αἱρετικὲς ὁμάδες εἶναι ἐκτὸς Έκκλησίας καὶ ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀσθενὲς μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ κηρύττει αἵρεση καὶ ὄχι τὴν ἀλήθεια.
Γιαυτὸ λέγει ὁ Ἅγιος Κυπριανός: «Μᾶς ἔχει παραδοθε,ῖ ὅτι ὑπάρχει ἕνας Θεός, καὶ ἕνας Χριστός, καὶ μία ἐλπίδα, καὶ μία πίστις, καὶ μία Ἐκκλησία, καὶ ἕνα βάπτισμα τελεσμένο πουθενὰ ἀλλοῦ, παρὰ μόνο σὲ μίαν Ἐκκλησίαν, ἐκ τῆς ὁποίας ἑνότητος, ὅποιος ἐκτρέπεται, κατ᾽ ἀνάγκην βρίσκεται μεταξὺ τῶν αἱρετικῶν».[48]
Δὲν
δέχεται ὁ Ἅγιος τὴν συνύπαρξη πολλαπλῶν πίστεων ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μόνο
μίαν. Οὔτε δέχεται τοὺς αἱρετικοὺς, ὅτι δύνανται νὰ εἶναι ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ
μᾶλλον ὅτι, ὅταν πέσει κανεὶς σὲ αἵρεση, ἐξ ὁρισμοῦ ἐκπίπτει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
Ὁ Ἅγιος Φιρμιλιανὸς Καισαρείας ἐπιβεβαιώνει αὐτὴν τὴν θέση λέγοντας:
"Ἂν τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν εἶναι τό αὑτὸ καὶ τὸ ἴδιο μὲ τὸ δικὸ μας, χωρὶς ἀμφιβολία εἶναι καὶ ἴδια καὶ ἡ πίστις. Ἀλλ’ ἂν ἡ πίστις μας εἶναι μία, κατ᾽ ἀκολουθίαν ἔχουμε καὶ ἕνα Κύριον: Ἂν ὑπάρχει ἕνας Κύριος, ἕπεται καὶ τὸ ὅτι λέμε, ὅτι εἶναι Ἕνας. Ἀλλ᾽ ἂν ἡ ἑνότητα ποὺ δὲν δύναται νὰ χωριστεῖ καὶ νὰ κατατέμνεται ὑπάρχει καὶ μεταξὺ τῶν αἱρετικῶν, γιατὶ τοὺς καλοῦμε αἱρετικοὺς καὶ ὄχι Χριστιανούς;
Μολαταῦτα, ἐπειδὴ ἐμεῖς καὶ οἱ αἱρετικοὶ δὲν ἔχουμε τὸν ἴδιο Θεὸ, οὔτε τὸν ἴδιο Κύριο, οὔτε τὴν ἴδια Ἐκκλησία, οὔτε μία πίστη, οὔτε ἕνα Πνεῦμα, οὔτε ἕνα σῶμα, ἔκδηλα φαίνεται, ὅτι οὔτε τὸ βάπτισμα εἶναι κοινὸ ἀνάμεσα σέ μᾶς καὶ τοὺς αἱρετικούς, καθώς δὲν ὑπάρχει τίποτα ἀπολύτως κοινὸ μεταξὺ μας."[49]
Γράφοντας ἐναντίον αὐτῶν ποὺ ὑπεραμύνονται τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν, ἀποφαίνεται:
«Εἶναι φανερὸ, ὅτι ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ εἶναι αὐτοκατάκριτοι καὶ ἔχουν ἐπιβάλλει εἰς τὸν ἑαυτὸν τους μία ἀναπόφευχτη καταδίκη πρὶν τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως· καὶ αὐτὸς ποὺ ἐπιβεβαιώνει τίς βαπτίσεις αὐτῶν, τὶ ἄλλο κάνει παρὰ καταδικάζει τὸν ἑαυτὸν του, καθιστῶντας τον συμμέτοχο μὲ αὐτούς».[50]
Ὁ Ἅγιος Κυπριανὸς ἐπανειλημμένως τονίζει, ὅτι οἱ αἱρετικοὶ εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας ὑπαιτιότητι τῆς αἱρέσεώς τους.
Ἔτσι διδάσκει:
"Ὁ
Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὅταν ἐπιβεβαίωσε εἰς τὸ Εὐαγγέλιόν του ὅτι αὐτοὶ ποὺ
δὲν ἦταν μαζὶ Του ἦταν ἐχθροὶ Του, δὲν ὑπέδειξε καμμία συγκεκριμμένη αἵρεση, ἀλλ᾽
ἔδειξε ὅτι ὅλοι ποὺ δὲν ἦταν μαζὶ
Του καὶ ποὺ διασκόρπιζαν τὸ ποίμνιό Του, μὲ τὸ νὰ μὴ συνάγονται μαζὶ Του, ἦταν ἐχθροὶ
Του, λέγοντας: «ὁ μὴ ὢν μὲτ᾽ ἐμοῦ κατ᾽ ἐμοῦ ἐστιν, καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ᾽ ἐμοῦ
σκορπίζει.»[51]
Μολαταῦτα, αὐτὸς ὁ μακάριος ἀπόστολος Ἰωάννης δὲν διέκρινε μία συγκεκριμένη αἵρεση
ἢ ἕνα συγκε-κριμένο σχίσμα καὶ οὔτε ἀποφάνθηκε περί τινος συγκεκριμένου ὡς ἀποκεκομμένου
ἁπὸ τὴν Ἐκκλησία· ἀλλ᾽ ἐκάλεσε ὅλους αὐτοὺς ποὺ εἶχαν ἀποσκιρτήσει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία
καὶ ποὺ ἐνεργοῦσαν ἀντιθετικῶς κατὰ τῆς Έκκλησίας «ἀντιχρίστους» … ἐξ ὧν ἀριδήλως φαίνεται ὅτι ὅλοι
αὐτοὶ ποὺ διΐστανται ἀπὸ τὴν ἀγάπην καὶ τὴν ἑνότητα τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας εἶναι
ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀντίχριστοι."[52]
Καὶ πάλιν ἐπισημαίνει:
"Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐξηγεῖ, διδάσκοντας καὶ ἐντέλλοντας, ὅτι ὁ αἱρετικὸς ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἀποφεύγεται … ὡς αὐτοκατάκριτος, καθὼς ὁ τοιοῦτος ἄνθρωπος θὰ εἶναι ὑπεύθυνος τῆς καταστροφῆς του, ὁ ὁποῖος, μὴ ἔχοντας ἀποβληθεῖ ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο, ἀλλ᾽ ἀφ᾽ ἑαυτοῦ του ἀποσκιρτᾶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν, εἶναι ἐξ ὑπαιτιότητος αἱρετικοῦ δόγματος αὐτο-κατάκριτος."[53]
Ἐφαρμόζοντας αὐτές τίς ἀρχές στὸ σχίσμα τοῦ Νοβατιανοῦ -τοῦ σχισματικοῦ ἐπισκόπου ῾Ρώμης- γράφει ὁ Ἅγιος Κυπριανός:
"Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καὶ καθὼς εἶναι μία δὲν δύναται νὰ εἶναι καὶ ἐντὸς καὶ ἐκτός. Διότι ἂν εἶναι μὲ τὸν Νοβατιανό, δὲν δύναται νὰ εἶναι μὲ τὸν Κορνήλιο. Ἀλλ᾽ εἶναι μὲ τὸν Κορνήλιο … ὁ Νοβατιανὸς δὲν δύναται νὰ εἶναι ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας· ἀλλ᾽ οὔτε δύναται νὰ ἀναγνωριστεῖ ὡς ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος, μὴ διαδεχόμενος κανέναν καὶ ἀψηφῶντας τὴν εὐαγγελικὴν καὶ ἀποστολικὴν παράδοσιν, φύτρωσε ἀπ᾽ τὸν ἑαυτό του."
Ὑπάρχουν πολλὰ παραδείγματα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἱστορίαν καὶ τοὺς βίους τῶν ἁγίων ποὺ ἀποδεικνύουν, ὅτι ἡ Ἐκκλησία θεωροῦσε τοὺς αἱρετικοὺς ὡς ἐκτὸς Ἐκκλησίας πρὶν τὴν συνοδικὴ καταδίκη τους.
Στόν Πρὸς Πύῤῥον Διάλογον τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ ἀπαντᾶται τὸ περιστατικὸ, κατά τό ὁποῖον ὁ Μονοθελήτης πατριάρχης Πύῤῥος ἀποκήρυξε -προσωρινά ὅμως- τὴν αἵρεσή του «ἑνώσας δὲ ἑαυτόν διά τῆς ὀρθοδόξου ὁμολογίας τῇ ἁγίᾳ, καθολικῇ καί ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ». Τὸ περιστατικὸν ἔγινε τὸ 645 μ.Χ., πρὶν ἀπό τίς τοπικές συνόδους, τῆς Καρθαγένης, (ποὺ συγκλήθηκε ἀργότερα, τὸ ἴδιο ἔτος, 645-46), καὶ τῆς ῾Ρώμης, (ποὺ συγκλήθηκε τὸ 649), καὶ πολὺ πρὶν τὴν ΣΤ´ Οἰκουμενικήν Σύνοδον τοῦ 681! Ὅλες οἱ Σύνοδοι αὐτές ἦταν ἐκεῖνες πού ἀναθεμάτισαν μέν τὸν Μονοθελητισμόν, ἀλλά ἀργότερα.
Πάλιν, ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἁποφαίνεται περὶ τῶν Μονοθελητῶν, ὅτι ἀφώρισαν τὸν ἑαυτὸ τους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ὅτι δὲν εἶναι σταθεροὶ εἰς τὴν πίστη. Δίδασκε δὲ καὶ ὅτι ἔχουν ἀποκοπεῖ καὶ εἶναι ἀποστερημένοι τῆς ἱερωσύνης ὡς ὄντες αὐτοκατάκριτοι καί ὡς καταδικασμένοι στήν συνέχειαν ἀπὸ τὴν Σύνοδον τῆς ῾Ρώμης (τοπική Σύνοδος μέ τόν Ἅγιον Μαρτῖνον, Πάπα Ρώμης, τό 649). Διερωτᾶτο, τί μυστήρια εἶχαν καὶ ἂν κατέρχεται τὸ Πανάγιον Πνεῦμα στίς χειροτονίες τους.
Κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον ἀποφαίνεται καὶ ὁ Ἅγιος Μαρτῖνος Πάπας ῾Ρώμης ὁ Ὁμολογητής εἰς τὴν προοιμιακὴν του προσφώνηση κατά τὴν ἔναρξη τῆς πρώτης πράξεως τῆς Λατερανῆς Σύνοδου τοῦ 649, ἤδη ἀποκαλῶντας τὸν Κῦρον Ἀλεξανδρείας καὶ τοὺς Σέργιον, Πῦῤῥον, καὶ Παῦλον Κωνσταντινουπόλεως ὡς ψευδώνυμους ἱερεῖς πρὸ συνοδικῆς κρίσεως, ἐνῷ δηλαδὴ αὐτοὶ ἦταν ἀκόμα «ἄκριτοι» ἀπὸ «ἁρμόδια» ἢ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον:
"Ψευδώνυμοι τινὲς ἱερεῖς ἐταράχθησαν καὶ πρὸς τὴν λάμψιν τοῦ φωτὸς αὐτοῦ δυσχεραίνοντες τὴν τούτου θειοτάτην ὁμολογίαν καὶ ἐν τοῖς καθ’ ἡμᾶς χρόνοις, ἤγουν τῶν προηγησαμένων ἡμᾶς ἀνελεῖν καιναῖς ῥημάτων ἐπινοίαις ἐσπούδασαν … λέγω δὴ Κῦρος ὁ τῆς Ἀλεξανδρέων ἐκκλησίας ἐπισκοπήσας καὶ Σέργιος ὁ κατὰ τῆς τὸ Βυζάντιον προεδρεύσας καὶ οἱ καθεξῆς τούτου διάδοχοι, Πύρρος καὶ Παῦλος, σύνδρομον ἀλλήλοις ἔχοντες ἐπὶ τούτῳ τὴν ἅμιλλαν."[54]
Ὁμοίως, ὁ Ἅγιος Ὑπάτιος ὁ ἐν ᾽Ρουφινιαναῖς, ἡγούμενος μοναστηρίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, διέστειλε τὴν ἐκκλησιαστικὴν κοινωνίαν καὶ ἔπαυσεν τὸ μνημόσυνον τοῦ πατριάρχου Νεστορίου καὶ ἀπεκάλυψεν, ὅτι εἶχε ἤδη παύσει ὁ Νεστόριος νὰ εἶναι ὄντως ἐπίσκοπος, πρὶν τὴν καθαίρεσίν του ἀπὸ τὴν Γ´ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον:
"Γνοὺς δὲ ὁ Ὑπάτιος, ὅτι παρ’ ὃ δεῖ ἐφρόνησεν ὁ Νεστόριος, εὐθέως ἐν τῷ ἀποστολείῳ περιεῖλεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ ὁ Ὑπάτιος τοῦ μὴ ἀναφέρεσθαι ἐν τῇ προσφορᾷ. Γνοὺς δὲ τοῦτο ὁ εὐλαβέστατος ἐπίσκοπος Εὐλάλιος δεδοικὼς τὴν ἔκβασιν τοῦ πράγματος, ὡς δὲ λόγος εἶχεν, κἄκεῖνος (ὁ Νεστόριος) ἐδήλωσεν αὐτῷ, ἵνα ἐπιτιμήσῃ τῷ Ὑπατίῳ· ἦν γὰρ ἀκμὴν ἐγκρατὴς ἐν τῇ πόλει ὁ Νεστόριος· λέγει οὖν οὕτως ὁ Εὐλάλιος τῷ Ὑπατίῳ· «Διὰ τί περιεῖλες τὸ ὄνομα αὐτοῦ, μὴ γινώσκων τὸ ἀποβησόμενον;» Ὁ δὲ Ὑπάτιος ἔφη· «Ἐγὼ ἀφ’ οὗ ἔγνων, ὅτι ἄδικα λαλεῖ περὶ τοῦ Κυρίου μου, οὐ κοινωνῶ αὐτῷ οὔτε ἀναφέρω τὸ ὄνομα αὐτοῦ· ἐκεῖνος γὰρ οὐκ ἔστιν ἐπίσκοπος.»[55]
Πάλιν, πολλὰ χρόνια πρὶν τὴν Ζ´ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, ὁ Ἅγιος Στέφανος ὁ Νέος δήλωσε στὸν Εἰκονομάχον ἐπίσκοπον Ἐφέσου Θεοδόσιον, ὅτι οἱ ποιμένες ἔγιναν προδότες τῆς ποίμνης:
Εἶτα Θεοδόσιος Ἐφέσου πρὸς αὐτόν φησιν·
«Τίνι τρόπῳ, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ᾑρετίσω ἐν ὑπολήψει ἡμᾶς ἔχειν αἱρετικῇ καὶ ὑπερφρονῆσαι ὑπέρ τε βασιλεῖς καὶ ἀρχιποιμένας καὶ ἐπισκόπους καὶ πάντας χριστιανούς; Μὴ ἆρά γε πάντες ἡμεῖς τὴν τῶν οἰκείων ψυχῶν ζημίαν πραγματευόμεθα;»
Ὁ δὲ ἅγιος ἠρεμαίᾳ φησὶ τῇ φωνῇ· «Προσέχετε, τί γέγραπται ἐν Ἠλίᾳ τῷ προφήτῃ πρὸς Ἀχαὰβ «Οὐ διαστρέφω ἐγώ, ἀλλὰ σὺ καὶ ὁ οἶκος τοῦ πατρός σου»· καὶ γὰρ οὐκ ἔγωγε ὁ διαστρέφων, ἀλλ’ ὑμεῖς, οἱ τὴν ἐκ πρόπαλαι παραβεβηκότες τῶν πατέρων διδασκαλίαν καὶ νέαν κενοφωνίαν τῇ ἐκκλησίᾳ εἰσηγησάμενοι. Εἰ γὰρ τὸ ἀρχαιότητι διαφέρον αἰδέσιμον, ὥς τις σοφὸς ἔφησεν, τὰ νεωτεροφωνηθέντα παρ’ ὑμῶν πάντῃ ἄσημα καὶ Θεοῦ ἀλλότρια, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τῆς ἐκκλησίας φαλσεύματα. Ἀλλ’ οὖν ἔστιν εἰπεῖν προφητικῶς· οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ οἱ ἄρχοντες ἅμα ποιμέσι τοῖς προδόταις τῆς ποίμνης συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ κατὰ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας, μελετήσαντες κενὰ καὶ μάταια.»[56]
Ὁ αἱρετικὸς χωρίζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν λόγῳ τῆς αἱρέσεώς του καὶ συνεπῶς εἶναι αὐτοκατάκριτος
3. Ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς ἤδη ἔχει ἀναθεματισθεῖ ἀπὸ τοπικὲς συνόδους καὶ τὸ Νέον ἡμερολόγιον ἀπὸ πανορθόδοξες συνόδους.
Δέν εἶναι ὀρθή οὔτε ἱστορικά ἡ θέσις τῶν ἐναντιουμένων, ὅτι ἔχουν τήν θείαν χάριν καί τελοῦν μυστήρια οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές, διότι τάχα δέν ἔχουν καταδικασθεῖ ἀπό πανορθόδοξη Σύνοδον, καθὼς αἱ ἐν λόγῳ αἱρέσεις ἔχουν ἤδη καταδικασθεῖ. Τὸ Γρηγοριανὸν Ἡμερολόγιο ἀναθεματίσθηκε ἤδη τὸ 1583 καὶ πάλι πολλαπλὲς φορὲς ἀργότερα, ἐνῷ ὁ Οἰκουμενισμὸς καταδικάσθηκε ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς τὸ 1983 ὑπό τόν Ἅγιον Φιλάρετον καί ἀπό τήν Τοπικήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησίαν στήν Ἑλλάδα τό 1998.
Ἀκόμη καὶ νὰ "ἔμεναν" οἱ αἱρετικοὶ Οἰκουμενιστές ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας πρὶν καταδικασθοῦν, οἱ σημερινοί Οἰκουμενιστὲς καὶ οἱ Νεοημερολογίτες βρίσκονται κατ᾽ ἀνάγκην ἐκτὸς Ἐκκλησίας, καθὼς ἔχουν ἤδη ἀναθεματισθεῖ.
4. Ὅτι δὲν χρειάζεται ἡ ἐπανεφαρμογὴ ἀρχαιότερου ἀναθέματος ἀπὸ σύγχρονη σύνοδον διὰ νὰ ἔχει κῦρος καὶ ἰσχύν.
Ἂν ἀλήθευε ἡ ἀνάγκη τῆς ἐπανεφαρμογῆς ἀρχαιότερου ἀναθέματος ἢ ἀφορισμοῦ, θὰ ἔπρεπε νὰ δεχθοῦμε ὅτι, ἂν κάποιος ἀπὸ Ὀρθόδοξος γινόταν Μονοφυσίτης ἢ Λατῖνος σήμερα, θὰ ἦταν μέλος τῆς Ἐκκλησίας μέχρι ποὺ μία σύγχρονη σύνοδος νά ἐπανεφάρμοζε τὸν ἀρχαῖο ἀφορισμόν. Τέτοια θέσις προφανῶς εἶναι ἐντελῶς ἄτοπη καὶ γελοία. Τέτοιο πρᾶγμα θὰ ἐννοοῦσε, ὅτι ἡ Ἐκκλησία θὰ ἔπρεπε νὰ συγκαλῇ οἰκουμενικὴ σύνοδο κάθε χρόνον. διὰ νὰ ἐξασφαλίσῃ ὅτι δὲν ὑπάρχουν αἱρετικοὶ ἐντός της. Ἕνα ἀνάθεμα, μόλις ἐκφραστεῖ, ἰσχύει ἐξάπαντος κατὰ ὅλων αὐτῶν ποὺ θὰ ἔπεφταν κάτω ἀπό αὐτό. Μολαταῦτα, τὸ κῦρος ἑνὸς ἀναθέματος δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἐπανεφαρμογή του ἢ τὴν ἐπανενεργοποίησίν του ἀπὸ νέαν σύνοδον κάθε φορὰ ποὺ κάποιο ἄτομο ἢ κάποια κοινότητα ἐδέχετο ἢ δίδασκε τὴν ἐν λόγῳ αἵρεσιν. Ἡ ὀρθότητα αὐτῆς τῆς θέσεως ἀποδεικύεται ἁπὸ τὰς πράξεις τῆς ΣΤ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου:
«Ὅλοις τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα τοῖς κηρύξασι καὶ κηρύττουσι καὶ μέλλουσι διδάσκειν ἓν θέλημα καὶ μίαν ἐνέργειαν ἐπὶ τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἀνάθεμα».[57]
Ἐπικυρώνεται καὶ ἀπό τήν διδασκαλίαν τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας ποὺ ἐπικαλέστηκε ἡ Ε´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος γιὰ νὰ καταδικάσῃ τὰς διδασκαλίας τῶν Θεοδώρου Μοψουεστίας, Ὠριγένους, καὶ Ἐυαγρίου τοῦ Ποντικοῦ:
"Ἤδη μὲν γὰρ καὶ ἡ ἁγία σύνοδος ἡ κατά γε, φημί, τῶν Ἐφεσίων συνειλεγμένη κατὰ βούλησιν Θεοῦ, τῆς Νεστορίου κακοδοξίας ὁσίαν καὶ ἀκριβῆ κατενεγκοῦσα τὴν ψῆφον, καὶ τὰς ἑτέρων καινοφωνίας, οἵπερ ἂν ἢ γένοιτο μετ᾽ αὐτὸν ἢ καὶ πρὸ αὐτοῦ γεγόνασι, τὰ ἴσα φρονοῦντες αὐτῷ καὶ εἰπεῖν ἢ γράψαι τολμήσαντες, συγκατέκρινεν ἐκείνῳ, τὴν ἴσην αὐτοῖς ἐπιθεῖσα δίκην."[58]
Κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον, δεχόμαστε, ὅτι τὰ ἀναθέματα ποὺ ἐκφράστηκαν τὸν 16ον αἰῶνα κατὰ τῶν δεχομένων τὸ Νέον Ἡμερολόγιον ἰσχύουν ἐξ ἴσου καὶ σήμερα, καὶ ὅτι οἱ Νεοημερολογίτες ὑπόκεινται σὲ αὐτὰ τὰ ἀρχαῖα ἀναθέματα ποὺ τοὺς δεικνύουν ἐκτὸς Ἐκκλησίας.
5. Ὅτι οἱ ὅροι «ἀσθενῆ» καὶ «ὑγιῆ» μέλη χρησιμοποιοῦνται καταχρηστικῶς ἀπὸ τοὺς ἀντιλέγοντας καὶ εἰς τὸ ῥητὸν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Σιναίτου.
Ὅταν οἱ πατέρες ἀναφέρονται σὲ ἀσθενῆ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἐννοοῦν τοὺς ἐμπαθεῖς Χριστιανούς -τοὺς βαπτισμένους, πιστοὺς Χριστιανοὺς- ποὺ πάσχουν ἀπὸ ψυχικὰ, σαρκικὰ, καὶ ἄλλα πάθη ποὺ συνδέονται μὲ τὴν φιλαυτίαν καὶ τὸν θάνατον. Δὲν ἐννοοῦν αὐτοὺς ποὺ πάσχουν ἀπὸ αἵρεσιν οὔτε αὐτοὺς ποὺ πολὺ περισσότερον, ἐνῷ πάσχουν ἀπὸ αἵρεσιν, ἀνήκουν σὲ ἑτερόδοξες καὶ ἐξωτερικὲς κοινότητες. Ἡ αἵρεσις δὲν παύει νὰ ἔχῃ τὴν ρίζαν καὶ προέλευσίν της εἰς τὰ πάθη, καὶ κυρίως εἰς τὰ πάθη τῆς φιλαυτίας, τῆς ὑπερηφάνιας, καὶ τῆς οἰήσεως. Ὅμως, κάθε πάθος δὲν ἕπεται ὅτι εἶναι καὶ αἵρεσις. Ἔτσι, ἐνῷ ἔχουν τὴν ἴδια αἰτία, δὲν ἔχουν τὰς ἰδίας ἐνεργείας καὶ τὰ ἴδια ἀποτελέσματα. Διακρίνεται ἔτσι ἡ αἵρεσις ἀπὸ τὰ πάθη κατὰ τρόπον θεμελιώδη. Ἡ ἐναργέστερη ἀναλογία εἶναι ἡ διάκρισις μεταξὺ τῆς ἀπλῆς σωματικῆς ἀσθένειας καὶ τῆς βιοτρομοκρατίας, καθὼς οἱ μὲν ἐμπαθεῖς ἐν κρυφῇ πάσχουν καὶ ἐν γένει περιστέλεται τὸ κακὸ μέσα τους, οἱ δὲ αἱρετικοί:
"οὐ γὰρ ἐν κρυφῇ ταῦτα πεπράχασιν οὔτ’
ἐν τόπῳ γῆς σκοτεινῷ, καθώς φησιν ὁ μακάριος Ἠσαΐας … εἴθε γὰρ ἀγνώστως εἰς ἑαυτοὺς
καὶ μόνον τὸ κακὸν περιέστειλαν, ἀλλὰ … δημοσίᾳ καὶ ἐν ἐκκλησίαις εἰς βλάβην τῶν
πολλῶν καὶ ἀνατροπὴν τῆς ἀμωμήτου πίστεως ἐγγράφως ἐκήρυξαν."[59]
Κατὰ τὴν ἀρχαία παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ἀσθενῆ μέλη, τὰ «μὴ μετέχειν ἀσθενῆ φιλανθρώπως ὡς οἰκεία» περικρατούμενα, εἶναι δύο καὶ μόνον, οἱ ἐνεργούμενοι καὶ οἱ ἐν μετανοίᾳ ὄντες κατὰ τὸν Θεοφάντορα Διονύσιον, καὶ ὄχι οἱ ἄκριτοι αἰρετικοί, καθὼς οἱ μὲν ἐνεργούμενοι καὶ οἱ ἐν μετανοίᾳ ὄντες ἦσαν δεκτοὶ εἰς τὰς ἱερὰς συνάξεις μέχρι τὴν ἀνάγνωσιν τῶν γραφῶν καὶ ἀπεβάλλοντο μαζὶ μὲ τούς κατηχουμένους πρὶν τὴν «ἱερουργίαν». Οἱ δὲ αἱρετικοὶ οὔτε εἰς τὰς συνάξεις δὲν γίνονταν δεκτοί.
«Οὐ δεῖ αἱρετικοῖς ἢ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι», μᾶς διδάσκει ὀ ΛΓ´ Κανών τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου, ἀποκλείοντας κάθε συμμετοχὴν αἱρετικοῦ εἰς τὰς συνάξεις τῶν Ὀρθοδόξων.
"Τούτων οἱ μὲν ἀπερισάλπιγκτοι καθόλου τῶν ἱερῶν τελετῶν οὐδὲ τὰς εἰκόνας ὁρῶσιν ἀναιδῶς ἀπειπάμενοι τὴν σωτηριώδη τῆς θεογενεσίας μύησιν καὶ τοῖς λογίοις ὀλεθρίως ἀντιφθεγξάμενοι τὸ «Ὁδούς σου εἰδέναι οὐ βούλομαι»· τοὺς δὲ κατηχουμένους ἐνεργουμένους τε καὶ τοὺς ἐν μετανοίᾳ ὄντας ὁ τῆς ἁγίας ἱεραρχίας θεσμὸς ἐφίησι μὲν ἐπακοῦσαι τῆς ψαλμικῆς ἱερολογίας καὶ τῆς ἐνθέου τῶν πανιέρων γραφῶν ἀναγνώσεως, εἰς δὲ τὰς ἑξῆς ἱερουργίας καὶ θεωρίας οὐ συγκαλεῖται τούτους, ἀλλὰ τοὺς τελείους τῶν τελεσιουργῶν ὀφθαλ-μούς. Ἔστι γὰρ ἡ θεοειδὴς ἱεραρχία δικαιοσύνης ἱερᾶς ἀνάπλεως καὶ τὸ κατ' ἀξίαν ἑκάστῳ σωτηρίως ἀπονέμει, τὴν ἐναρμόνιον ἑκάστου τῶν θείων μέθεξιν ἐν συμμετρίᾳ καὶ ἀναλογίᾳ κατὰ καιρὸν ἱερῶς δωρουμένη.[60]
Οἱ μὲν ἐνεργούμενοι ἦσαν ἀκριβῶς ἐκεῖνοι ποὺ ἔπασχαν ἀμετανόητοι ἀπὸ πάθη. Μολαταῦτα, ὁ ἐμπαθής ἄνθρωπος «ἐνεργεῖται» καὶ κινεῖται ἀπὸ πονηρὲς δυνάμεις ἐκτὸς αὐτοῦ, (δηλαδὴ ἀπὸ δαιμονικὲς ἐνέργειες). Οἱ δὲ ἐν μετανοίᾳ ὄντες ἦσαν αὐτοὶ ποὺ βρίσκονταν εἰς τὸ στάδιο τῆς ἔμπρακτης μετάνοιας καὶ καθάρσεως -αὐτοὶ ποὺ ἐκπλήρωναν ἐπιτίμια κανονισμένα ἀπὸ πνευματικοὺς πρὸς κάθαρσιν καὶ θεραπείαν. Καὶ οἱ δύο αὐτὲς ὁμάδες ἔμεναν ἀκοινώνητοι, ἄρα νεκροὶ, ἀνενέργητοι λόγῳ τῆς ἀμελείας τους, καὶ ὑστερούμενοι τοῦ φωτὸς καὶ τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Πλὴν ὅμως, ὁ ἀφορισμὸς αὐτῶν ἦταν ἐν μέρει μόνον, ἐν πλήρει διαστολῇ πρὸς τοὺς αἱρετικούς.
Συνεπῶς, οἱ ἐνεργούμενοι καὶ οἱ μετανοοῦντες καὶ μόνον εἶναι τὰ «νενοσηκότα» ἀλλὰ μὴ «ἀπορραγὲντα» μέλη, καὶ ὄχι οἱ αἱρετικοί.
"Ἡ δὲ τῶν ἐνεργουμένων πληθὺς ἀνίερος μὲν καὶ αὐτή, δευτέρα δὲ πρὸς τὸ ἄνω τῆς τῶν κατηχουμένων ἐστὶν ἐσχατιᾶς. Οὐδὲ γὰρ ἴσον ὡς οἶμαι τοῦ παντελῶς ἀμυήτου καὶ τῶν θείων τελετῶν ἄκρως ἀκοινωνήτου τὸ μετουσίαν τινὰ τῶν ἱερωτάτων ἐσχηκὸς τελεστηρίων, ἔτι δὲ ταῖς ἐναντίαις ἢ θέλξεσιν ἢ ταραχαῖς ἐνησχημένον. Ἀλλὰ καὶ πρὸς αὐτοὺς ἡ τῶν πανιέρων θέα καὶ κοινωνία συστέλλεται, καὶ μάλα γε εἰκότως. Εἰ γάρ ἐστιν ἀληθές, ὡς ὁ καθόλου θεῖος ἀνὴρ ὁ τῶν θείων ἄξιος κοινωνὸς ὁ πρὸς τὸ τοῦ κατ’ αὐτὸν θεοειδοῦς ἄκρον ἐν παντελέσι καὶ τελειωτικαῖς θεώσεσιν ἀνηγμένος οὐδὲ τὰ σαρκὸς ἐνεργήσει παρὰ τὰ κατὰ φύσιν ἀναγκαιότατα καὶ τοῦτο εἰ τύχοι παρέργως, ναὸς δὲ ἅμα καὶ ὀπαδὸς ἐν τῇ κατ’ αὐτὸν ἀκροτάτῃ θεώσει τοῦ θεαρχικοῦ πνεύματος ἔσται τῷ ὁμοίῳ τὸ ὅμοιον ἐνιδρύων, οὐκ ἂν ὁ τοιοῦτός ποτε πρὸς τῶν ἐναντίων ἐνεργηθείη φαντασιῶν ἢ δειμάτων, γελάσεται δὲ αὐτὰ καὶ προσιόντα καταπαλαίσει καὶ ἐκδιώξεται καὶ δράσει μᾶλλον ἢ πείσεται καὶ πρὸς τῷ τῆς οἰκείας ἕξεως ἀπαθῇ καὶ ἀνενδότῳ καὶ ἑτέροις ἰατρὸς ὀφθήσεται τῶν τοιούτων ἐνεργημάτων. Οἶμαι δὲ ἐγὼ πρὸς τούτῳ, μᾶλλον δὲ οἶδα σαφῶς, ὡς ἡ τῶν ἱεραρχικῶν ἀμιγεστάτη διάκρισις πρὸ τούτων οἶδεν ἐνεργουμένους ἐναγεστάτην ἐνέργειαν, ὅσοι τῆς θεοειδοῦς ἀποστάντες ζωῆς ὁμόφρονές τε καὶ ὁμότροποι τοῖς ὀλεθρίοις γίνονται δαίμοσι τὰ μὲν ὄντως ὄντα καὶ ἀθανάτως κτητὰ καὶ αἰωνίως ἡδέα δι’ ἐσχάτην καὶ ἑαυτοῖς ὀλέθριον ἀνοησίαν ἀποστρεφόμενοι, τὴν πρόσυλον δὲ καὶ πολύ-παθεστάτην ἀλλοίωσιν καὶ τὰς ὀλλυμένας καὶ φθορο-ποιοὺς ἡδονὰς καὶ τὴν ἀβέβαιον ἐν τοῖς ἀλλοτρίοις οὐκ οὖσαν ἀλλὰ δοκοῦσαν εὐπάθειαν ἐπιθυμοῦντες καὶ ἐνεργοῦντες. Πρῶτοι δ’ οὖν οὗτοι καὶ κυριώτερον ἐκείνων ὑπὸ τῆς τοῦ λειτουργοῦ διακριτικῆς φωνῆς ἀφοριζέσθωσαν. Οὐ γὰρ θεμιτὸν αὐτοῖς ἑτέρου τινὸς ἱεροῦ μετασχεῖν ἢ τῆς τῶν λογίων ἐπιστρεπτικῆς ἐπὶ τὰ κρείττω διδασκαλίας. Εἰ γὰρ ἡ τῶν θείων ὑπερκόσμιος ἱερουργία καὶ τοὺς ἐν μετανοίᾳ καίτοι πρὸς αὐτὴν ἤδη γεγονότας ἀποκρύπτεται τὸ μὴ παντελῶς ἱερώτατον οὐ προσιεμένη, προσφωνεῖ δὲ καὶ τοῦτο πανάγνως ὅτι «Καὶ τοῖς κατά τι πρὸς τὸ τοῦ θεοειδοῦς ἄκρον ἀτελῶς ἐξασθενοῦσιν ἀθέατός εἰμι καὶ ἀκοινώνητος» (ἀποσοβεῖ γὰρ ἡ κατὰ πᾶν ἀμιγεστάτη φωνὴ καὶ τοὺς μὴ δυναμένους συνδεθῆναι τοῖς τῶν θειοτάτων ἀξίως κοινωνοῖς), πολλῷ γε μᾶλλον ἡ τῶν ἐμπαθῶς ἐνεργουμένων πληθὺς ἀνίερος ἔσται καὶ πάσης ἀλλοτρία τῆς τῶν ἱερῶν ἐποψίας καὶ κοινωνίας."[61]
Ἀναγκαία ἡ διάκρισις αὐτῶν ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς. Ἡ διάκρισις εἶναι ὁλοσχερὴς καὶ ἀπόλυτη μπροστὰ εἰς τὴν περιορισμένην πλὴν ἐπιτρεπτὴ συμμετοχή τῶν ἐνεργουμένων καὶ μετανοούντων Χριστιανῶν. Περιεκτικότερη ἔκφρασις τῆς διακρίσεως μεταξὺ αἱρετικῶν καὶ ἐνεργουμένων/μετανοούντων εἶναι ἡ γνωστὴ διήγησις περὶ τοῦ ἀββᾶ Ἀγάθωνος:
"Ἔλεγον περὶ τοῦ ἀββᾶ Ἀγάθωνος ὅτι· Ἀπῆλθόν τινες πρὸς αὐτὸν ἀκούσαντες ὅτι μεγάλην διάκρισιν ἔχει. Καὶ θέλοντες δοκιμάσαι αὐτὸν εἰ ὀργίζεται, λέγουσιν αὐτῷ· Σὺ εἶ Ἀγάθων; Ἀκούομεν περί σου ὅτι πόρνος εἶ καὶ ὑπερήφανος. Ὁ δὲ ἔφη· Ναί, οὕτως ἔχει. Καὶ πάλιν εἶπον αὐτῷ· Σὺ εἶ Ἀγάθων ὁ φλύαρος καὶ κατάλαλος; Ὁ δὲ εἶπεν· Ἐγώ εἰμι. Καὶ πάλιν λέγουσιν αὐτῷ· Σὺ εἶ Ἀγάθων ὁ αἱρετικός; Καὶ ἀπεκρίθη· Οὔκ εἰμι αἱρετικός. Καὶ παρεκάλεσαν αὐτὸν λέγοντες· Εἰπὲ ἡμῖν, διὰ τί τοσαῦτα εἴπαμέν σοι καὶ κατεδέξω, τὸν δὲ λόγον τοῦτον οὐκ ἐβάστασας; Λέγει αὐτοῖς· Τὰ πρῶτα ἐμαυτῷ ἐπιγράφω, ὠφέλεια γάρ ἐστι τῆς ψυχῆς μου· τὸ δὲ αἱρετικὸν ἀκοῦσαι χωρισμός ἐστιν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ μου, καὶ οὐ θέλω χωρισθῆναι ἀπὸ τοῦ Θεοῦ μου. Οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν τὴν διάκρισιν αὐτοῦ καὶ ἀπῆλθον οἰκοδομηθέντες.[62]
Ἀποδεικνύεται, ὅτι οἱ καταστάσεις τῶν ἐμπαθῶν καὶ τῶν αἱρετικῶν διαφέρουν σημαντικὰ, καθὼς τὰ «μὴ μετέχειν ἀσθενῆ» καὶ «πρὸς μετουσίαν τῆς Χάριτος ἀνεπίδεκτα» μέλη εἶναι τὰ ἐμπαθῆ μέλη, τὰ ὁποῖα ἡ Ἐκκλησία φιλανθρώπως περικρατεῖ ὡς οἰκεῖα, δυνάμενα βεβαίως μετανοίας καὶ ἀναστάσεως·, ἐνῷ ἡ αἷρεσις «χωρισμός ἐστιν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ».[63] Ἡ δὲ αἵρεσις ταυτίζεται μὲ τὰς ἰδίας τὰς ἐνεργείας τοῦ Ἀντιχρίστου κατὰ τὴν ὁμολογίαν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου: « Τίς ἐστιν ὁ ψεύστης εἰ μὴ ὁ ἀρνούμενος, ὅτι Ἰησοῦς οὐκ ἔστιν ὁ Χριστός; οὗτός ἐστιν ὁ ἀντίχριστος, ὁ ἀρνούμενος τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱόν». (Α´ Ἰωάννου 2, 22) Ἡ θέσις αὐτὴ διϋλίζεται σαφῶς καὶ ἀπό τὸ ἐξῆς περιστατικὸν ἀπὸ τὸν βίον τοῦ Ἁγίου Ὑπατίου:
"Μετὰ δὲ πολὺν χρόνον τοῦ ἐξορισθῆναι Νεστόριον ἤρχοντο πολλάκις καὶ ἀξιωματικοὶ καὶ κληρικοὶ καὶ εὐλαβεῖς ἀσκηταὶ καὶ ἠρώτων αὐτόν, εἰ δυνατὸν ἐλθεῖν Νεστόριον ἐν Κωνσταντίνου πόλει· ὁ δὲ πρὸς αὐτοὺς ἔλεγεν· «Εἰ ἔστι καιρὸς τοῦ ἀντιχρίστου, δεῖ Νεστόριον ἐλθεῖν ἐν Κωνσταντίνου πόλει, εἰ δὲ καιρὸς οὐκ ἐστιν τοῦ ἀντιχρίστου, οὐδὲ Νεστορίου τοῦ ἐλθεῖν ἐν Κωνσταντίνου πόλει· ἡ γὰρ διδαχὴ Νεστορίου προετοιμασία τοῦ ἀντιχρίστου ἐστίν."[64]
Τὸ ῥητὸν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου ἐντὸς τούτων τῶν πλαισίων ἐρμηνεύται ὀρθῶς καὶ μόνον. Ἀναφέρεται ὁ Σιναΐτης ἅγιος ἔκδηλα εἰς τὴν κατάστασιν τῶν ἐμπαθῶν «ἐνεργουμένων» Χρι-στιανῶν.
Παραθέτουμε ὁλόλκληρον τὸ χωρίον:
«Σῶμα Χριστοῦ ἡμεῖς ἐσμεν», φησὶν ὁ Ἀπόστολος, «καὶ μέλη ἐκ μέρους». Καὶ πάλιν «ἕν σῶμα καὶ ἕν πνεῦμά ἐστε, καθὼς καὶ ἐκλήθητε». Ὥσπερ γὰρ τὸ σῶμα νεκρὸν καὶ ἀναίσθητον ἐστι χωρὶς πνεύματος, οὕτως ὁ νεκρωθεὶς τοῖς πάθεσι διὰ τῆς τῶν ἐντολῶν ἀμελείας μετὰ τὸ βάπτισμα, ἀνενέργητος γίνεται καὶ ἀφώτιστος τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ τῇ Χριστοῦ χάριτι. Ἔχων μὲν τὸ πνεῦμα διὰ τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀναγεννήσεως, ἀνενέργητον δὲ καὶ ἀκίνητον διὰ τὴν ψυχικὴν νεκρότητα. Καὶ κρατεῖ καὶ ζωοποεῖ καὶ κινεῖ τὰ ζωῆς δεκτικὰ, τὰ δὲ κατὰ τινα συμβατικὴν ἀσθένειαν καταψυγέντα μέλη, ὡς νεκρά καὶ ἀκίνητα, φέρει μὲν ἐν ἑαυτῇ, πλὴν ἄζωα καὶ ἀναίσθητα. Οὕτως ὅλον ἐν ὅλοις ἀμιγῶς τοῖς Χριστοῦ μέλεσίν ἐστι τὸ Χριστοῦ Πνεῦμα ἐνεργοῦν καὶ ζωοποιοῦν τὰ μετέχειν ζωῆς δυνάμενα, ἀλλὰ καὶ τὰ μὴ μετέχειν ἀσθενῆ φιλανθρώπως ὡς οἰκεῖα περικρατεῖ. Διό καὶ πᾶς πιστὸς μετέχει μὲν διὰ τῆς πίστεως τῆς υἱοθεσίας τοῦ πνεύματος, ἀνενέργητος δὲ γίνεται καὶ ἀφώτιστος διὰ τῆς ἀμελείας καὶ ἀπιστίας, τοῦ φωτὸς καὶ τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ ὑστερούμενος. Ὥς ἔστι μὲν πιστὸς ἅπας, μέλος Χριστοῦ καὶ πνεῦμα Χριστοῦ ἔχων, ἀνενέργητος δὲ καὶ ἀκίνητος καὶ πρὸς μετουσίαν τῆς χάριτος ἀνεπίδεκτος.[65]
Ὁ Ἅγιος κάνει λόγον διὰ «συμβατικὴν ἀσθένεια» ἡ ὁποία κατὰ τὸν σκοπόν τοῦ Ἁγίου ἔχει ὡς ἀφετηρίαν τὴν ἀναλογίαν μὲ τὰ ψυχικὰ πάθη. Τὸ «οὕτως ὅλον ἐν ὅλοις ἀμιγῶς τοῖς Χριστοῦ μέλεσίν ἐστι τὸ Χριστοῦ Πνεῦμα ἐνεργοῦν καὶ ζωοποιοῦν τὰ μετέχειν ζωῆς δυνάμενα, ἀλλὰ καὶ τὰ μὴ μετέχειν ἀσθενῆ φιλανθρώπως ὡς οἰκεῖα περικρατεῖ» δηλώνει δύο πράγματα: α) ὅτι ἡ Θεία Χάρις μετέχεται ἐν συμμετρίᾳ καὶ ἀναλογίᾳ τῆς πνευματικῆς καταστάσεως τοῦ κάθε προσώπου (ἅλλους θεοποιεῖ, ἄλλους καθαίρει, ἄλλους περικρατεῖ ἀνενέργητη), καὶ β) ὅτι ἡ Χάρις τοῦ βαπτίσματος δὲν φυγαδεύεται ὁλοτελῶς ἀπὸ τὴν καρδίαν, λόγῳ τῆς ἐπιστροφῆς εἰς τὰ πάθη, ("ἀμεταμέλητα γὰρ τὰ χαρίσματα καὶ ἡ κλῆσις τοῦ Θεοῦ" [Ρωμ. 11, 29]), ἀλλὰ μένει ἀνενέργητη, «διό καὶ πᾶς πιστὸς μετέχει μὲν διὰ τῆς πίστεως τῆς υἱοθεσίας τοῦ πνεύματος» μέσῳ τῆς χάριτος τοῦ βαπτίσματος, «ἀνενέργητος δὲ γίνεται καὶ ἀφώτιστος διὰ τῆς ἀμελείας καὶ ἀπιστίας, τοῦ φωτὸς καὶ τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ ὑστερούμενος». Πάλιν ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης μᾶς βοηθεῖ νὰ διευκρινίσουμε τὴν ὀρθὴν ἔννοιαν τοῦ χωρίου:
"Λέγωμεν τοίνυν, ὡς ἔστιν ἡ τῆς
θείας μακαριότητος ἀγαθότης ἀεὶ κατὰ ταὐτὰ καὶ ὡσαύτως ἔχουσα τὰς τοῦ οἰκείου
φωτὸς ἀγαθοεργέτιδας ἀκτῖνας ἐπὶ πάσας ἀφθόνως ἁπλοῦσα τὰς νοερὰς ὄψεις. Εἰτ’ οὖν
ἀποσταίη τοῦ νοητοῦ φωτὸς ἡ τῶν νοερῶν αὐθαίρετος αὐτεξουσιότης, κακίας ἔρωτι
συμμύσασα τὰς φυσικῶς ἐνεσπαρμένας αὐτῇ πρὸς τὸ φωτίζεσθαι δυνάμεις, ἀπήρτηται
τοῦ παρόντος αὐτῇ φωτὸς οὐκ ἀποστάντος ἀλλ’ ἐπιλάμποντος αὐτῇ μυωπαζούσῃ καὶ ἀποστρεφομένῃ
προς-τρέχοντος ἀγαθοειδῶς· εἴτε τοῦ μετρίως αὐτῇ δοθέντος ὁρατοῦ τοὺς ὅρους ὑπερπηδῆσαι
καὶ πρὸς τὰς ὑπὲρ τὴν κατ’ αὐτὴν ὄψιν αὐγὰς ἀντωπῆσαι τολμηρῶς ἐπιχειρήσοι, τὸ
μὲν φῶς ἐνεργήσει παρὰ τὰ φωτὸς οὐδέν, αὐτὴ δὲ τοῖς τελείοις ἀτελῶς ἐπιβάλλουσα
τῶν μὲν ἀνοικείων οὐκ ἂν ἐφίκοιτο, τοῦ μετρίου δὲ ἀκόσμως ὑπερφρονοῦσα δι’ ἑαυτὴν
ἀποτεύξεται. Πλήν, ὅπερ ἔφην, ἀγαθουργικῶς ἀεὶ ταῖς νοεραῖς ὄψεσι τὸ θεῖον ἥπλωται
φῶς ἔνεστί τε αὐταῖς ἀντιλαβέσθαι παρόντος αὐτοῦ καὶ ἀεὶ πρὸς θεοπρεπῆ τῶν οἰκείων
μετάδοσιν ὄντος ἑτοιμοτάτου.[
Ὁ αἱρετικὸς χωρίζεται ἀπὸ
τὴν Ἐκκλησίαν λόγῳ τῆς αἱρέσεώς του καὶ συνεπῶς εἶναι αὐτοκατάκριτος
Καὶ κατὰ τὸν Μεταφραστήν:
"Πρῶτος οὖν τῶν ἄλλων Θεοδόσιος ὁ Ἐφέσου “Τίνι τρόπῳ,” ἔφη, “ὦ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπε, πάντας ἡμᾶς ἐν μοίρᾳ τάττειν αἱρετικῶν προῄρησαι, φρονεῖν τε ἔκρινας σεαυτὸν ὑπὲρ βασιλεῖς, ὑπὲρ πατριάρχας, ὑπὲρ ἐπισκόπους καὶ τοὺς ἄλλους Χριστιανούς; μὴ πάντες ἡμεῖς τὴν τῶν οἰκείων ψυχῶν ζημίαν πραγμα-τευόμεθα;” Ὁ δὲ δίκαιος ἠρεμαίᾳ φωνῇ “Προσέσχες τὶ γέγραπται” φησίν “ἐν Ἡλιοῦ τῷ προφήτῃ εἰπόντι πρὸς Ἀχαάβ· “Οὐ διαστρέφω ἐγώ, ἀλλὰ σὺ καὶ ὁ οἶκος τοῦ πατρός σου·” Καὶ γὰρ οὐκ ἔγωγε νῦν εἰμὶ ὁ διαστρέφων, ἀλλ’ οἱ τὴν ἀρχαίαν παράδοσιν τῶν Πατέρων ὑπεριδόντες καὶ δόγμα τῇ Ἐκκλησίᾳ νεοφανὲς παραβύσαντες. Εἰ γὰρ πᾶν τὸ ἀρχαιότητι διαφέρον αἰδέσιμον, ὥς τις ἔφη σοφός, τὰ νέα ταυτὶ καὶ ἐπείσακτα κομιδῇ παράλογα καὶ σαθρά, ἅτε τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας νόθα ὄντα σαφῶς γεννήματα· ὥστε οὐκ ἀπὸ καιροῦ τὸ προφητικὸν ἐκεῖνο ἔπεισί μοι εἰπεῖν· “Οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ οἱ ἄρχοντες ἅμα μισθωτοῖς ποιμέσι καὶ προδόταις τῆς ποίμνης συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ κατὰ τῆς Χριστοῦ οἰκονομίας κενὰ ἐμελέτησαν.[67]
Τῷ ὄντι, ὁλόκληρη ἡ πρώτη συνεδρίασις τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἦταν ἀφιερωμένη εἰς τὸ θέμα τῆς ἀποδοχῆς τῶν εἰκονομάχων εἰς τὴν Ἐκκλησία. Οἱ αἱρετικοὶ εἰκονομάχοι ἐθεωροῦντο ὡς ἀποκεκομμένοι καὶ ἐκτὸς Ἐκκλησίας ἐκ τῶν προτέρων, ὡς οἱ αἰτήσεις καὶ οἱ λίβελλοι τῶν ἐξ αἱρετικῶν ἐπισκόπων ἀποδεικύουν:
Βασίλειος ἐπίσκοπος Ἀγκύρας εἶπεν:
«Ὅσον ἦν εἰς δύναμίν μου, δεσπόται, ἐξήτασα τήν ὑπόθεσιν καὶ πᾶσαν πληροφορίαν δεξάμενος, προσῆλθον τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ ἐγὼ ὁ ἔσχατος ὑμῶν δοῦλος.»
Ταράσιος ὁ ἁγιώτατος πατριάρχης εἶπεν: «Δόξα τῷ Θεῷ τῷ θέλοντι πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν.»
Βασίλειος ἐπίσκοπος Ἀγκύρας ἀπὸ λιβέλλου ἀνέγνω οὕτως:
«Θεσμοθεσία ἐστὶν ἐκκλησιαστικὴ … ὥστε τοὺς ἀπὸ αἱρέσεως οἱασδήπτουν ἐπιστρέφοντας πρὸς τὴν ὀρθόδοξον ὁμολογίαν καὶ παράδοσιν τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἐγράφως τὴν οἰκείαν ἐξαρνεῖσθαι αἵρεσιν καὶ τὴν ὀρθόδοξον ὁμολογεῖν πίστιν· ὅθεν καὶ ἐγὼ Βασίλειος ἐπίσκοπος Ἀγκύρας τῆς πόλεως προαιρούμενος ἑνωθῆναι τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ … ταύτην τὴν παροῦσαν ἔγγραφόν μου ὁμολογίαν ποιοῦμαι … »[68]
Πάλιν, ἡ ἰδία ἐν μετανοίᾳ αἴσθησις τῆς ἐκτὸς Ἐκκλησίας καταστάσεως ἀπαντᾶται καὶ εἰς τὴν αἴτησιν τοῦ Μύρων Θεοδώρου:
Καὶ προήχθῃ Θεόδωρος ὁ εὐλαβέστατος ἐπίσκοπος Μύρων τῆς Λυκίας καὶ εἶπε:
«Κἀγὼ ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ ἀνάξιος πολλὰ ψηλαφήσας καὶ ἐρευνήσας καὶ τὸ κρεῖττον ἐπιλεξάμενος, δέομαι τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ὑμετέρας ἁγιωσύνης, ἵνα μετὰ πάντων κᾀγὼ ὁ ἁμαρτωλὸς ἐνωθῶ τῇ ἁγίᾳ καὶ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ.»[69]
Εἰς τὴν αὑτὴν συνεδρίασιν, ἐξετάστηκε ἐπιμελέστατα καὶ ὁ τρόπος τῆς ἀποδοχῆς:
Ἰωάννης ὁ εὐλαβέστατος μοναχὸς καὶ πρεσβύτερος καὶ τοποτηρητής τοῦ ἀποστολικοῦ θρόνου Ἀντιοχείας εἶπε:
«Διαθρυλλεῖται πανάγιε πάτερ παρὰ πολλῶν, πῶς δεῖ τοὺς ἀπὸ αἱρέσεων προσερχομένους δέχεσθαι· καὶ παρακαλοῦμεν τὴν ἁγίαν καὶ ἱερὰν σύνοδον ὅπως ἔλθωσιν αἱ βίβλοι τῶν ἁγίων πατέρων καὶ θεωρῶμεν καὶ ἀνακρίνωμεν κᾀκεῖθεν λάβωμεν τὴν ἀκριβῆ ἀσφάλειαν, ὅπως χρή δέχεσθαι αὐτοὺς. Ἀποροῦμεν γὰρ ἡμεῖς.»[70]
Ἡ σύνοδος τότε ἄκουσε πολλὰς μαρτυρίας, διὰ τὸ πῶς οἱ αἱρετικοὶ γίνονταν ἀποδεκτοὶ εἰς τὸ παρελθόν, χωρὶς ὅμως νὰ διακρίνουν μεταξὺ ἐκείνων ποὺ εἶχαν καταδικαστεῖ ἤδη ἀπὸ σύνοδο καὶ τῶν μῆ καταδικασθέντων, ἀποδεικύοντας ὅτι οἱ πατέρες δὲν ἔκαναν τέτοιαν διάκρισιν. Ἀντιθέτως, κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ διαλόγου, διαπιστώθηκε ὁμοφώνως, ὅτι ἡ ἀποκοπὴ τῶν αἱρετικῶν ἐθεωρεῖτο ὡς ἐκ τῶν προτέρων:
Ἰωάννης ὁ θεοφιλέστατος τοποτηρητής τοῦ ἀπο-στολικοῦ θρόνου τῆς ἀνατολῆς εἶπεν:
«Ἡ αἵρεσις χωρίζει ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας πάντα ἄνθρωπον.»
῾Η Ἁγία Σύνοδος εἶπεν:
«Τοῦτο εὔδηλόν ἐστιν.»[71]
Εἰς τὸ τέλος τῆς Πρώτης Πράξεως,
Ἡ ἁγία σύνοδος εἶπεν:
«Ἀναγνώτωσαν οἱ προϊστάμενοι ἐπίσκοποι τοὺς οἰκείους λιβέλλους ὡς νυνὶ προσελθόντες τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ.»
Ταράσιος ὁ ἁγιώτατος πατριάρχης εἶπεν:
«Ἀναγνώτωσαν ἐπειδὰν τῶν ζητουμένων δύο κεφαλαίων ἀκριβῶς ἐξετασθῇ ὑπόθεσις περὶ τε τῶν προσερχομένων ἐξ αἱρέσεως τῇ ἁγίᾳ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ καὶ τῶν ὑπὸ αἱρετικῶν χειροτονηθέντων.»[72]
Καὶ μετ᾽ ὀλίγον πάλιν,
Ταράσιος ὁ ἁγιώτατος πατριάρχης εἶπεν:
«Τὰς ὁμολογίας γνῶντες διὰ τῆς ἀναγνώσεως τῶν λιβέλλων, ἐν ἑτέρᾳ συνελεύσει ἡ αὐτῶν ἀποδοχὴ γενήσεται, εἰ οὐκ ἔστιν ἕτερον αὐτοῖς τὸ κωλῦον.»[73]
Ὅτι ἡ ἔκπτωσις τῆς ἱερατικῆς τάξεως καὶ ἐνεργείας εἶναι προτέρα τῆς συνοδικῆς διαγνώμης ἀποδεικνύεται καὶ εἰς τὴν η΄ ἐπιστολὴ τοῦ θεοφάντορος Διονυσίου:
"Καὶ γὰρ ἑκάστη τῶν περὶ Θεὸν διακόσμησις θεοειδεστέρα τῆς μᾶλλον ἀφεστηκυίας ἐστί, καὶ φωτεινότερα ἅμα καὶ φωτιστικώτερα τὰ μᾶλλον τῷ ἀληθινῷ φωτὶ πλησιέστερα. Καὶ μὴ τοπικῶς ἐκλάβοις, ἀλλὰ κατὰ τὴν θεοδόχον ἐπιτηδειότητα τὸν πλησιασμόν. Εἰ τοίνυν ἡ τῶν ἱερέων ἐστὶ διακόσμησις ἡ φωτιστική, παντελῶς ἀποπέπτωκε τῆς ἱερατικῆς τάξεως καὶ δυνάμεως ὁ μὴ φωτιστικός, ἦ πού γε μᾶλλον ὁ ἀφώτιστος. Καὶ τολμηρὸς ἔμοιγε δοκεῖ τοῖς ἱερατικοῖς ὁ τοιοῦτος ἐγχειρῶν, καὶ οὐ δέδοικεν οὐδὲ αἰσχύνεται τὰ θεῖα παρὰ τὴν ἀξίαν διώκων καὶ οἰόμενος Θεὸν ἀγνοεῖν, ἅπερ αὐτὸς ἑαυτῷ συνέγνωκε· καὶ ἀπατᾶν νομίζει τὸν ψευδωνύμως ὑπ’ αὐτοῦ πατέρα καλούμενον καὶ τολμᾷ τὰς ἐναγεῖς αὐτοῦ δυσφημίας -(οὐ γὰρ εἴποιμι προσευχάς)- ἐπὶ τὰ θεῖα σύμβολα χριστοειδῶς ἐπιλέγειν. Οὔκ ἐστιν οὗτος ἱερεύς, οὔκ ἐστιν, ἀλλὰ δυσμενής, δόλιος, ἐμπαίκτης ἑαυτοῦ καὶ λύκος ἐπὶ τὸν θεῖον λαὸν κωδίῳ καθωπλισμένος.[74]
Ἡ Ε´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐπισήμως ὅρισε τήν Ὀρθόδοξον θέσιν εἰς τὸ θέμα τῶν μὴ καταδικασθέντων αἰρετικῶν, ἀπο-φαινομένη:
«…ἡ καταδίκη τοῦ ἀναθέματος δὲν εἶναι τίποτα παρὰ χωρισμὸς ἀπὸ Θεοῦ … ὁ ἀσεβής, ἂν καὶ δὲν ἔχει καταδικασθεῖ ἐπισήμως ἀπὸ κανέναν, εἰς τὴν πραγματικότητα φέρει τὸ ἀνάθεμα εἰς τὸν ἑαυτὸν του, ἔχοντας κόψει τὸν ἑαυτὸν του ἀπὸ τὴν ζωὴν τῆς ἀληθείας».[75]
Διὸ καὶ ἡ Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, εἰς τὸν Ὅρον της διεκήρυξεν:
«τῶν ἱερῶν ἀναθημάτων τὴν θεοπρεπῆ εὐκοσμίαν διαβάλλειν τετολμήκασιν, ἱερεῖς μὲν λεγόμενοι, μὴ ὄντες δέ.»[76]
Τέλος, ὁ βίος τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου τοῦ Ὁμολογητοῦ διασώζει λόγον εἰς τὸν ὁποῖον ὁ Ἅγιος ἐπιβεβαιοῖ ὅτι ἱεραρχία ποὺ ἔχει πέσει σὲ αἴρεσιν παύει νὰ εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
Ταῦτα ὁ τοῦ θεοῦ θεράπων Νικηφόρος θεώμενος πᾶσαν ἱκετηρίας ἰδέαν πρὸς Θεὸν ἐπενόει, ἀντιβολῶν καὶ πρὸς συμμαχίαν καλῶν τῇ μὲν ἐκκλησίᾳ διασώσασθαι τὸ ἀμώμητον, καὶ τὸ τοῦ ποιμνίου ἀκίβδηλον μὴ χρανθῆναι τοῖς τῆς ἑτεροδοξίας μιαροῖς ἀλισγήμασι. διὰ τοῦτο πρὸς ἑαυτὸν πάντας εἷλκεν, ἐνουθέτει, παρεκάλει τῇ ζύμῃ μὴ συμφύρεσθαι τῶν αἱρετιζόντων, ἀπέτρεπεν ὡς ἰὸν καὶ ὡς κύημα ἐχιδνῶν τὰ τῆς διδασκαλίας αὐτῶν ἀλλόφυλα προφεύγειν ἀμβλώματα. «οὐ γάρ», ἔλεγε, «σωματικὸν ἐπάγουσι μώλωπα φαρμάκοις ἰατρικῆς ὑπείκειν δυνάμενον· τοῖς τῆς ψυχῆς δὲ μυχοῖς ἐνιεῖσι τὸν κίνδυνον, τὴν ἐξ ἐπιπολῆς ἀναινόμενα μότωσιν. μὴ τοίνυν ἐνδῶμεν τῇ τοῦ καιροῦ ῥοπῇ μηδὲ τῇ τοῦ κράτους φορᾷ· εἰ γὰρ καὶ βασιλέα καὶ πολὺ σμῆνος σὺν αὐτῷ κακοφρόνων ἡ αἵρεσις ἐπισύρεται, ἀλλ’ εἰς οὐδὲν αὐτοῖς ἡ ἰσχὺς ἀποβήσεται, οὐδὲ εἰς ἐκκλησίαν θεοῦ λογισθήσεται. οὐ γὰρ ἐπὶ πλήθει θεὸς εὐδοκεῖ, ἀλλ’ ἐφ’ ἑνὶ φοβουμένῳ καὶ τρέμοντι τοὺς λόγους αὐτοῦ ἐπισκοπεῖ, καὶ ὅλην ἐκκλησίαν τὸν ἕνα σαφῶς ἀποδείκνυσι.[77]
6. Ὅτι μία τοπικὴ σύνοδος ἔχει ἁρμοδιότητα νὰ ἀναθεματίσῃ αἵρεσιν.
Πολλές φορὲς εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας αἱρετικοὶ ἀναθεματίζονταν ἀπὸ τοπικὲς συνόδους. Τὰ παραδείγματα συμπεριλαμβάνουν τὴν Σύνοδο τῆς Ἀντιοχείας τοῦ 268 μ.Χ., ποὺ καταδίκασεν τὸν Παῦλο τὸν Σαμοσατέα, τὴν Σύνοδον τῆς Σαρδικῆς τοῦ 343, ποὺ κατεδίκασεν τὸν Ἀνομοίους καὶ Πνευματομάχους καὶ ἀποκατέστησε τοὺς Ἁγίους Ἀθανάσιο Ἀλεξανδρείας καὶ Παῦλο Κωνσταντινουπόλεως εἰς τοὺς οἰκείους θρόνους, τὴν Λατερανή Σύνοδο τοῦ 649 μ.Χ., ποὺ καταδίκασε τὸν Μονοθελητισμό, τὴν ἐν Ἁγίᾳ Σοφίᾳ Σύνοδο τοῦ 879 μ.Χ., ποὺ κατεδίκασε τὴν αἵρεσιν τῆς διπλῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, (ἤτοι τοῦ filioque), καὶ τὰς Συνόδους τῶν 1341, 1347, καὶ 1351 μ.Χ., ποὺ κατεδίκασαν τοὺς Ἀνθησυχαστές.
Οἱ ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν συνόδων κατὰ αἱρετικῶν ἰσχύουν ἐξ ἵσου μὲ ἀποφάσεις οἰκουμενικῶν συνόδων, καθὼς κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία κατέχει τὸ πλήρωμα τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἀκριβῶς κάθε τεμάχιον τοῦ Ἡγιασμένου Ἄρτου ὑφίσταται ὡς πλήρωμα τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ· καὶ ὅπως σὲ κάθε Πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος ὑφίσταται τὸ πλήρωμα τῆς Θεότητος φυσικῶς.
Οὕτως, ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἐξηγεῖ, πῶς μία τοπικὴ σύνοδος δύναται νὰ εἶναι ὄντως σύνοδος μὲ κῦρος:
"Εἰ τὰς γινομένας συνόδους αἱ κελεύσεις τῶν βασιλέων κυροῦσιν, ἀλλ᾽ οὐχὶ εὐσεβής πίστις, δέξαι τὰς κατὰ τοῦ ὁμοουσίου γενομένας συνόδους, ἐπειδὴ κελεύσει βασιλέων γεγόνασι· φημὶ δὴ πρώτην τὴν ἐν Τύρῳ, δευτέραν τὴν ἐν Ἀντιοχείᾳ, τρίτην τὴν ἐν Σελευκείᾳ, τετάρτην τὴν ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐπὶ Εὐδοξίου τοῦ Ἀρειανοῦ, πέμπτην τήν ἐν Νίκῃ τῆς Θράκης, ἕκτην τὴν ἐν Σερμίῳ, καὶ μετὰ ταύτας πολλοῖς ὕστερον χρόνοις, ἐβδόμην τὴν ἐν Ἐφέσῳ δευτέραν, ἧς ἐξῆρχε Διόσκορος· ὅλας γὰρ ταύτας κέλευσις βασιλεών ἤθροισε, καὶ ὅμως πᾶσαι κατεκρίθησαν διὰ τὴν ἀθεΐαν τῶν ὑπ᾽ αὐτῶν κυρωθέντων ἀσεβῶν δογμάτων. Διὰ τὶ δὲ οὐκ ἐκβάλλετε τὴν καθελοῦσαν Παῦλον τὸν Σαμοσατέα ἐπὶ τῶν ἁγίων καὶ μακαρίων Διονυσίου τοῦ πάπα ῾Ρώμης καὶ Διονυσίου τοῦ Ἀλεξανδρείας καὶ Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ, τοῦ τῆς αὐτῆς ἐξάρξαντος συνόδου, ἐπειδὴ μὴ κελεύσει βασιλέως ἀθροισθείσας, ἢ ὅλως κελεύσει βασιλέων πάντως τὰς συνόδους ἀθροίζεσθαι; Ἐκείνας οἶδεν ἁγίας καὶ ἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβής τῆς Ἐκκλησίας κανών, ἃς ὀρθότης δογμάτων ἐνέκρινεν. Ἀλλὰ καὶ καθὼς οἶδεν ὁ δεσπότης μου καὶ ἄλλους διδάσκει, δεύτερον γίνεσθαι συνόδους κατὰ πᾶσαν ἐπαρχίαν τοῦ ἔτους ὁ κανὼν διηγόρευσε, κελεύσεως βασιλικῆς μηδεμίαν μνήμην πεποιημένας, ἐπ᾽ ἀσφαλείᾳ τῆς σωτηριώδους ἡμῶν πίστεως καὶ διορθώσει πάντων τῶν ἀνηκόντων τῷ θείῳ τῆς Ἐκκλησίας νόμῳ κεφαλαίων.[78]
Ἐξ αὐτῶν ὁλοφανῶς φαίνεται, ὅτι ἡ ἰσχὺς καὶ τὸ κῦρος τῶν ἀποφάσεων μιᾶς συνόδου καθορίζονται ἁπὸ τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ὀρθοδοξία της καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν τοπικὴ ἢ οἰκουμενικὴ ἰδιότητά της.
Κατὰ τοὺς πρώτους τρεῖς αἰῶνες τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας δὲν συγκλήθηκε καμμία οἰκουμενικὴ σύνοδος. Ἕπεται ὅτι δὲν ἠδύνατο ἡ Ἐκκλησία νὰ κανονίσῃ τοὺς αἱρετικοὺς, ἢ ὅτι μέχρι τὸ 325 μ.Χ. οἱ αἱρετικοὶ ἔμεναν ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας; Καθόλου, καθὼς οἱ αἱρετικοὶ ἐχωρίζοντο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἐξ ὑπαιτιότητος τῆς αἱρέσεώς τους, ἐνῷ ἡ Ὀρθόδοξος διδασκαλία διακηρύττετο ἀκριβῶς εἰς τὰς τοπικὰς συνόδους.
7. Ὅτι δύναται καὶ ἕνας ἐπίσκοπος νὰ κρίνῃ καὶ νὰ ἀφορίσῃ αἱρετικόν καθὼς μαρτυρεῖ ὁ βίος τοῦ Ἁγίου Πέτρου Ἀλεξανδρείας:
«Ὅταν ὁ αὐτὸς ὁ δεύτερος Ἰούδας, (ὁ Ἄρειος), ὁ βλάσφημος, δοῦλος, καὶ ψεύτης, ἀποδείχθηκε ἀδιόρθωτος, μένων ἀκίνητος εἰς τὸ μῖσος του κατὰ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπρόθυμος νὰ ὑπαχθῇ εἰς τὴν ἀλήθεια, ὁ Ἅγιος Πέτρος τὸν ἀναθεμάτισε, ἀφορίζοντας αὐτὸν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἀποκόπτοντάς τον σὰν σεσηπότα κλάδον.»
Μαθών ὁ τρισκατάρατος Ἄρειος [ὅτι ὁ Πέτρος ἦτο φυλα-κισμένος], (τὸν ὁποῖον εἶχεν ἀφωρισμένον οὗτος ὁ Πατριάρχης πρωτύτερα ὡς ἐχθρὸν τοῦ Χριστοῦ καὶ πολέμιον), ἔβαλε μεσίτας πολλοὺς ἱερεῖς καὶ διακόνους νὰ παρακαλέσουν τὸν Ἅγιον νὰ τὸν συγχωρήσῃ ὡς εὔσπλαχνος· οἵτινες μὴ ἠξεύροντες τὴν πονηρίαν τοῦ Ἀρείου, ἐπῆγαν εἰς τὴν φυλακὴν καὶ προσκυνήσαντες τὸν Ἀρχιερέα εἶπον πρὸς αὐτὸν·
«Παρακαλοῦμέν σε, Δέσποτα, ὅλοι κοινῶς μετὰ δακρύων, νᾶ κάμῃς τὴν χάριν ταύτην, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς σέ προσκαλεῖ πρὸς αὐτὸν μὲ τὸ μαρτύριον καὶ μέλλεις νὰ ἀποθάνῃς σήμερον ἢ αὔριον, νά δοξάσῃς τὸν Κύριον μὲ τὴν πρόσχυσιν τοῦ σοῦ αἵματος, συγχώρησον τὸν Ἄρειον νὰ ἱερουργῇ ὡς τὸν πρότερον.»
Τότε ὁ Ἅγιος δὲν τοὺς ἀφῆκε νὰ τελειώσουν τὴν αἴτησιν, ἀλλὰ εὐθὺς ἀκούσας τὸ θεοστυγὲς ἐκεῖνο καὶ βέβηλον ὅνομα ἀπεκρίνατο λέγων·
«Ὁ Ἄρειος ἂς εἶναι ἀφω-ρισμένος καὶ χωρισμένος τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ εἰς τοῦτο τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν μέλλοντα, καθὼς καὶ αὐτὸς ὁ τρισκατάρατος ἐχώρισε τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν Πατρικὴν δόξαν καὶ ὁμοουσιότητα.»[79]
Κατὰ τὸ ἀρχαῖον μαρτυρολόγιον, ὁ Ἅγιος συνέχισε μὲ τὰ ἐξῆς λόγια:
"Καὶ μὴ μὲ νομίσητε ἄσπλαγχνον εἶναι καὶ ἀσυμπαθῆ, καὶ ἐμοῦ αὐτοῦ ἀνθρώπου ὄντος ἀμαρτωλοῦ, καὶ τοῦ Ἀρείου δολον ἐγκεκρυμμένον ἔχοντος. Οὐ γὰρ ἀπ᾽ ἐμαυτοῦ τοῦτον ἀνε-θεμάτισα. Τῇ γὰρ νυκτὶ ταύτῃ πληρώσαντός μου κατὰ ἔθος τὴν σύναξιν, ἱστάμενος καὶ εὐχομένου μου, συνέβη θεωρῆσαί με παῖδα εἰσελθόντα τὴν θύραν τοῦ κελλίου τούτου, ὡς ἐτῶν δώδεκα, οὐ τὸ πρόσωπον φῶς ἔλαμψεν ὡς πάντα τὸν οἶκον τοῦτον φωτίσαι. Ἦν δὲ φορῶν κολόβιον λινοῦν, ἁπὸ δὲ τοῦ τραχήλου καὶ τοῦ στήθους ἔμπροσθεν ἕως τῶν πόδων διαρραγὲν εἰς δύο καὶ ταῖς δύο χερσὶν ἐπάνω τοῦ στήθους σφίγγων τὰ δύο τοῦ κολοβίου ρήγματα ἔσκεπεν αὐτοῦ τὴν γύμνωσιν. Ὡς δὲ εἶδον αὐτὸν θροηθείς, αἰφνιδίως τοῦ στόματός μου ἀνοιχθέντος, εἶπον: «Κύριε, τίς σου περιέσχισεν τὸν χιτῶνα;» Ὁ δὲ ἀποκριθεῖς εἶπεν μοι: «Ἄρειος περιέσχισέν με. Ἄλλὰ βλέπε μὴ δέξῃ αὐτὸν εἰς κοινωνίαν. Ἤδη γὰρ μέλλουσιν παρακαλεῖν σε ὑπὲρ αὐτοῦ. Ὅρα μὴ πεισθῇς. Παράθου δὲ Ἀχιλλᾷ καὶ Ἀλεξάνδρῳ τοῖς πρεσβυτέροις τοῖς κατὰ διαδοχήν σου μέλλουσιν ποιμαίνειν τὴν ἐμὴν ἐκκλησίαν, ἵνα μὴ αὐτὸν δέξωνται.»[80]
Καὶ κατὰ τὸν Σλαβονικὸν βίον, ὁ Ἅγιος Πέτρος συμπλήρωσε:
«Τὸν Ἄρειον δὲν τὸν δέχομαι, διότι ἔχει ἐκβληθεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Ἐκκλησίαν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεόν καὶ ἔχει ἀφοριστεῖ ὄχι ἀπὸ τὴν δική μου κρίσιν, ἀλλ᾽ ἀπὸ τὴν κρίσιν τοῦ Θεοῦ.»[81]
Ἰδιαιτέρας σημασίας εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἀφορισμὸς τοῦ ᾽Αρείου ἀπὸ τὸν Ἀλεξανδρείας Πέτρο ἔγινε 14 χρόνια πρὶν τὴν σύγκλισιν τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πρὶν καταδικασθεῖ ὁ Ἀρειανισμὸς ἀπὸ οἰκουμενικὴ σύνοδο.
Τὸ περιστατικὸν ἀυτὸ τοῦ βίου τοῦ Ἁγίου Πέτρου Ἀλεξανδρείας θεμελιώνεται θεολογικῶς καὶ ἐκκλησιολογικῶς εἰς τὴν ἐκφαντορικὴ ἰδιότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας. Ἡ ἀφοριστικὴ δύναμις τοῦ ἱεράρχη, κατὰ τὸν Ἄγιο Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη, εἶναι κυρίως ἐκφαντορική καὶ ὄχι δικονομική:
Ὁ θεῖος ἱεράρχης ἐκφαντορικός ἐστιν, ὡς τὰ λόγιά φησιν, τῶν θεαρχικῶν δικαιωμάτων.
«Ἄγγελος» γὰρ «κυρίου παντοκράτορος θεοῦ ἐστιν» ... Οὕτω καὶ τὰς ἀφοριστικὰς ἔχουσιν οἱ ἱεράρχαι δυνάμεις ὡς ἐκφαντορικοὶ τῶν θείων δικαιωμάτων, οὐχ ὡς ταῖς αὐτῶν ἀλόγοις ὁρμαῖς τῆς πανσόφου θεαρχίας εὐφήμως εἰπεῖν ὑπηρετικῶς ἑπομένης, ἀλλ’ ὡς αὐτῶν ὑποφητικῶς ὑποκινοῦντι τῷ τελεταρχικῷ πνεύματι τοὺς κεκριμένους θεῷ κατ’ ἀξίαν ἀφοριζόντων. «Λάβετε» γάρ φησι «πνεῦμα ἅγιον. Ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται· ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται.» Καὶ τῷ τὰς θείας ἀποκαλύψεις τοῦ παναγιεστάτου πατρὸς ἐλλαμπομένῳ τὰ λόγιά φησιν «Ὃ ἐὰν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς» ὡς ἐκείνου καὶ παντὸς τοῦ κατ’ αὐτὸν ἱεράρχου κατὰ τὰς ἐν αὐτῷ γινομένας τῶν πατρικῶν δικαιωμάτων ἀποκαλύψεις ἐκφαντορικῶς καὶ διαπορθμευτικῶς τοὺς θεοφιλεῖς προσιεμένους καὶ τοὺς ἀθέους ἀποκληροῦντος. Καὶ τὴν ἱερὰν γὰρ ἐκείνην θεολογίαν, ὡς τὰ λόγιά φησιν, οὐκ αὐτοκινήτως οὐδὲ σαρκὸς καὶ αἵματος ἀποκαλυψάντων ἀλλ’ ὑπὸ Θεοῦ νοητῶς αὐτὸν τὰ οἰκεῖα μυήσαντος ἀπεφθέγξατο. Τοὺς μὲν οὗν ἐνθέους ἱεράρχας οὕτω τοῖς ἀφορισμοῖς καὶ πάσαις ταῖς ἱεραρχικαῖς δυνάμεσι χρηστέον, ὅπως ἂν ἡ τελετάρχις αὐτοὺς θεαρχία κινήσοι, τοὺς δὲ ἄλλους οὕτω τοῖς ἱεράρχαις, ἐν οἷς ἂν δρῶσιν ἱεραρχικῶς, προσεκτέον ὡς ὑπὸ θεοῦ κεκινημένοις. «Ὁ ἀθετῶν» γὰρ «ὑμᾶς» φησιν «ἐμὲ ἀθετεῖ.»[82]
Ἐξ αὐτοῦ τοῦ χωρίου φαίνεται ἁριδήλως ὅτι ἡ καθολικὴ ἐξουσία τῆς Ἱεραρχίας εἶναι ἐκφαντορικὴ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Συνέπεται ὅτι κατὰ τὴν ἀκρίβειαν τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας ἡ κοπὴ ἢ ἡ τομὴ τῶν νεκρωθέντων δι᾽ αἱρέσεως μελῶν ἀπὸ τὸ σῶμα δὲν ἐνεργεῖται ἀπὸ τὴν συνοδικὴ διάγνωσιν ἢ τὴν ἀφοριστικὴ ἀπόφασιν, καὶ δὴ, ὀπωσδήποτε ὄχι δικανικῶς. Μᾶλλον, ἡ συνοδικὴ ἀπόφασις διαπιστώνει καὶ ἀποκαλύπτει ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι—προβάλλει καὶ ἐπιμαρτυρεῖ δημοσίως—τὴν εἴδησιν ἑνὸς τετελεσμένου γεγονότος. Ἡ δὲ ἐμμονὴ εἰς τὴν δικανικὴν ἀφοριστικὴν μέθοδον καὶ εἰς τὴν δικονομικὴν διαδικασίαν εἶναι τεκμήριο τῆς ἐκκοσμικεύσεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος καὶ εἰς τὴν οὐσία σημείο τῆς μετα-πτωτικῆς καταστάσεως. Ἆρα, εἰς τὸ τροπάριο τῶν αἴνων τῆς ἐβδόμης Κυριακῆς ἀπὸ τοῦ Πάσχα τὸ «ἐκσφενδονήσαντες τοῦ τῆς Ἐκκλησίας πληρώματος» ἀναφέρεται εἰς τὴν ἐκφαντορικὴ ἐνέργεια τῶν Ἱεραρ-χῶν καὶ ὄχι εἰς τὴν ἐνεργοποίησιν τῆς ἐκτομῆς ἢ εἰς τὴν μετάβασιν ἀπὸ μίαν «ἐν δυνάμει» κατάστασιν εἰς μίαν «ἐν ἐνεργεία».[83]
Περί τῆς κατ' οἰκονομίαν (δυνατῆς) ἀποδοχῆς τῶν πρώην αἱρετικῶν ὑπό τῆς
Ἐκκλησίας
8. Ὅτι ἡ
ὁρολογία τῆς διαστάσεως καὶ τῆς διαιρέσεως ἀπαντᾶται καὶ μετὰ τὴν συμπλήρωσιν τῶν
ἐργασιῶν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πάντοτε μία καὶ δὲν δύναται ποτὲ νὰ ὑπάρξη διάστασις ἢ διαίρεσις -μέ τὴν ἔννοια τῆς συνυπάρξεως δύο ἀλληλομαχούμενων μερίδων μὲ προφανῶς ἀντίθετες καὶ ἀντιφατικὲς ὁμολογίες- εἰς τὸ σῶμα της.
Ἐν τούτοις, ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς συγχνὰ ἀναφέρονται σὲ αἱρέσεις ἢ σὲ σχίσματα ὡς προκαλοῦντα διαιρέσεις «ἐν τῇ Ἐκκλησία».
Τοιαῦτες ἐκφράσεις δὲν ἀποσκοποῦσαν εἰς τὴν ὑποστήριξιν τῆς ἰδέας ὅτι δύναται νὰ συνυπάρχουν δύο ἐξωτερικῶς διηρεμένες κοινότητες ἐντός τῆς ἰδίας ἀοράτου Ἐκκλησίας. Μᾶλλον ἐκφράζουν τὴν ἱστορικὸ-κανονικὴν διάστασιν τῆς πραγματικότητος εἰς τὴν ὁρολογίαν τῆς ἀνθρώπινης νοήσεως: ὅτι δύο κοινωνιολογικῶς ἐννοούμενες ὁμάδες ἰσχυρίζονται ἀνταγωνιστικῶς ὅτι εἶναι ἡ ἀληθὴς Ἐκκλησία.
Ὅτι αὐτὴ ἡ ἑρμηνεία τῶν ἐν λόγῳ ἐκφράσεων συλλαμβάνει τὸν ἀληθῆ σκοπὸ τῶν συγγραφέων, καὶ συνεπῶς εἶναι ὀρθότερη τῆς πρώτης, ἀποδεικνύεται ἀπό τὸ γεγονὸς ὅτι παρόμοια ὁρολογία χρησιμοποιεῖται καὶ μετὰ τὴν καταδίκη μιᾶς αἱρέσεως ἀπὸ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, ὅταν δὲν ἀμφισβητεῖται, ὅτι οἱ αἱρετικοὶ ἀποτελοῦν χωριστή, ψευδῆ ἐκκλησία.
Αὐτὴ ἡ διαπίστωσις δηλώνει ὅτι ἡ ὁρολογία τῆς διαιρέσεως καὶ τῆς διαστάσεως χρησιμοποιεῖται ἀδιακρίτως, ἀδιάφορα ἀπό τὸ ἂν μία αἵρεσις ἔχει καταδικασθεῖ ἢ ὄχι.
Ὅμως, τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὴ ἡ ὁρολογία χρησιμοποιεῖται πρὶν ἀπὸ μίαν Οἰκουμενικὴν Σύνοδον δὲν δύναται νὰ ἑρμηνευθῆ ὡς ἐπιδεικῦον, ὅτι οἱ αἱρετικοὶ ἀνήκουν εἰς τὴν μίαν ἀλλὰ ... τάχα διηρεμένην Ἐκκλησίαν ὡς ἄκριτοι.
Εἰς τὸν Σλαβονικὸν βίον τοῦ Ἁγίου Παύλου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὁ ὁποῖος ἔζησε μετὰ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, διαβάζουμε ὅτι «ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἦταν ταραγμένη, ἐν διχοφωνίᾳ, καὶ ἀποστερημένη ἱεραρχῶν ἀφοσιωμένων εἰς τὴν στήριξίν της».
Ὁμοίως, εἰς τὸν Σλαβονικὸν βίον τοῦ Ἁγίου Ἀμφιλοχίου διαβάζουμε: «Ὁ βασιλεὺς τότε ἐξέδωσε διάταγμα εἰς ὅλην τὴν αὐτοκρατορίαν, διατάζοντας νὰ ἐκ-διωχθοῦν ὅλοι οἱ Ἀρειανοὶ ἀπὸ τὰς πόλεις διὰ τῆς ἀπειλῆς καὶ τῆς βίας. Οὕτως, ὁ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος καθάρισε τὴν Ἐκκλησίαν ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς.»
Ὅλα αὐτά, ὅμως, ἔγιναν μετὰ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, ἡ ὁποία εἶχεν ἤδη καταδικάσει τὸν Ἀρειανισμόν. Παρομοίαν ἔκφρασιν χρησιμοποίησαν οἱ Ἅγιοι Σάββας καὶ Θεοδόσιος γράφοντας πρὸς τὸν Αὐτοκράτορα Ἀναστάσιον: «…τούτων δὲ πάντων [τῶν ταραχῶν] ἀρχηγὸς καὶ αὐτουργὸς καθέστηκεν ὁ ἄνωθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς Ἀκέφαλος καὶ Ἀποσχίστης Σευῆρος, ὁ τῆς Ἀντιοχέων πρόεδρος, ἐπ’ ὀλέθρῳ τῆς οἰκείας ψυχῆς καὶ τῆς κοινῆς πολιτείας κατὰ Θεοῦ συγχώρησιν διὰ τὰς ἁμαρτίας ἠμῶν προβληθείς…»[84]. Ἂν καὶ γράφουν πενῆντα χρόνια μετὰ τὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, ἀποκαλοῦν τὸν Σευῆρο ὡς «πρόεδρον τῆς Ἀντιοχέων [Ἐκκλησίας]», ἐνῶ εἰς τὴν πραγματικότητα ἦταν ἐπίσκοπος μόνον τῶν αἱρετικῶν, ὄχι τῶν Ὀρθοδόξων!
Προφανῶς, τοιαῦτες ἐκφράσεις χρησιμοποιοῦνται συμβα-τικῶς, ἔχοντας ἀναφορὰ τὴν κοινωνιολογικὴ διάστασιν τοῦ σχίσματος.
Παρόμοια παραδείγματα ἔχουμε εἰς τὰ τροπάρια τοῦ ὄρθρου τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, εἰς τὸν ἀπολογητικὸν λόγον «Πρὸς τὸν Λαὸν» τοῦ Ἁγίου Ταρασίου, πρὶν τὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, καὶ εἰς Συνοδικὸν Ὄρον τοῦ 843 πού ἀναστείλωσε ἐκ νέου τὰς εἰκόνας.
Εἰς τὸ πρῶτο τροπάριον τῆς Α΄ ὠδῆς τοῦ κανόνος τῆς Κυριακῆς της Ὀρθοδοξίας, ψάλλεται:
"Μεγίστην εὐεργεσίαν βλέποντες, χεῖρας κροτήσωμεν, τὰ διεστῶτα μέλη τοῦ Χριστοῦ, συνηγμένα πρὸς ἕνωσιν, καὶ τὸν Θεὸν αἰνέσωμεν, τὸν τὴν εἰρήνην πρυτανεύσαντα."
Εἰς τὴν ΣΤ΄ ὠδήν, ψάλλεται:
"Γυμνοῦται, κατηφείας καὶ σκότους αἱρέσεως, ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, καὶ φορεῖ χιτῶνα τῆς εὐφροσύνης, καὶ τῇ θείᾳ, καὶ φωσφόρῳ πυκάζεται χάριτι."
Εἰς τὸ πρῶτον ἑξαποστειλάριον, βρίσκουμε καὶ τὰ ἑξῆς σχετικά:
"Σκιρτήσατε κροτήσατε, μετ' εὐφροσύνης ἄσατε, Ὡς θαυμαστά σου καὶ ξένα, Χριστὲ βοῶντες τὰ ἔργα! καὶ τὶς ἰσχύσει ἐξειπεῖν, Σῶτερ τὰς δυναστείας σου, τοῦ τὴν ἡμῶν ὁμόνοιαν, καὶ συμφωνίαν εἰς μίαν, ἑνώσαντος Ἐκκλησίαν;"
Ἴσως τὸ πιὸ ἀκραῖο παράδειγμα εἶναι αὐτὸ τῆς ἀπολογίας τοῦ Ἁγίου Ταρασίου «Πρὸς τὸν Λαὸν», εἰς τὴν ὁποίαν γίνεται λόγος διὰ τὴν διαίρεσιν τῆς «ἐπὶ τῆς πέτρας τεθεμελιωμένης» Ἐκκλησίας καὶ χρησιμοποιοῦνται ἐκφράσεις ὥς τὸ «γενέσθαι μίαν καθολικὴν Ἐκκλησίαν»:
"Ὁρῶ καὶ βλέπω τὴν ἐπὶ τὴν πέτραν τεθεμελιωμένην ἐκκλησίαν αὐτοῦ διεσχισμέ-νην νῦν καὶ διηρημένην καὶ ἡμᾶς ἄλλοτε λαλοῦντας, καὶ τοὺς ἀνατολῆς ὁμοπίστους ἡμῶν Χριστιανοὺς ἑτέρως. Καὶ συμφωνοῦντας αὐτοῖς τῆς δύσεως, ἀλλοτριωμένους δὲ ἡμᾶς ἐκείνων ἁπάντων, καὶ κάθ' ἑκάστην ὑπ' αὐτῶν ἀναθεματιζομένους. Δεινόν ἐστι τὸ ἀνάθεμα, πόρρω τοῦ Θεοῦ βάλλει καὶ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν ἐκδιώκει, ἀπάγον εἰς σκότος τὸ ἐξώτερον. Οὐκ οἶδεν ὁ τῆς ἐκκλησίας νόμος καὶ ὅρος ἔριν ἢ φιλονεικίαν, ἀλλ' ὥσπερ οἶδεν ὁμολογεῖν εὐσεβῶς ἓν βάπτισμα, μίαν πίστιν, οὕτω καὶ συμφωνίαν μίαν ἐπὶ παντὸς ἐκκλησιαστικοῦ πράγματος. Οὐδὲν γὰρ οὕτως ἐστὶ ἐνώπιόν του Θεοῦ εὐαπόδεκτον καὶ εὐάρεστον ὡς τὸ ἑνωθῆναι ἡμᾶς καὶ γενέσθαι μίαν καθολικὴν ἐκκλησίαν, καθ' ἅ καὶ ἐν τῷ συμβόλῳ τῆς εἰλικρινοῦς ἡμῶν πίστεως ὁμολογοῦμεν."[85]
Ἐκφράσεις ὅπως «τὰ διεστῶτα μέλη τοῦ Χριστοῦ, συνηγμένα πρὸς ἕνωσιν», «γυμνοῦται, κατηφείας καὶ σκότους αἱρέσεως, ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία», καὶ «τὴν ἡμῶν ὁμόνοιαν, καὶ συμφωνίαν εἰς μίαν, ἑνώσαντος Ἐκκλησίαν» δὲν μποροῦν νὰ ἑρμηνευθοῦν παρὰ μόνον στὰ πλαίσια ἀναφορᾶς εἰς τὴν κοινωνιολογικὴν διάστασιν τοῦ σχίσματος.
Εἰς τὰ ἴδια πλαίσια πρέπει νὰ ἑρμηνευθῆ καὶ ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου Ταρασίου, καθὼς τὸν κάθ' ὅλον δὲν ἐπιδέχεται μερισμὸν ἡ Ἐκκλησία ἀλλὰ μόνον εἶναι δυνατή ἡ ἔκπτωσις τῶν αἱρετικῶν ἐκ τῆς καθολικότητος.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ οὐδέποτε ἐκαλύπτετο ἀπὸ τὸ σκότος τῆς αἱρέσεως καὶ οὔτε ἐπινοεῖται τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ νὰ διΐστανται τῆς ἑνότητος.
Βέβαια ἡ ἀκρίβεια τῆς ὀρθοδόξου ὁμολογίας διδάσκει ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι καθαρὰ καὶ ἀμόλυντος, «μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ρυτίδα ἢ τι τῶν τοιούτων … ἁγία καὶ ἄμωμος». Καὶ τοῦτο, ἐκ τῶν προτέρων, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἡμέρα πού ἐκχύθηκε τὸ Πανάγιον Πνεῦμα ἐπὶ τοὺς Ἀποστόλους, τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Τὸ νόημα τῶν ὑμνογραφικῶν παραδειγμάτων δὲν ἐξαντλεῖται εἰς τὴν ἐκκλησιολογικὴν διατύπωσιν. Ἐπισημαίνουν καὶ τὴν αἴσθησιν τῆς λυτρώσεως καὶ καθάρσεως τῆς ἐξ ἐθνῶν Ἐκκλησίας καὶ τῆς κάθε ψυχῆς ἀπὸ τὴν πλάνην τῶν εἰδώλων ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν πλάνην τῶν παθῶν διὰ τοῦ λουτροῦ τοῦ Βαπτίσματος καὶ τῶν μυστηρίων, πού ἐκφράζεται καὶ εἰς ἄλλα τροπάρια, ὅπως εἰς τὸ «Θύσω σοι, μετὰ φωνῆς αἰνέσεως Κύριε, ἡ Ἐκκλησία βοᾶ σοι, ἐκ δαιμόνων λύθρου κεκαθαρμένη, τῷ δι' οἶκτον, ἐκ τῆς πλευρᾶς σου ρεύσαντι αἵματι», ἔκφρασις τῆς ἐκπλήξεως τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς κάθε ψυχῆς μπροστὰ εἰς τὸ θαῦμα τῆς διὰ τῆς Θείας Οἰκονομίας σωτηρίας καὶ λυτρώσεώς της.
Ὁ σκοπὸς ὅμως τῶν ἱερῶν ὑμνογράφων τείνει πρὸς τὸ παράδοξον εἰς τὸ ὁποῖο σημαίνεται τὸ βάθος τοῦ μυστηρίου τῆς θείας πρόνοιας καὶ τοῦ θαύματος τῆς Ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καὶ ἑνώσεως -τήν σωτηρίαν ἀπὸ τὴν διάστασιν καὶ τὴν διαίρεσιν- καί, κατ' οὐσίαν, ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ τὴν φθορά.
Διὰ τὸν Ἅγιον Ταράσιον, πέρα ἀπὸ τὴν κοινωνιολογικὴν διάστασιν τοῦ σχίσματος μεταξύ της Νέας Ρώμης καὶ τῶν ὑπολοίπων Ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ καὶ ἐντός της Μεγάλης Ἐκκλησίας, πρόκειται περὶ προτροπῆς, κάθ' ἥν ὁ προτρεπτικὸς λόγος χρησιμοποιεῖ τὰ ἐκ τῶν ἐναντίων, διὰ νὰ πείσῃ πρὸς τὰ ὑψηλότερα, ἀνατρέποντας τὸ σχίσμα καὶ αὐξάνοντας ἔτσι ἐπιδεικτικῶς τὴν ἑνότητα. Ἴσως θὰ ἠδύνατο νὰ ἰσχυρισθῆ κανεὶς, ὅτι δέν γίνεται δεκτός ἔτσι καὶ ὁ μεγάλος θρίαμβος καὶ ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὴν παραδειγματικὴν μετανοητικὴν ἔκφρασιν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας.
Ὁ δὲ Συνοδικὸς Ὅρος τοῦ 843 ἀναφέρεται εἰς τὴν εἰρήνην τῶν ἐκκλησιῶν, τὴν τῶν ἐκκλησιῶν διάστασιν, τὴν ἕνωσιν τῶν διευζευγμένων, καὶ εἰς τὴν ἐφέκλυσιν πρὸς ἕνωσιν.
"Οὐκ ἀνεκτὸν ἢ φορητὸν ἡγήσαντο τὰ μὲν ἄλλα ὁμονοεῖν ἡμᾶς καὶ συμβιβάζεσθαι, περὶ δὲ τὸ τῆς ζωῆς ἡμῶν κεφάλαιον, ἤγουν τὴν εἰρήνην τῶν ἐκκλησιῶν, ἑαυτῶν ἀπορρήγνυσθαι καὶ ἀποσχίζεσθαι, καὶ ταῦτα Χριστοῦ κεφαλῆς ὄντος, ἡμεῖς δὲ καθεξῆς μέλη καὶ ἓν σῶμα διὰ τῆς πρὸς ἀλλήλους ὁμοδοξίας καὶ πίστεως. Διὸ τὴν ἱερὰν ἡμῶν ταύτην καὶ πολυάνθρωπον συναθροισθῆναι ἐκέλευσαν ὁμήγυριν ἐν ταύτῃ τῇ μεγίστῃ καὶ βασιλευούσῃ Κωνσταντίνου πόλει, ἵνα τὴν τῶν ἐκκλησιῶν διάστασιν ἀποσεισάμενοι, τὰ διεζευγμένα πρὸς ἕνωσιν ἐφελκύσωμεν καὶ τὴν ἔναγχος ὑφανθεῖσαν ἐξ ἀκανθίνων νημάτων συρφετώδη σηράν εἴτουν ψευδοδιδασκαλίαν διαρρῆξαι καὶ διασχίσαι καὶ τὸν τῆς ὀρθοδοξίας διαπλῶσαι χιτῶνα."[86]
Κατὰ τὴν ἀκρίβειαν τῆς εὐσεβοῦς ὁμολογίας ἡ Ἐκκλησία δὲν δύναται νὰ ἐκπέση τῆς ἰδίας της τῆς ἑνότητος.
Ὅμως, οἱ εὐσεβέστατοι βασιλεῖς ἀναφέρονται εἰς κοινωνιολογικὴν διάστασιν τοῦ σχίσματος τῆς δευτέρας εἰκονομαχίας. Ὁ σκοπός τους δὲν ἦταν μόνον ἡ καταδίκη, ἀλλ' ἡ ἕνωσις πάντων εἰς τοὺς κόλπους τῆς μίας Ἐκκλησίας, τόσο τῶν ὁμολογητῶν Ὀρθοδόξων, ὅσο καὶ τῶν μετανοούντων εἰκονο μάχων, (τὰ διεζευγμένα πρὸς ἕνωσιν), διὰ τῆς διαρραγῆς καὶ διασχίσεως τῆς «σήρας» τῆς κακοδοξίας καὶ τῆς διαπλώσεως τοῦ χιτῶνος τῆς Ὀρθοδοξίας.
9.Ὅτι ἡ Ἐκκλησία καταδικάζει αἱρετικοὺς πού ἔχουν ἤδη καταδικασθεῖ καὶ βρίσκονται ἐκτὸς αὐτῆς
Ἐπειδὴ ὁ κύριος σκοπὸς μιᾶς Συνόδου εἶναι νὰ κοινοποιήση εἰς τοὺς πιστοὺς τὸν καθορισμὸν τῆς ἀληθείας καὶ τὴν διάγνωσιν τοῦ ψεύδους, ἡ Ἐκκλησία συνεχῶς ἀναθεματίζει αὐτοὺς πού ἔχουν ἀποσκιρτήσει ἀπ' αὐτήν, ἀνακηρύττοντας ἔτσι τὸ ψεῦδος τῆς ἐν λόγῳ διδασκαλίας καὶ ὅτι οἱ ὀπαδοὶ τῆς διδασκαλίας εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας.
Κάθε Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας ἡ Ἐκκλησία ἀναθεματίζει τοὺς πρὸ αἰώνων ἀναθεματισμένους, δεικύοντας, ὅτι οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας μένουν διὰ πάντα καὶ ὅτι αὐτοὶ πού ἀποδέχονται αἱρετικὰ δόγματα ἀναθεματισμένα, αὐτομάτως ὑπόκεινται εἰς ἀνάθεμα.
Ὅταν μία σύνοδος συνέρχεται νὰ καταδικάση νέαν αἵρεσιν, τὴν καταδικάζει ὅπως καταδικάζει καὶ τὰς ἄλλας αἱρέσεις:
μὲ τήν παραδοχήν καί βασικήν προϋπόθεσιν, ὅτι οἱ αἱρετικοὶ εἶναι ἐκ τῶν προτέρων ἐκτὸς Ἐκκλησίας.
Οἱ περισσότερες σύνοδοι καταδικάζουν ταυτοχρόνως, τόσον ὅλας τὰς ἀρχαίας καὶ παλαιάς αἱρέσεις, ὅσον καὶ τὴν καινήν.
Ἂν καὶ οἱ αἱρετικοὶ αὐτομάτως ἐκπίπτουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἐξ ὑπαιτιότητος τῆς αἱρετικῆς διδαχῆς τους, ἡ Ἐκκλησία εὐλόγως συνεχίζει νὰ τοὺς καταδικάζη, ὄχι διὰ νὰ τοὺς ἐκβάλλη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μέσῳ τῆς κρίσεώς της, ἀλλὰ διὰ τὴν ἐποικοδόμησιν καὶ τὴν στήριξιν τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ.
10. Ὅτι ἂν σχίσμα γίνῃ μεταξὺ δύο ὁμάδων πού ἔχουν διαφορετικὲς ὁμολογίες, οἱ ὑπεύθυνοι τοῦ σχίσματος καὶ οἱ κεκομμένοι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν εἶναι οἱ αἱρετικοὶ καὶ ὄχι οἱ Ὀρθόδοξοι
Ἂν ἕνας αἱρετικὸς χωρισθῆ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, χωρὶς νὰ ἀφορισθῆ ἀπὸ Σύνοδον, ἀλλὰ διὰ τοῦ ἁπλοῦ χωρισμοῦ του ἀπὸ τὸ σῶμα τῶν πιστῶν, προκύπτει τὸ ἐρώτημα, πῶς γίνεται αὐτὸς ὁ χωρισμὸς καὶ ποιὸς εἶναι ὁ ὑπεύθυνος. Ἐπειδὴ, ὅποτε προκύπτει αἵρεσις, καὶ οἱ αἱρετικοὶ καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι βρίσκονται ἤδη χωρισμένοι πρὸ συνοδικῆς διαγνώμης, δύναται νὰ εἶναι μόνο τέσσερις οἱ ἐκδοχὲς τοῦ χωρισμοῦ:
α) Οἱ Ὀρθόδοξοι χωρίσθηκαν ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἔτσι οἱ Ὀρθόδοξοι εἶναι οἱ σχισματικοί·
β) Οἱ αἱρετικοὶ χωρίσθηκαν ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους, καὶ ἔτσι οἱ αἱρετικοὶ εἶναι σχισματικοί·
γ) Καὶ οἱ δύο μερίδες φατρίασαν ἀμφοτέρωθεν, καὶ ἔτσι εἶναι ὅλοι σχισματικοὶ καὶ ἔπαυσε νὰ ὑπάρχη ἡ μία καθολικὴ Ἐκκλησία·
δ) Τὸ σχίσμα ἁπλῶς «ἔγινε» καὶ κανένας δὲν εὐθύνεται.
Ἂν τὸ τελευταῖον εἶναι ἀληθές, θὰ πρέπει νὰ δεχτοῦμε, ὅτι δύναται νὰ προκύψει ἀποτέλεσμα χωρὶς αἰτία καὶ ὅτι ἐνεργοποιοῦνται πράξεις χωρὶς ἐνεργοῦντα -πρᾶγμα πού εἶναι γελοῖο.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος διδάσκει, ὅτι δὲν δύναται ἀποτέλεσμα νὰ προκληθῆ ἀπὸ αἰτίαν πού δὲν ὑφίσταται.[87] Οἱ αἱρετικοὶ σαφῶς εὐθύνονται διὰ κάθε σχίσμα καὶ διαίρεσιν. Ὁ αἱρετικὸς ἀποσκιρτᾶ ἀπὸ τὸν Ἐκκλησίαν. Εἶναι ἐπιπόλαιο νὰ ἰσχυριζόμαστε ὅτι Ὀρθόδοξοι καὶ αἱρετικοὶ δύνανται νὰ ἐκπίπτουν τῆς μεταξύ τους κοινωνίας κατὰ τρόπον πού ἡ αἰτία τοῦ χωρισμοῦ νά μήν ἀποδίδεται εἰς τοὺς αἱρετικούς.
Ἐφαρμόζοντας αὐτὴν τὴν ἀρχὴ εἰς τὴν σημερινὴν καταστασιν -ᾶν οἱ αἱρετικοὶ δύνανται νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἀφ' ἑαυτοῦ τους καὶ χωρὶς Συνοδικήν κρίσιν -πρεπει νὰ ἐρωτήσουμε, γιατί δὲν δύναται νὰ θεωρηθοῦν οἱ Οἰκουμενιστὲς ὡς ἔχοντες ἀναχωρήσει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν;
Ἂν ἰσχυρισθεῖ κανεὶς ὅτι οἱ Οἰκουμενιστὲς οὐδέποτε αἰσθάνθηκαν ὅτι ἀποσκίρτησαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν, ἡ ἀπάντησις εἶναι ὅτι ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ θεωροῦσαν τὸν ἑαυτὸν τους ἐντός της Ἐκκλησίας. Ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ θεωροῦν τοὺς ἑαυτούς τους ὡς γραμμικοὺς διαδόχους τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἦταν καὶ πρὸ τοῦ σχίσματος. Κανένας αἱρετικὸς δὲν παραδέχεται ὅτι εἶναι σχισματικός, εἰ μὴ μόνον ἐν μετανοίᾳ.
11.Ὅτι πρέπει νὰ ἀκολουθοῦμε τοὺς Πατέρες εἰς πάντα. Νὰ μὴ κάνουμε διακρίσεις πού δὲν ἔκαναν ἐκεῖνοι καὶ νὰ μὴ ἰσχυριζόμαστε, ὅτι οἱ Πατέρες ἔκαναν γενικεύσεις ἢ ἁπλοποιήσεις
"Καθόλου τοιγαροῦν οὐ τολμητέον εἰπεῖν οὔτε μὴν ἐννοῆσαί τι περὶ τῆς ὑπερουσίου καὶ κρυφίας θεότητος παρὰ τὰ θειωδῶς ἡμῖν ἐκ τῶν ἱερῶν λογίων ἐκπεφρασμένα."[88]
Ἡ ἐπινόησις διακρίσεων πού δὲν ἔχουν βᾶσιν εἰς τὴν σκέψιν τῶν Πατέρων καὶ πού οὐδέποτε ἐφαρμόσθηκαν ἀπὸ τοὺς Πατέρας εἶναι λανθασμένη. Ἡ ἐπινόησις διακρίσεων εἰς τὴν θεολογίαν ἐκτός τῆς πατερικῆς παραδόσεως, ἄγνωστες εἰς τοὺς Πατέρας, καὶ πού ἀναιροῦν τὴν ἁπλῆν ἑρμηνείαν τῶν κειμένων τους, ἐπιφέρει τὴν ἀνατρόπην κάθε δόγματος τῆς Ἐκκλησίας. Θὰ ἠδυνάμεθα τότε νὰ εἰποῦμε ὅτι ὑπάρχει «διαγνωστικὴ» κόλασις ἢ «δυνάμει» ἀνθρώπινη φύσις εἰς τόν Χριστόν, καὶ ἄλλες παρόμοιες φλυαρίες.
Ἡ μέθοδος τῶν ὅσων ἰσχυρίζονται αὐτὰ ἔχει ἐπινοηθεῖ ἐκ τῶν ὑστέρων, διὰ νὰ δικαιολογίση σχίσμα. Ἀναιροῦν τὴν ἁπλῆν ἑρμηνείαν τῶν Πατέρων, ἐπινοῶντας νέες διακρίσεις ἀλλότριες τῆς πατερικῆς σκέψεως, καὶ ὁδηγοῦν συνεκδοχικῶς καὶ κατ' ἀνάγκην εἰς ἄλλες αἱρέσεις καὶ πλάνες.
Καί τοῦτο, διὰ νά ἀποδειχθῆ, ὅτι συμφωνοῦν μὲ τοὺς Πατέρας. Κανένας Πατήρ δὲν μίλησε «διαγνωστικῶς» ἢ «ἐν δυνάμει», ὅταν ὁ λόγος εἶναι περί πίστεως, ἀλλὰ μὲ τὴν ἁπλῆν καὶ γνησίαν γλῶσσαν τοῦ Εὐαγγελίου, ὑπέδειξαν τὰς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, διὰ νά γίνουν ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερον ἀντιληπτοί. Δὲν ἔγραψαν οἱ Πατέρες διὰ νά μείνουν ἀκατανόητοι, μέχρι πού μία μικρὴ μερίδα πιστῶν ἀπεκάλυψε τάχα τὸ «κλειδὶ» τῆς ἀληθινῆς ἑρμηνείας τῶν κειμένων τους!
Δημοσιεύουμε στήν συνέχειαν καί κείμενα γιά τήν ἀποδοχήν τοῦ ἀναθέματος τοῦ 1983 ἀπό τόν τότε Ἀρχιεπίσκοπον Βιτάλιον
Ὑπάρχουν ἑκατοντάδες παρομοίων κειμένων! Διαλέγουμε δύο χαρα-κτηριστικά, πού ὁδηγοῦν σέ ἐντελῶς διαφορετικές τοποθετήσεις ἀπό αὐτές διαφόρων ἀκατάρτιστων θεολογικά ἀδελφῶν καί ὅσων ἔσπευσαν νά ἀμφισβητήσουν τήν παγκοσμίου φήμης ἀποδοχή τοῦ ἀναθέματος κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἑνός ἀπό τούς μεγαλύτερους ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ Ἁγίου Φιλαρέτου. Στο επόμενον κείμενον τό τί έλεγνε ο τότε Ἀρχιεπίσκοπος Καναδᾶ καί μετέπειτα Μητροπολίτης Βιτάλιος γιά τό ἀνάθεμα σέ κείμενόν του μέ τίτλον:
THE_1983_ANATHEMA_AGAINST_ECUMENISM&usg=AFQjCNEMIgVr-ont0LIZ0sOF1-XD7fHqYw
The ROCOR's Anathema Against Ecumenism
(1983)
by Archbishop Vitaly of Montreal and Canada
It has been almost a hundred years now since ecumenism began its attack upon the one true Church of Christ, invested by Him with the authority to bind and to loose, and began to unite all the countless heresies, both small and great, acknowledging them to be, as it were, sparks of the truth, from which the future ecumenical church is to be formed in place of the historical Church of Christ, which in their opinion has proved to be a failure. Against this monstrous teaching a vast literature has grown up, revealing ecumenism to be the heresy of heresies, but we cannot in such a short article review it in detail. Without doubt, the time for discussion and polemics has passed and the time has come to judge this movement and, however insignificant our Council of 1983 may seem, it has at last condemned ecumenism and anathematized it in the following words:
Those who attack the Church of Christ by teaching that Christ's Church is divided into so-called "branches" which differ in doctrine and way of life, or that the Church does not exist visibly, but will be formed in the future when all "branches" or sects or denominations, and even religions will be united into one body; and who do not distinguish the priesthood and mysteries of the Church from those of the heretics, but say that the baptism and eucharist of heretics is effectual for salvation; therefore, to those who knowingly have communion with these aforementioned heretics or who advocate, disseminate, or defend their new heresy of Ecumenism under the pretext of brotherly love or the supposed unification of separated Christians, Anathema!
The Russian Church Abroad, now headed by Metropolitan Philaret, professes itself to be an inseparable part of the historic Russian Church. As a local Church it has the right to summon its regular Councils and to enforce its resolutions, which are thereupon fully obligatory for all of its children, scattered throughout the world. Time will tell whether or not the other local Churches will adopt our resolution on ecumenism as the acts of the Ten Local Councils were, in their time, entered into the Book of the Canons of the Holy Apostles, the Sacred Ecumenical Councils, and the Holy Fathers of the Universal Church. We well know that all our conciliar resolutions against the Moscow Patriarchate, whose hierarchy is completely subject to the atheist Communist Party, were merely taken note of by the other local Churches—to their spiritual detriment.
«Orthodox Observer», No. 58 (April 1984).
"[At the urging of Saint Maximus
the] Pope convened his bishops, one hundred and five in number, with Abba
Maximus in their midst. This was the Lateran Council (A.D. 649): it reviewed
the errors of Cyrus, Sergius, Pyrrhus, and Paul, and also the Emperor's
heretical confession. The false teachings were anathematized, and the Pope
wrote to the faitful in all places, confirming them in their Orthodoxy,
explaining the errors of the heretics and warning them in every way to be on
their guard against them." [The Life of Our Holy Father Saint Maximus the Confessor (Boston: Holy Transfiguration Monastery, 1982)
p. 7. Recall also the Patriarchal Encyclicals of 1848 and 1895 in response to
proselytizing papal bulls. These are examples of how true bishops have
responded in the past to innovations threatening the Church.—Patrick Barnes.
https://www.google.gr/url…
[1] Β΄ Ἱερός Κανόνας τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς καί ΚΔ΄ Κανόνας τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου.
[2] Σταύρου Καραμήτσου-Γαμβρούλια, Αἱ χειροτονίαι τῶν Γ.Ο.Χ. ἀπό κανονικῆς ἐπόψεως, μέ ἐπιμέλειαν π. Νικολάου Δημαρᾶ Δρος Ν., Ἀθῆναι 1997, σελ. 46-48
[3] «Οἱ γάρ δι’ αἵρεσίν τινα παρά τῶν Ἁγίων Συνόδων, ἤ Πατέρων, κατεγνωσμένην, τήν πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τήν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος, καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλσίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι.» Βλ. ἑρμηνείαν τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, Πηδάλιον,ἀκριβής ἀνατύπωσις τῆς γ΄ ἐκδόσεως τοῦ 1864, Θεσσαλονίκη, 1982, σελ. 358. Βλ. καί 31ον Ἀποστολικόν, Πηδάλιον, σελ. 32, χωρισμός ἀποτείχιση ἀπό τοῦ ἐπισκόπου πού «σφάλλει φανερά ἤ εἰς τήν εὐσέβειαν ἤ εἰς τήν δικαιοσύνην: ταυτόν εἰπεῖν, χωρίς νά γνωρίσῃ αὐτόν πώς εἶναι φανερά, ἤ αἱρετικός, ἤ ἄδικος…» κατά τόν Ἅγιον Νικόδημον.
[4] ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α΄, ΙΔ´: «Διώκετε τὴν ἀγάπην· ζηλοῦτε δὲ τὰ πνευματικά, μᾶλλον δὲ ἵνα προφητεύητε. 2 ὁ γὰρ λαλῶν γλώσσῃ οὐκ ἀνθρώποις λαλεῖ, ἀλλὰ τῷ Θεῷ· οὐδεὶς γὰρ ἀκούει, πνεύματι δὲ λαλεῖ μυστήρια· 3 ὁ δὲ προφητεύων ἀνθρώποις λαλεῖ οἰκοδομὴν καὶ παράκλησιν καὶ παραμυθίαν. 4 ὁ λαλῶν γλώσσῃ ἑαυτὸν οἰκοδομεῖ, ὁ δὲ προφητεύων ἐκκλησίαν οἰκοδομεῖ. 5 θέλω δὲ πάντας ὑμᾶς λαλεῖν γλώσσαις, μᾶλλον δὲ ἵνα προφητεύητε· μείζων γὰρ ὁ προφητεύων ἢ ὁ λαλῶν γλώσσαις, ἐκτὸς εἰ μὴ διερμηνεύῃ, ἵνα ἡ ἐκκλησία οἰκοδομὴν λάβῃ.»
[5] Π. Τρεμπέλα, Ἰησοῦς ἀπό Ναζαρέτ, Ἀθῆνα 1928, ἐκδ. «Ζωή», σελ. 116-164 καί ἰδιαίτερα σελ. 134.
[6] Π. Τρεμπέλα, Ἰησοῦς, ὁ ἀπὸ Ναζαρέτ, Ἀθῆνα, σελ. 134 καί 254. Βλ. Ἰδίου, Ἡ ἠθικὴ τελειότης τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸ ἀνθρώπινον, Ἀθῆναι 1930.
[7] Σωτ. Κυριαζοπούλου, Οἱ αἱρετικοί, Ἀθῆναι 1934, σ.140. Καὶ «Ὀρθόδοξος Τύπος», 1.3.76!
[8] «Ἅπαντες οὔν οἱ νεωτερίζοντες ἢ αἱρέσει ἢ σχίσματι, ἑκουσίως ἐνεδύθησαν, κατὰ τὸν ψαλμωδόν, "κατάραν ὡς ἱμάτιον" (Ψαλμ. ρη’,18), κἄν τε Πάπαι κἄν τε Πατριάρχαι, κἄν τε Κληρικοί, κἄν τε Λαϊκοὶ ἔτυχον εἶναι "κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ, ἀνάθεμα ἔστω, εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ᾽ ὃ παρελάβετε". Οὕτω φρονοῦντες οἱ Πατέρες ἡμῶν καὶ ὑπακούοντες εἰς τοὺς ψυχοσωτηρίους λόγους τοῦ Παύλου ἐστάθησαν σταθεροὶ καὶ ἑδραῖοι εἰς τὴν ἐκ διαδοχῆς παραδοθεῖσαν αὐτοῖς πίστιν καὶ διέσωσαν αὐτὴν ἄτρεπτον καὶ ἄχραντον διὰ μέσου τοσούτων αἱρέσεων, καὶ παρέδωκαν αὐτὴν εἰς ἡμᾶς εἰλικρινῆ καὶ ἀνόθευτον, ὡς ἐξῆλθεν ἄδολος ἀπὸ τοῦ στόματος τῶν πρώτων ὑπηρετῶν τοῦ Λόγου· οὕτω φρονοῦντες καὶ ἡμεῖς, ἄδολον, ὡς παρελάβομεν, μετοχετεύσομεν αὐτὴν εἰς τὰς ἐπερχομένας γενεάς, μηδὲν παραμείβοντες, ἵνα ὦσι κακεῖνοι ὡς καὶ ἡμεῖς εὐπαρουσίαστοι καὶ ἀκαταίσχυντοι, λαλοῦντες περὶ τῆς τῶν προγόνων ἡμῶν πίστεως...
(17) ...Ἔπειτα παρ᾽ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησαν ποτὲ εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστίν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ.»
[9] PG 94, 1128a.
[10] Ράλλη-Ποτλῆ, Α΄ 261.
[11] Μ. Ἀθανάσιος, PG 25, 545c, 560ab.
[12] Μ. Ἀθανάσιος, PG 25, 561a & PG 26, 773d-776a.
[13] PG 26, 689a.
[14] PG 26, 1032a.
[15] Μ. Ἀθανάσιος, PG 25,549a-c & 26, 808d
[16] Ἔκδοση Βατικανοῦ-Κάκτου 1996, σελ. 332.
[17] Στό βιβλίον τοῦ Ἀθ. Σακαρέλλου «Ἔγινε ἡ Ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν», ἀναφέρεται τό Γαλλικόν κείμενον τῆς συμφωνίας «Κοινή Δήλωσις» τοῦ 1965, ὅπου στήν παράγραφον 4 τῆς συμφωνίας χρησιμοποιεῖται ἡ λέξη excommunication, αὐτό σημαίνει, ὅτι μέ τήν συμφωνίαν αὐτήν ἔχει ἀρθεῖ ἡ «ἀκοινωνησία», τό «σχίσμα», δηλαδή μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, σέ ἀντίθεση μέ τήν ἐπίσημη ἑλληνική μετάφραση, πού ὁμιλεῖ, δῆθεν, γιά ἄρση Ἀναθεμάτων, πρός καθησυχασμόν τῶν Ὀρθοδόξων. Ἡ ἕνωση, δυστυχῶς, ἔχει γίνει, ἁπλά πραγματώνεται καί παρουσιάζεται, τοπικά καί χρονικά, σταδιακά, ἀνάλογα μέ τίς ἀντιδράσεις.
Καί γιά νά μήν ὑπάρχει ἀμφιβολία, ὅτι ἡ Γαλλική λέξη excommunication σημαίνει «ἀκοινωνησία» τοῦτο ἀποδεικνύεται καί ἀπό τό ἴδιον τό Γαλλικόν κείμενον τῆς συμφωνίας, πού χρησιμοποιήθηκε δύο φορές ἡ ἔκφραση la communion ecclesiastique καί σημαίνει «ἐκκλησιαστική κοινωνία», ὅπως ὀρθά ἀποδίδεται ἀπό τήν ἐπίσημη ἑλληνική μετάφραση καί ὄχι ὡς «ἐκκλησιαστικόν ἀνάθεμα».
Στήν πραγματικότητα, λοιπόν, ἡ κοινή δήλωση τό 1965, στό Γαλλικόν κείμενον, ὁμιλεῖ γιά ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας καί ὄχι γιά «ἁπλῆ ἄρση τοῦ Ἀναθέματος» μεταξύ τῶν «ἐκκλησιῶν».
Τό γεγονός αὐτό ἐξηγεῖ ὅλα τά μεταγενέστερα γεγονότα, ὅπως συμπροσευχές, οὐνιτικά συλλείτουργα, μετάδοση τῆς Θείας Κοινωνίας σέ παπικούς λαϊκούς σέ τόπους, πού δέν ὑπῆρχε ἀξιόλογη ἀντίδραση, νεώτερες κοινές δηλώσεις καί συμφωνίες, μνημόσυνον τοῦ ὀνόματος τοῦ Πάπα Ρώμης στήν Ἁγίαν Πρόθεση, γεγονός πού παραδέχθηκε, ὅτι ἔπραττε ὁ ἴδιος ὁ ἀναθεματισμένος Ἀθηναγόρας, μνημόνευση δημόσια τοῦ Πάπα στό Φανάρι στήν τελευταίαν του ἐπίσημη ἐπίσκεψη καί ἄλλες παρόμοιες πράξεις.
Καί σέ ὅλα αὐτά πρωτοστατοῦσε τό Φανάρι καί ἀκολουθοῦσαν μέ παρόμοιες πράξεις καί ἄλλες τοπικές Ἐκκλησίες.
Αὐτό ἀποτελεῖ, ἐκ τῶν πραγμάτων, ἕνωση καί ἔμπρακτη ἐφαρμογή ὄχι ἁπλά τῆς ἄρσεως τοῦ Ὁριστικοῦ Σχίσματος, ἀλλά ἄρση καί τῆς Ἀκοινωνησίας.
Ἡ ἕνωση ἐφαρμόζεται σταδιακά, τοπικά καί χρονικά, ὅπως ὀρθά ἐπισημάνθηκε, ἀνάλογα μέ τίς ἀντιδράσεις, καί κάποια κατάλληλη στιγμή θά καταστεῖ ἡ ἕνωση πλήρης, ἐπισφραγίζοντας τό ἤδη ὑφιστάμενον ἀπό ἐτῶν πραγματικόν καθεστώς. (Ἀπόσπασμα ἀπό ἄρθρο τῆς Φιλορθοδόξου Ἑνώσεως «Κοσμᾶς Φλαμιάτος»).
Ἡ Κοινή δήλωση τοῦ Πάπα Παύλου ΣΤ΄ καί τοῦ (σ.σ. ψευδο)-Πατριάρχου Ἀθηναγόρου στά Γαλλικά:
http://www.vatican.va/…/rc_pc_chrstuni_doc_19650107_athenag…
«Οἱ «New York Times» μετέδωσαν τήν ἀπό κοινοῦ ἀγγελίαν τοῦ Βατικανοῦ καί τοῦ Φαναρίου τῆς 7ης Δεκεμβρίου 1965 διά τήν ἄρσιν τοῦ excommunicatio -(τῆς ἀκοινωνησίας τοῦ Λατινικοῦ κειμένου)- εἰς τήν πρώτην σελίδα, ὡς τό τέλος τοῦ σχίσματος τοῦ 1054 καί ὡς τήν ἐπανέναρξιν τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας, πού εἶχε τότε δῆθεν διακοπεῖ. Φαίνεται πλέον σαφῶς, ὅτι τό Ἑλληνικόν κείμενον, πού ἀναγγέλει τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων ἦτο τεχνηέντως παραπλανητικόν.Φαίνεται εἶχε σκοπόν νά ἀμβλύνη ἐνδεχομένας ἀρνητικάς ἀντιδράσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν». (Πατρός Ἰω. Ρωμανίδου, «Ὀρθόδοξος καί Βατικάνειος συμφωνία περί Οὐνίας»,
http://www.romanity.org/…/rom.e.14.orthodoxi_kai_vatikania_…
2. Βλ. γιά παράδειγμα καί τήν ἑνωτικήν μέ τούς αἱρετικούς Μονοφυσίτες Ἐγκύκλιο τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ἀντιοχείας πρός τό ὁποῖο εἶναι κοινωνικά ὅλα τά πατριαρχεῖα καί ἡ «Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος»:
Ἡ Ἁγία Σύνοδος τῆς Ἀντιοχείας ἀπεφάσισεν τά ἑξῆς:
1. Τόν πλήρη καί ἀμοιβαῖον σεβασμόν τῶν δύο ἐκκλησιῶν ὡς πρός τό τελετουργικόν των, τήν πνευματικότητα, τήν κληρονομίαν καί τούς ἁγίους πατέρας καί τήν πλήρη προστασίαν τῶν λειτουργικῶν πράξεων καί τῆς Ἀντιοχείας καί τῆς Συρίας.
2. Τήν ἐνσωμάτωσιν τῶν πατέρων καί τῶν δύο ἐκκλησιῶν καί τῆς παραδόσεώς των γενικῶς εἰς τά χριστιανικά ἐπιμορφωτικά προγράμματα καί τήν θεολογίαν καθη-γητῶν καί μαθητῶν.
3. Τήν ἀποφυγήν τοῦ νά δέχωνται μέλη μιᾶς ἐκκλησίας εἰς τήν ἄλλην, ὅποιοι καί ἄν εἶναι οἱ λὀγοι.
4. Τήν διοργάνωσιν συνάξεων τῶν δύο Συνόδων ὁποτεδήποτε ὑπάρξει ἀνάγκη.
5. Νά παραμείνει κάθε Ἐκκλησία ὡς σημεῖον ἀναφορᾶς διά τά μέλη της εἰς θέματα ἀφορῶντα γάμον, διαζύγιον, υἱοθεσίαν κλπ.
6. Ἐάν δύο ἐπίσκοποι δύο διαφορετικῶν ἐκκλησιῶν συναντηθοῦν διά πνευματικήν τελετήν, θά προῒσταται ἐκεῖνος πού θά ἔχει τό μεγαλύτερον ποίμνιον. Ἀλλά, ἄν εἶναι εἰς τό μυστήριον τοῦ γάμου, θά προῒσταται ὁ ἐπίσκοπος τῆς ἐκκλησίας τοῦ νυμφίου.
7. Ὅ,τι ἔχει ἀναφερθῆ προηγουμένως δέν ἰσχύει κατά τόν συνεορτασμόν Ἐπισκόπων εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν.
8. Ὅ,τι ἔχει λεχθῆ εἰς τό ὑπ’ ἀριθμ. 6 ἄρθρον, ἰσχύει διά τούς κληρικούς καί τῶν δύο ἐκκλησιῶν.
9. Ἐάν ἕνας ἱερεύς μιᾶς ἐκ τῶν δύο ἐκκλησιῶν τύχη νά εἶναι εἰς κάποιαν περιοχήν, θά τελέση τά θεῖα μυστήρια διά τά μέλη καί τῶν δύο ἐκκλησιῶν, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς Θείας Λειτουργίας καί τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου. Ὁ ἴδιος ἱερεύς θά κρατήση ἀνεξάρτητον ἀρχεῖον καί διά τάς δύο ἐκκλησίας καί θά μεταφέρη τήν καταγραφήν τῶν μελῶν τῆς ἀδελφῆς ἐκκλησίας εἰς τήν πνευματικήν της ἐξουσίαν.
10. Ἐάν δύο ἱερεῖς καί τῶν δύο ἐκκλησιῶν τύχη νά εὐρίσκωνται εἰς κάποιαν κοινότητα, θά ἐναλλάσσονται, καί εἰς περί-πτωσιν συνεορτασμοῦ θά προῒσταται ἐκεῖνος μέ τό μεγαλύτερον ποίμνιον.
11. Ἐάν ἐπίσκοπος ἀπό μίαν ἐκκλησίαν καί ἕνας ἱερεύς ἀπό τήν ἀδελφήν Ἐκκλησίαν τύχη νά συνεορτάζουν, θά προῒσταται, ὅπως εἶναι φυσικόν, ὁ ἐπίσκοπος, ἀκόμη καί ἄν εὑρίσκεται εἰς τήν κοινότητα τοῦ ἱερέως, ἐφ’ ὅσον θά ὑπάρχουν λαϊκοί καί ἀπό τάς δύο ἐκκλησίας.
12. Χειροτονίαι εἰς τούς βαθμούς τής ἱερωσύνης γίνονται ἀπό τήν πνευματικήν ἀρχήν τῶν ὑποψηφίων εἰς κάθε ἐκκλησίαν, κατά προτίμησιν, μέ τήν παρουσίαν ἀδελφῶν ἀπό τήν ἄλλην ἀδελφήν Ἐκκλησίαν.
13. Ἀνάδοχοι καί μάρτυρες γάμου ἐπιτρέπεται νά ἐπιλέγωνται ἀπό τά μέλη καί τῶν δύο ἐκκλησιῶν χωρίς διάκρισιν.
14. Εἰς ὅλας τάς κοινάς ἑορτάς θά προῒσταται ὁ ἀρχαιότερος τῇ τάξει ἱερεύς.
15. Ὅλοι οἱ ὀργανισμοί τῶν δύο Ἐκκλησιῶν θά συνεργάζωνται εἰς ὅλα τά θέματα, μορφωτικά, παιδείαν καί κοινωνικά διά τήν ἀνάπτυξιν τοῦ ἀδελφικοῦ πνεύματος. Σᾶς ὑποσχόμεθα, μέ αὐτήν τήν εὐκαιρίαν, ὅτι θά συνεχίσωμεν νά ἐνισχύωμεν τήν σχέσιν μας μέ τήν ἀδελφήν Ἐκκλησίαν καί ὅλας τάς ἄλλας Ἐκκλησίας, μέ σκοπόν νά γίνωμεν ὅλοι μία κοινότητα κάτω ἀπό ἕνα Ποιμένα.
[19] Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, «Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», (Γαλλική μετάφραση), Τόμος 4ος, σελ. 181, Lausanne 1995 - Ἀναδημοσιεύτηκε στόν «Ὀρθόδοξον Τύπον» στίς 29/6/2007.
[20] ΕΠΕ 4, 396, 30.
[21] Τίτλος Α΄, Κεφ. 2.
[22] ΕΠΕ 10, 30 Βλ. καί Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔνθα ἀνωτ. σελ. 145.
[23] {THEODORUS STUDITA, EPISTULAE, (G. Fatouros), Pars Prior, Prolegomena et textum & Epp. 1 – 70, Corpus Fontium historiae Byzantinae, Vol. 31/1, Ser. Berolinensis, Walter De Gruyter, Berolini 1991, [novi eboraci MCMXCII]}, σελ. 34, 99, 138)
[24] Ὅ. π. σελ. 49, 142, 85.
[25]Τῶν Ἱερῶν Συνόδων νέα δαψιλεστάτη Συλλογή, σελ. 126 (632), τόμος δεύτερος, (Μέρος Β΄), ἀπό ἔτους Χριστοῦ 449 ἄχρι ἔτους 1643, ἔκδοσις Καλύβης Τιμίου Προδρόμου, Ἱερᾶς Σκήτης Ἁγίας Ἄννης, Ἅγιον Ὄρος, (Θεσσαλονίκη 1986). Βλ. καί Ε΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ 553 μ.Χ - ΒΛΑΣΙΟΥ ΦΕΙΔΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΤΟΜΟΣ Α΄- σελ. 721 ΑΘΗΝΑΙ 1992.
[26] Βασιλειου Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, ἔκδ. α΄, σελ. 263-264
[27] Βασιλειου Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, ἔκδ. α΄, σελ. 344
[28] Αὐτόθι, σελ. 344
[29] Αὐτόθι, σελ. 823-824
[30] Αὐτόθι, σελ. 867
[31] Αὐτόθι, σελ. 896, 902
[32] Αὐτόθι, σελ. 906
[33] Αὐτόθι, σελ. 933, 935, 936, 938, 942
[34] Μ. Ἀθανάσιος PG 25, 549a-c & 26, 808d
[35] Βλ. Ἐκθεσις περί τῆς γενομένης 14ης Γεν. Συνελεύσεως Μεικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τοῦ διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξου καί Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἐμεῖς, ἀντιθέτως, καί συμμορφούμενοι μέ τόν λζ΄ Ἱερον Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων δέν θά ἔπρεπε νά καταδικάσουμε ὡς ἡ Γνήσια Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τά ἀποφασισθέντα παρανόμως στό Κολλυμπάρι, μέ τά ὁποῖα ἐκκλη-σιοποιήθηκε ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ἐπικυρώθηκαν εἴτε ἀμέσως εἴτε ἐμμέσως ὅλες οἱ αἱρετικές συναθροίσεις καί ἀποφάσεις τῶν προηγούμενων ληστρικῶν συνεδρίων;
[36] Σχετικά μέ ὅλα αὐτά γράφει ὁ Ἅγιος στήν ἑρμηνεία του στήν ἐπιστολήν τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου πρός Ρουφινιανόν.
[37].. ῾Η Ἁγία Σύνοδος εἶπεν: «Τοῦτο εὔδηλόν ἐστιν.»
Ἡ ἁγία σύνοδος εἶπε:«Ἀναγνώτωσαν οἱ προϊστάμενοι ἐπίσκοποι τοὺς οἰκείους λιβέλλους ὡς νυνὶ προσελθόντες τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ.»
Ταράσιος ὁ ἁγιώτατος πατριάρχης εἶπεν:«Ἀναγνώτωσαν ἐπειδὰν τῶν ζητουμένων δύο κεφαλαίων ἀκριβῶς ἐξετασθῇ ὑπόθεσις περὶ τε τῶν προσερχομένων ἐξ αἱρέσεως τῇ ἁγίᾳ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ καὶ τῶν ὑπὸ αἱρετικῶν χειροτονηθέντων.»
Καὶ μετ᾽ ὀλίγον πάλιν, Ταράσιος ὁ ἁγιώτατος πατριάρχης εἶπεν:«Τὰς ὁμολογίας γνῶντες διὰ τῆς ἀναγνώσεως τῶν λιβέλλων, ἐν ἑτέρᾳ συνελεύσει ἡ αὐτῶν ἀποδοχὴ γενήσεται, εἰ οὐκ ἔστιν ἕτερον αὐτοῖς τὸ κωλῦον.»
[38] Ὅπως καί κατά τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες τούς ἐπί τοῦ Λατινόφρονος αὐτοκράτορος Μιχαήλ Παλαιολόγου Μαρτυρίσαντες, πρός τόν ὁποῖον ἔγραφαν: "Καί πῶς ταὖτα ἀνέξεται ὀρθοδόξου ψυχή, καί οὐκ ἀποστήσεται τῆς κοινωνίας τῶν μνημονευσάντων αὐτίκα, καί ὡς καπηλεύσαντας τά θεῖα τούτους ἡγήσεται; ... Πλήν ὅτι μολυσμόν ἔχει ἡ κοινωνία, ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν, κἄν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων". V. Laurent-Darrouzes, Dossier Grec de l' Union de Lion, (1273-1277, p. 376-403, Paris 1976).
[39] PG 99, 1669 A.
[40] Ὁ Ἅγιος, ἰδιαίτερα, ἀναφέρεται στίς χειροτονίες τῶν αἱρετικῶν Εἰκονομάχων, πού ἔγιναν δεκτοί ἀπό τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο γράφει:
"Πάντως δέν δέχθηκε τούς πρωτάρχας τῆς αἱρέσεως καί τούς ἐμπαθῶς ἐγκειμένους καί μή γνησίως καί ἀληθῶς μετανοοῦντες, ὅπως εἶπε ὁ θεῖος Ταράσιος. Δέχθηκε ἐκείνους πού ἀκολούθησαν τούς πρωτάρχας τῶν αἱρέσεων καί πού μετανόησαν εἰλικρινά, καί ἐκείνους πού χειροτονήθηκαν ἀπό τούς αἱρετικούς Εἰκονομάχους δέν ἀναχειροτόνησε, ἀφοῦ ὁμολόγησαν τήν Ὀρθοδοξίαν, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν α΄ πράξη τῆς Ζ΄ Οἰκουνενικῆς. Ἐπίσης μερικῶν αἱρετικῶν δέχθηκε τό βάπτισμα δι᾽ οἰκονομίαν, ὅπως σημειώνει ὁ Ἅγιος. Τήν περιστατικήν καί καιρικήν οἰκονομίαν δέν τά ἔκανε ὅρον ἡ Ἁγία Ζ΄ Οἰκουμενική.
[41] Ρ.G. 90, 73, 76.
[42] Δοκίμιον Ἱστορικόν, περὶ τοῦ σχίσματος τῆς δυτικῆς ἐκκλησίας ἀπὸ τῆς Ὀρθοδό-ξου Ἀνατολικῆς - καὶ τῶν ἐν Φλωρεντίᾳ συνόδῳ γενομένων δολιοτήτων καὶ ἐκβιασμῶν εἰς βάρος τῶν Ὀρθοδόξων - συγγραφὲν ὑπὸ τοῦ Ἁγιορείτου Μοναχοῦ Καλλίστου Βλαστοῦ, Ἅγιον Ὅρος 1895, ἐπανέκδοσις 1991, σελ. 106-107.
[43] Ἁγ. Κυπριανοῦ Καρθαγένης, Ἐπ. 71, Corpus Christianorum Series Latina, III C, 1.3.21: gratia et veritas una est.
[44] Ἁγ. Κυπριανοῦ, Ἐπ. 73, 10.3.173: ipso damnatus et extra paradisi fontes relegates.
[45] Αὐτόθι, 25.2.451-453: et cum separari a se et dividi omnino non possint baptisma et ecclesia, qui occupare baptisma prior potuit et ecclesiam pariter occupavit.
[46] Ἁγ. Κυπριανοῦ, Ἐπ. 74, 2.3.37-41: Si vero ubique haeretici nihil aliud quam adversarii et antichristi nominantur, si vitandi et perversi et a semet ipsis damnati pronuntiantur, quale est ut videantur damnandi a nobis non esse quos constet apostolica contestatione a semet ipsis damnatos esse?
[47] Αὐτόθι, 12.1.243-246: Observatur itaque a nobis et tenetur explorata et perspecta veritate ut omnes qui ex quamcumque haeresi ad ecclesiam convertuntur ecclesiae unico et legitimo baptismo baptizentur.
[48] Αὐτόθι, 11.1.222-225: Traditum est enim nobis quod sit unus Deus et Christus unus et una spes et fides una et una ecclesia et baptisma unum non nisi in una ecclesia constitutum, a qua unitate quique discesserit cum haereticis necesse est inveniatur.
[49] Φιρμιλιανοῦ Καισαρείας, Πρὸς Κυπριανὸν Ἐπ. 75, 26.3.495-505: Si unum atque idem est cum nostro baptisma haereticorum, sine dubio et fides una est. Si autem fides una est, utique et dominus unus. Si dominus unus est, consequens est dicere quia Deus unus est. Si autem haec unitas quae separari omnino et dividi non potest etiam apud haereticos et non christianos vocamus? Porro cum nobis et haereticis nec Deus unus sit nec dominus unus nec una ecclesia nec fides una, sed nec unus Spiritus aut corpus unum, manifestum est nec baptisma nobis et haereticis commune esse posse, quibus nihil est omnino commune.
[50] Αὐτόθι, 5.3.101-105: quos omnes (haereticos) manifestum est a semet ipsis damnatus esse et ante diem iudicii inexcusabilem sententiam adversum semet ipsos dixisse. Quorum baptisma qui confirmat, quid aliud quam cum ipsis se adiudicat et se ipse participem talibus faciendo condemnat?
[51] Κατὰ Λουκὰν 11, 23.
[52] Ἁγ. Κυπριανοῦ, Ἐπ. 69, 1.2.13-28: Neque enim dominus noster Iesus Christus cum in evangelio suo testaretur adversaries suos esse eos qui secum non essent aliquam speciem haereseos designavit, sed omnes omnino qui secum non essent et secum non colligentes gregem suum sparegerent adverarios suos esse ostendit dicens: qui non est mecum adversus me est: et qui non mecum colligit, spargit. Item beatus apostolus Iohannes nec ipse ullam haeresin aut schisma discrevit aut aliquos speciatim separes posuit, sed universos qui de ecclesia exissent quique contra ecclesiam facerent, antichristos appellavit dicens: audistis quia antichristus venit, nunc autem antichristi multi facti sunt, Unde cognoscimus quia novissima hora est. Ex nobis exierunt, sed non fuerunt ex nobis. Si enim fuissent ex nobis, mansissent nobiscum. Unde apparet adverarios domini et antichristos omnes esse quos constet a caritate atque ab unitate ecclesiae catholicae recessisse.
[53] Αὐτόθι, 69.2.89-93: Quod apostolus Paulus explanat docens et praecipiens haereticum vitandum esse ut perversum et peccatorem et a semet ipso damnatum. Hic est enim qui reus sibi erit, non ab episcopo eiectus, sed sponte de ecclesia profugus et haeretica praesumptione a semet ipso damnatus.
[54] Concilium Lateranense a. 649 Celebratum, Acta Conciliorum Oecumenicorum, ed. Rudolf Riedinger, (Βερολίνο: De Gruyter, 1984): 10.34-37;12.5-7.
[55] Καλλινίκου Μοναχοῦ, Βίος Ἁγίου Ὑπατίου τοῦ ἐν Ρουφινιαναῖς, ed. G.J.M. Bartelink, Vie d'Hypatios (Sources Chrétiennes 177. Paris: Éditions du Cerf, 1971): 32.12-14.
[56] Στεφάνου Διακόνου, Βίος Ἁγίου Στεφάνου τοῦ Νέου, ed. M.-F. Auzépy, La Vie d' Étienne le Jeune par Étienne le Diacre (Birmingham Byzantine and Ottoman monographs 3. Aldershot/Brookfield: Variorum, 1997): 44.9-23.
Τό ἀνωτέρω κείμενον δημοσιεύεται μέ ἡμετέραν ἐπιμέλειαν ἀναγκαῖες συμπληρώσεις διορθώσεις καί διευκρινίσεις καί ἀποτελεῖ ἐργασίαν τοῦ νῦν Θεοφιλεστάτου ἐπισκόπου Μαξίμου Μαρέττα στήν Ἀμερικήν καί τοῦ θεολόγου Χ. Πίττου.
[57] ΣΤ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Πράξεις, ed. R. Riedinger, Acta conciliorum oecumenicorum, Series secunda, volumen secundum: Concilium universale Constantinopolitanum tertium, τομ. 2 (Βερολίνο: De Gruyter, 1990): 798.20-23.
[58] Ἁγ. Κυρίλλου, Ἐπ. 54, PG 77, 293d. Βλ. καὶ τὴν κατὰ τῶν τριῶν κεφαλαίων ἀπόφασιν τῆς Ε´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: Acta conciliorum oecumenicorum 2, 172.159-163: iam quidem et sancta synodus Ephesi secundum Dei voluntatem congregata contra Nestorianam perfidiam iusta et subtili prolata sententia et aliorum vaniloquia, qui vel postea futuri sent vel iam fuerunt eadem illi sapientes et dicere vel scribere tale aliquid praesumentes, una cum ipso condemnavit aequalem condemnationem eis imponens.
[59] Ἁγ. Μαρτῖνου, Concilium Lateranense a. 649 Celebratum, Acta Conciliorum Oecumenicorum, 1.12.1-5.
[60] Ἁγ. Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, 3.6 (432c-d).
[61] Αὐτόθι, 3.7 (433b-436b).
[62] Ἀποφθεγμάτα τῶν Πατέρων, J.-C. Guy, Les apophtegmes des pères. Collection systématique, τομ. 1 (Sources chrétiennes 387. Paris: Éditions du Cerf, 1993): 10.12.
[63] Ἄρα ἡ ὀρθότερη καὶ ὄντως ἀβίαστη διάκρισις εἶναι μεταξὺ τῶν δύναμει δεκτικῶν τῆς Χάριτος μελῶν καὶ τῶν ἐνεργείᾳ μετεχόντων τῆς θείας ζωῆς, καὶ ὄχι μεταξὺ τῶν ὑπὸ κρίσει καὶ ἤδη κεκριμένων.
[64] Καλλινίκου μοναχοῦ, Βίος Ἁγίου Ὑπατίου, 39.1-3.
[65] Κεφάλαια Πάνυ Ὠφέλιμα, 59.129.
[66] Ἁγ. Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, 1.2 (397d-400a).
[67] Συμεών τοῦ Μεταφραστοῦ, Βίος Ἁγίου Στεφάνου τοῦ Νέου, ed. F. Iadevaia, Simeone Metafraste Vita di S. Stefano Minore. (Messina: Edizioni Dr. Antonino Sfameni, 1984): 1644-1660.
[68] Mansi 12, 1007d-e.
[69] Αὐτόθι, 1011c.
[70]Αὐτόθι, 1019c.
[71]Αὐτόθι, 1022c.
[72] Αὐτόθι. 1050d.
[73] Αὐτόθι. 1050e.
[74] Ἁγ. Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Ἐπ. 8, 2.9-22 (1092b-c).
[75] Ε´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Sententia Synodica [adversus “tria capitula”], Conciliorum Oecumenicorum Generaliumque Decreta, Corpus Christianorum, τομ. Α (Turnhout, Belgium: Brepols, 2006), 171.139-142: Aut ignorant, magis autem scientes ignorare confingunt, quod iudicium anathematis nihil aliud est nisi separatio a deo, quod impius licet non verbo ab aliquo suscepisset, tamen anathema re ipsa sibi infert, per suam impietatem semetispum a vera vita separans?
[76] Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Ὅρος, Conciliorum Oecumenicorum Generaliumque Decreta, 310.38-41.
[77] Ἰγνατίου τοῦ Διακόνου, Βίος Ἁγίου Νικηφόρου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταν-τινουπόλεως, ed. C. de Boor, Nicephori archiepiscopi Constantinopolitani opuscula historica. Leipzig: Teubner, 1880 (repr. 1975): 166.27-167.14.
[78] Ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Diputatio inter Maximum et Theodosium, 4.
[79] Βίος Ἁγ. Πέτρου Ἀλεξανδρείας, Μέγας Συναξαριστής, Βίκτωρος Ματθαίου, τομ. ΙΑ´, 608.
[80] J, Viteau, Passions des saints Écaterine et Pierre d’Alexandrie, Barbara et Anysia: publiées d’après les manuscrits grecs de Paris et de Rome (Παρίσι, 1897): 71-73.
[81] Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Ροστώβ, Kniga Zhitii Svyatykh na Mesyats Noemvrii: Μόσχα, 1888 Ζ´ Συνοδικὴ ἐκδ., 132-135.2.
[82] Ἁγ. Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, 7.
[83] Ἵσως μᾶλλον δικαιολογεῖται μόνον ὁ ἰσχυρισμὸς, ὅτι ἡ μόνη μετάβασις εἶναι ἀπὸ τὴν «ἐν ἀμυδρῷ» κατάστασιν εἰς τὴν «ἐν ἐναργείᾳ», καὶ τοῦτο φιλανθρωπικῶς διὰ τοὺς πολλούς.
[84] Κυρίλλου Σκυθοπόλεως, Βίος Ἁγίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, Kyrillos von Skythopolis, ed. E. Schwartz, Texte und Untersuchungen 49.2., (Leipzig: Hinrichs, 1939), 154.24-155.2.
[85] Ἁγ. Ταρασίου Κωνσταντινουπόλεως, Λόγος Ἀπολογητικὸς πρὸς τὸν Λαόν, Πρακτικὰ τῶν Ἁγίων καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, (Ἅγιον Ὅρος: Καλύβη Τιμίου Πρόδρομου, Σκήτη Ἁγίας Ἄννης, 1986), 224 (724).
[86] Συνοδικός Ὅρος, “Le Synodikon de l' Orthodoxie”, ed. J. Gouillard, Travaux et mémoires 2 (1967): 293-298.
[87] Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Διάλογος πρὸς Πύῤῥον, PG 91, 292αb
[88] Ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ τῶν Θείων Ὁνομάτων, 1.