Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2024

Διορθώσεις σέ δυτικές πλάνες στό βιβλιαρίδιον τοῦ Ἰ. Μεσολωρᾶ "Ὀρθόδοξος Χριστιανική Κατήχησις", Ἅγιον Ὄρος 2023

 

ταν Θεος Παλος λέγει «ε γάρ χθροί ντες κατηλλάγημεν τ Θε διά το θανάτου το Υο Ατο» (Ρωμ 5, 10), δέν πρέπει νά νομίσουμε, τι πρίν τήν σταυρικήν θυσίαν, Θεός κρατοσε τάχα χθρικήν στάση πρός τόν κόσμον. «Οκ κενος ( Θεός) στίν χθραίνων, λλ’ μες. Θεός γάρ οδέποτε χθραίνει»[1]. σταυρός προϋποθέτει χι τήν χθραν λλά τήν γάπην το Θεο «Οτω γάρ γάπησεν Θεός τόν κόσμον...» (ωάν, 3, 16). γάπη το Θεο καί γάπη το Χριστο πρός τόν κόσμον εναι δια καί πρίν καί μετά τήν σταύρωση. «Καθώς γάπησέ μέ  Πατήρ, κγώ γάπησα μς» (ωάν. 15, 9). άν εχε χθρικήν στάση Πατέρας πρός τήν νθρωπότητα, θά εχεν σφαλς παρόμοια χθραν πρός τόν κόσμον καί Υός. λλά πουθενά στήν Καινή Διαθήκη δέν λέγεται τι Χριστός Θεός ταν χθρός το κόσμου. γάπη τήν ποίαν δειξεν Χριστός στόν κόσμον πρός τούς ταλαιπωρημένους καί πρίν κόμη σταυρωθε, εχε πηγήν τόν Πατέρα (ωάν. 3, 16). πόστολος Παλος ποτέ δέν λέγει, τι Θεός εχε χθραν πρός τούς νθρώπους, λλά τι μέ τήν μαρτίαν ο νθρωποι σαν χθροί τς Θείας θελήσεως, «διότι τό φρόνημα τς σαρκός χθρα ες Θεόν» (Ρωμ. 8, 7). «Καί μς ντας πηλλοτριωμένους καί χθρούς τ διανοί ν τος ργοις τος πονηρος, νυνί δέ ποκατήλλαξεν ν τ σώματι τς σαρκός ατο διά το θανάτου παραστσαι μς γίους καί μώμους καί νεγκλήτους κατενώπιον ατο» (Κολ. 1, 21-22).[2] Πουθενά δέν λέγει Μέγας πόστολος, τι τάχα Θεός καταλλάσσεται πρός τόν νθρωπον, λλά τι Θεός συμφιλιώνει καί ξιλεώνει τούς νθρώπους πρός Ατόν! «Θεός ν ν Χριστ κόσμον καταλλάσσων αυτ, μή λογιζόμενος ατος τά παραπτώματα ατν, καί θέμενος ν μν τόν λόγον τς καταλλαγς» (Β΄ Κορ. 5, 19). «Καταλλάγητε τ Θε. Καί οκ επε, καταλλάξατε αυτος τόν Θεόν, ο γάρ κενος στιν χθραίνων, λλ’ μες. Θεός γάρ οδέποτε χθραίνει».[3]

 

Κριτική

Στό βιβλίριδιον το . Μεσολωρ ρθόδοξος Χριστιανική Κατήχησις, γιον ρος 2023, παρατηρονται σημαντικά σφάλματα τόσον δογματικά (αρέσεις), σον καί ρολογίας, πού δέν συνάδουν μέ τήν ρθόδοξη Θεολογίαν καί Δογματικήν.

Εθύς ξ ρχς συγγραφέας χρησιμοποιε τόν δόκιμον ρον θρησκεία, ντί νά μιλήσει γιά τήν ν Χριστ Ζωήν καί τήν ξ ποκαλύψεως λήθειαν πού εναι ρθόδοξος Πίστις, ναφερόμενος στόν ρισμόν πού δίνει γιά τήν Κατήχηση (σελ. 9: σύντομος διδασκαλία τς θρησκείας…, διδάσκει συνοπτικς τάς θρησκευτικάς ληθείας τς ρθοδόξου μν πίστεως, , σελ. 10: χριστιανική θρησκεία διδάσκει τάς εράς κείνας ληθείας, σελ. 11: ρθόδοξος λέγεται θρησκεία μν…, σελ. 48-49:   Σωτήρ εναι Θεός, … καί δίδαξε τήν τελειοτέραν θρησκείαν, σελ. 51: ησος Χριστός εναι δρυτής τς τελειωτάτης θρησκείας…

Περί το Κυρίου γράφει ντορθοδόξως, τι δίδαξεν τήν ψίστην θικήντήν τελειοτάτην θικήν … καί φήρμοσε ταύτην ες τόν βίον ατο. Κύριος εναι νάστασις καί Ζωή, δός καί λήθεια, δέν δίδαξε καμμίαν θικήν οτε εχε νάγκην νά φαρμόσει ταύτην ν τ βί Ατο, φο διος ταν ναμάρτητος καί προσέλαβεν τήν θώαν καί προπτωτικήν φύσιν ξ κρας συλλήψεως.

μιλε πίσης Μεσολωρς μέ παρεξηγήσιμη ρολογίαν σελ. 11: περί γνώσεως το Θεο, ν Θεόν φρσαι δύνατον, νοσαι δέ δυνατότερον, κατά τόν γιον Γρηγόριον τόν Θεολόγον!

Περί τν διαβλήτων παθν διδάσκει χωρίς νά διευκρινίζει τά γραφόμενα, πού πρξαν ατία πολλν αρέσεων σελ, 50: … Σωτήρ, ς νθρωπος, πείνασεν, δίψησεν, κοπίασεν, λυπήθη, κλαυσεν, σταυρώθη, πέθανεν (Ματθ. κς΄, 38, Λουκ. κβ΄, 42). κουσίιως Κύριος πείνασεν, δίψησεν, κοπίασεν, λυπήθη, κλαυσεν καί πέθανεν πί το Σταυρο μέ τήν θέλησίν Του, καθότι ναμάρτητος δέν πόκειτο ες φθοράν οτε ες θάνατον κ φύσεως, φο Κύριος οτε γνωμικόν θέλημα εχεν κατά τόν Μέγαν Μάξιμον.

Χρησιμοποιε τόν ρον: πρέπει νά εμεθα δίκαιοι, ερηνοποιοί, προι… κατά τήν προσφιλ τακτικήν τν ργανωσιακν στήν Ἑλλάδα καί τῶν θικιστν-Πιετιστν τς Δύσεως… σελ. 52, ν Κύριος μακαρίζει τούς δικαίους, τούς ερηνοποιούς καί τούς πράους, φήνοντας στήν λευθερίαν τν νθρώπων τήν πιλογήν, μήν παραβιάζοντας τό ατεξούσιον.

Κηρύσσει τήν αρετικήν διδασκαλίαν τς Δύσεως σελ. 46: Ο πρωτόπλαστοι μάρτησαν, παρέβησαν τήν ντολήν το Θεο μαρτία τν Πρωτοπλάστων, ποία λέγεται προπατορικόν μάρτημα, μετεδόθη ες λον τό νθρώπινον γένος. Πάντες, λοιπόν, ο νθρωποι μαρτον, ξλεκλιναν τς εθείας δο. Πρόκειται περί φοβερῆς βλασφημίας!!!

Κηρύσσει πάλιν τήν αρετικήν καί ξόχως βλάσφημον διδασκαλίαν το αρετικο νσέλμου καί το κυνάτου περί κανοποιήσεως τς θείας δικαιοσύνης, λέγοντας στήν σελ. 48: ποία δικαίως πήτει τήν τιμωρίαν το μαρτήσαντος νθρώπου, καί τήν θείαν εσπλαχνίαν νά συμβιβάσει… καί το πολύτως ναγκαον νά εναι καί νθρωπος Μεσσίας, πως προσφέρ αυτόν θυσίαν πέρ τς νθρωπότητος, διά νά κανοποιήσ, τήν θείαν δικαιοσύνην. (πειδή τό θέμα εναι διαζόντως σοβαρόν καί κ τν ν οκ νευ γιά τήν ρθόδοξη θεώρηση τν πραγμάτων, παρατίθεται κτενής νάλυση στήν συνέχειαν.)

ν καί ρθογραφία σέ κρίσιμα δογματικά ζητήματα εναι σφαλμένη, ταν ναφέρεται στήν πεξήγηση το Συμβόλου τς Πίστεως ες τό Πανάγιον Πνεμα σελ. 55: ν εδει πυρήνων γλωσσν, ντί πυρίνων γλωσσν.

πεξηγντας τό «Ες Μίαν, γίαν, Καθολικήν καί ποστολικήν κκλησίαν», οριστία το ρισμο του περιλαμβάνει καί τίς καταδικασμένες ψευδοεκκλησίες, φο ρίζει τήν Χριστιανικήν κκλησίαν, πώς εναι πάντες ο ες Χριστόν ς Σωτρα πιστεύοντες, εναι συνάθροισις τν πιστν. σφαλμένα ρίζεται ρος Καθολική κκλησία σελ. 57: ς ξηπλωμένη σχεδόν ες λον τόν γνωστόν κόσμον… ν ρθόδοξος κκλησία ρίζεται ς Καθολική καί ν δυσίν καί τρισίν ρθοδόξοις, (ὀρθοδόξως δηλαδή πιστεύοντας καί τήν διδασκαλίαν τῶν ἁγίων Ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν Πανορθοδόξων τοιούτων ἀκολουθούντων καί τό Σύμβολον Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως ὁμολογούντων), κατά τό γιον Μάξιμον τόν μολογητήν, τόν γιον Θεόδωρον Στουδίτην καί τόν γιον Γρηγόριον τόν Παλαμν καί πλείστους λλους Θεοφόρους Πατέρας. κολουθούντων, δηλαδή, ὅ,τι πάντοτε καί πό πάντων καί παντο πιστεύθη!

Διδάσκει ν πλάν σελ. 58 (βλ. καί σελ. 102): τι ο κληρικοί, εναι ντιπρόσωποι καί ργανα το Χριστο (Λατινική πλάνη), λλά Κύριος εναι ν πσι νεργν τά πάντα (κατά τόν Μέγαν Βασίλειον καί τόν γιον ωάννην τόν Χρυσόστομον), Ατός εναι προσφέρων καί προσφερόμενος, μελιζόμενος καί μή διαιρούμενος, πάντοτε σθιόμενος καί μηδέποτε δαπανώμενος καί τούς μετέχοντας τοΣώματός Του καί το Αματός Του γιάζων, καί δέν χρειάζεται «ντιπροσώπους», γιά νά τελε τά Μυστήρια καί νά μεταδίδει τήν χάριν Του. (Βλ. σχετικά: Δι τν φατον κα μέτρητόν σου φιλανθρωπίαν, τρέπτως κα ναλλοιώτως γέγονας νθρωπος κα ρχιερες μν χρημάτισας κα τς λειτουργικς ταύτης κα ναιμάκτου θυσίας τν ερουργίαν παρέδωκας μν, ς Δεσπότης τν πάντων. Σ γρ μόνος, Κύριε Θες μν, δεσπόζεις τν πουρανίων κα τν πιγείων, π θρόνου χερουβικο ποχούμενος, τν Σεραφεμ Κύριος κα βασιλες το σραήλ, μόνος γιος κα ν γίοις ναπαυόμενος. Σ τοίνυν δυσωπ τν μόνον γαθν κα εήκοον· πίβλεψον π᾿ μ τν μαρτωλν κα χρεον δολόν σου, κα καθάρισόν μου τν ψυχν κα τν καρδίαν π συνειδήσεως πονηρς· κα κάνωσόν με τ δυνάμει το γίου σου Πνεύματος, νδεδυμένον τν τς ερατείας χάριν, παραστναι τ γί σου ταύτ τραπέζ κα ερουργσαι τ γιον κα χραντον σμά σου κα τ τίμιον αμα. Σο γρ προσέρχομαι κλίνας τν μαυτο αχένα κα δέομαί σου· μ ποστρέψς τ πρόσωπόν σου π᾿ μο, μηδ ποδοκιμάσς με κ παίδων σου, λλ᾿ ξίωσον προσενεχθναί σοι π᾿ μο το μαρτωλο κα ναξίου δούλου σου τ δρα τατα. Σ γρ ε προσφέρων κα προσφερόμενος κα προσδεχόμενος κα διαδιδόμενος, Χριστ Θες μν»!!!

Οτε βεβαίως, κκλησία, συνερχόμενη σέ οκουμενική σύνοδο εναι λάθητος  (πως σημειώνει στήν σελ. 58 ποσ.) κ τν προτέρων, άν τό βασίλειον εράτευμα, τό θνος τό γιον δέν γκρίνει τά ποφασισθέντα καί δογματισθέντα, καί τά ποα θά πρέπει νά κολουθον κατά πάντα τίς ποφάσεις τν προγενεστέρων συνόδων.

ξηγντας τήν Κυριακήν προσευχήν καί συγκεκριμένα τήν φράση: Τόν ρτον μν τόν πιούσιον δός μν σήμερον, (σελ. 75), δέν ννοε Κύριος πρωτίστως τό καθημερινό ψωμί μας πως τό πολαμβάνει Μεσολωρς, λλά τόν ρτον τόν κ το ορανο καταβάντα, τό Σμα Του καί τό Αμα Του, κατά τούς γίους Κολλυβάδες, γιον Νικόδημον τόν γιορείτην καί Μακάριον τόν Νοταρν, λλά πρωτίστως σύμφωνα μέ τούς Μεγάλους Πατέρες τς κκλησίας γιον ωάννην τόν Χρυσόστομον καί Μέγαν Βασιλειον.

 

Ὀρθόδοξες θέσεις

γίου ωάννου το Δαμασκηνο, κδοσις κριβος ρθοδόξου Πίστεως, ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 16.  

Περ δημιουργίας.                                                                                                                                                

«πε ον γαθς κα περάγαθος Θες οκ ρκέσθη τ αυτο θεωρί, λλ᾿ περβολ γαθότητος εδόκησε γενέσθαι τιν τ εεργετηθησόμενα κα μεθέξοντα τς ατο γαθότητος, κ το μ ντος ες τ εναι παράγει κα δημιουργε τ σύμπαντα, όρατά τε κα ρατά, κα τν ξ ρατο κα οράτου συγκείμενον νθρωπον. Κτίζει δ ννον, κα τ ννόημα ργον φίσταται, Λόγ συμπληρούμενον κα Πνεύματι τελειούμενον.»

 

τιδήποτε δέν χει κόμη συμβε εναι δη πραγματικότητα νώπιον το Θεο, καί ταν πραγματικότητα καί πρίν πό τήν νσάρκωση το Χριστο μας.

τσι λη δύναμη καί Χάρις τς νσαρκώσεως πρξε δη πραγματική καί διαθέσιμη εθύς ξαρχς, πειδή νανθρώπησή Του ταν πάντοτε (καί ντως εναι) παραμόνιμος καί παντοτεινός σκοπός το Θεο. Ὅ,τιδήποτε θέλησε Θεός προαιωνίως, εναι πάντοτε πραγματικό, κόμη καί πρίν λάβει χώρα πό στορική ποψη.

Προαιωνίως θεος Νος, ψαλλεν γιος Γρηγόριος Θεολόγος, «διαλογίζόταν τό ποθητό φς το κάλλους Του, τήν δια καί ξ σου τέλεια λάμψη τς τρισηλίου θεότητας… Νος, πού δημιούργησε τόν κόσμον μέσα στίς πειρες σκέψεις Του, διαλογίστηκε, πίσης, πολύ πάνω στά σχέδια το κόσμου πού φτιαξε, πάνω στόν κόσμον πού δημιουργήθηκε μόνον ργότερα, λλά πού γιά τόν Θεόν πό τότε κόμα ταν παρών. λα γιά τόν Θεόν, βρίσκονται μπροστά Του, καί κενα πού θά πάρξουν, καί κενα πού πρξαν, καί κενα πού τώρα πάρχουν… Γιά τόν Θεόν λα γίνονται να, καί λα κρατονται πό τά χέρια το μεγάλου Θεο». γίου Γρηγορίου το Θεολόγου, πη Θεολογικά, IV, τόμ. 67-68, PG 37, 421.

 

πέρτατος σκοπός τς Δημιουργίας το σύμπαντος εναι νωση το Δημιουργο μέ τά δια Του τά δημιουργήματα. « Θεός θέλησε πρό πάντων τν αώνων νά νώσει τήν μετρήσιμη καί μή μετρήσιμη πραγματικότητα, τό πεπερασμένο μέ τό πειρο, τήν κίνηση μέ τήν κινησία, τά περιορισμένα καί τά περιόριστα καί τό αυτό Του ς Δημιουργό μέ τά δια Του τά δημιουργήματα. Ατό πραγματοποιήθηκε μέ τήν νσάρκωση, μολονότι ατή νέκαθεν ταν τό πρωταρχικό Θεϊκό κίνητρο καί μόνη ατία, γιά τήν ποία Δημιουργία λθε στό εναι»[4].

σάρκωση το Θεο εναι τό πέρτατο κίνητρο, γιά τό ποο κάθε τί λθε πό τό μή-εναι στό εναι. Ατή θεώρηση τν πραγμάτων, πού τέλεια μς παρουσιάζει Μέγας Θεολόγος καί μολογητής χει τά θεμέλιά της στήν κοσμολογία το Θεορρήμονος ποστόλου Παύλου!

 

Θεός εναι πάντοτε φίλος το νθρωπίνου γένους. θάνατος δέν εναι κ Θεοῦ.

Θεός εναι πάντοτε φίλος τν νθρώπων καί οδέποτε χθραίνει, κατά τόν γιον ωάννην τόν Χρυσόστομον. καταλλαγή τς νθρωπίνης φύσεως πρός τόν Θεόν νοεται ς καταλλαγή το νθρώπου πρός τόν Θεόν καί χι ς καταλλαγή το Θεο πρός μς! Ο Πατέρες πορρίπτουν τήν δικανικήν ποψιν το Αγουστίνου, σύμφωνα μέ τήν ποίαν πικράτηση τν ποτελεσμάτων τς πτώσεως το δάμ γινε τάχα πό τήν θείαν δικαιοσύνην, πού νοχοποίησεν καί τιμώρησεν τό νθρώπινον γένος, γιατί μία τέτοια ποψη δηγε στόν πόλυτον προορισμόν, κακοδοξίαν γιά τήν ποίαν μαθητής το γίου ωάννου το Χρυσοστόμου γιος Κασσιανός Ρωμαος κατηγόρησεν ς αρετικόν τόν Αγουστνον[5], πού δίδαξεν, τι, τάχα, θάνατος καί φθορά εναι ποτέλεσμα τς ποφάσεως το Θεο, νά θεωρήσει νοχη τήν νθρωπότητα καί νά τήν τιμωρήσει.

Αγουστνος δίδαξεν, τι θάνατος εναι κ Θεο τιμωρία, πως καί πτώση το νθρώπου στά χέρια το διαβόλου. Συμφώνησεν στό σημεον ατό μέ τόν Πελάγιον, τι τό προπατορικόν μάρτημα προέρχεται πό τήν νθρώπινη βούληση κάι μόνον. σχυρίστηκεν, τι βούληση το δάμ κληρονομεται κάτα κάποιον τρόπον πό τούς πογόνους του. νθρώπινη φύση πηρεάζεται μεσα πό τήν αρετικήν ατήν θέση το Αγουστίνου καί το διαδόχου του στήν πλάνην ατήν νσέλμου, πώς τάχα πλθεν λλαγή τς διαθέσεως το Θεο πέναντι στόν νθρωπον, λόγ τς παρακος καί τς πτώσεως… Καί χρειαζόταν, κατά συνεπειαν, σταυρική θυσία το Χριστο μας, γιά νά καταλλάξη, (νά ξευμενίσει), τόν Θεόν (!!!), στε νά μς βλέπει μέ εμενέστερον βλέμμα, φο μόνον θυσία το Θεο, δηλ. το Υο Του, θά ταν κανή νά κανοποιήσει «τήν πληγωμένην δικαιοσύνην» Του!

 πομένως, στούς Λατίνους δέν ναγνωρίζεται ς πολύτως οσιαστική νάγκη συνεχος, πραγματικς καί ζωοποιο νεργείας το Χριστο στούς πιστούς, φο νθρωπος, πως αρετικά πάλιν πιστεύουν ο Φράγγοι, εναι φύσει θάνατος καί τάχα σώζεται μέ μίαν δικανικήν πράξη, στήν ποίαν πραγματική μέ τήν ναστημένην καί δοξασμένην σάρκα το Χριστο μας νωση εναι, κατά τούς ναγες αρετικούς τς Δύσεως, δευτερεύουσας σημασίας![6] Γιά τούς Φράγγους, ν συνόψει, θάνατος, ο σθένειες, ο κακουχίες καί ο ταλαιπωρίες ς ποτελέσματα τς πτώσεως, προϋποθέτουν τήν νοχήν το τιμωρουμένου, γιατί Θεός εναι δίκαιος καί δέν εναι δυνατόν νά τιμωρε δικα. λη νθρωπότητα εναι γιά τήν αρετικήν ατήν ντίληψη νοχη, γιά μιά τόσον μεγάλην μαρτίαν, πού δίκαια τιμωρεται πό τόν δικαιοκρίτην Θεόν καί πέρχονται, κατά συνέπειαν, ς τιμωρίες ο σθένειες, ο ταλαιπωρίες καί θάνατος. Ατές πέρχονται γιά λους τούς νθρώπους, φο τάχα κληρονομεται νοχή τν πρωτοπλάστων, διαφορετικά, κατά τούς ναγες αρετικούς, δέν κανοποιονται ο παιτήσεις τς ντιλήψεως τν Φράγγων, (το νσέλμου ἀλλά καί το κυνάτη), περί θείας δικαιοσύνης.

Στήν καθ’ μς νατολήν, μως, ς δικαιοσύνη το Θεο ρίζεται σχατη περί τό γένος τν νθρώπων φιλανθρωπία το Θεο[7]. Δέν ποψιάζονται, δηλαδή, κν ο Φράγγοι, τι θάνατος καί φθορά δέν εναι κ Θεο[8]! ποτέλεσμα τς αρετικς διδασκαλίας τς Δύσεως εναι Α΄ κανόνας τς Ε΄ συνεδρίας τς Συνόδου το Τριδέντου τό 1546, ποος λέγει τά ξς φρικιαστικά: «άν κάποιος δέν μολογήσει, τι πρτος νθρωπος, δάμ, … πέφερε μέ τήν παράβασή του, τήν ργήν καί τήν γανάκτηση το Θεο, καί γιατόν τόν λόγον τόν θάνατον, μέ τόν ποον τόν εχε πειλήσει προηγουμένως Θεός … νά εναι ναθεματισμένος».[9]

  Ο Μεγάλοι Πατέρες τς κκλησίας μας, μως, διδάσκουν, τι « μέν κατά ψυχήν θανάτου πόφασις, ν ες ργον γαγεν μν παράβασις κατά δικαιοσύνην το κτίσαντος. γκαταλιπόντας γάρ κατέλιπεν ς ατοβούλως γεγονότας μή βιασάμενος. μέν ον πόφασις κείνη προαναπεφώνηται παρά το Θεο φιλαν-θρώπως, καθ’ ς ατίας ερήκαμεν. νέσχε δέ καί περέθετο τήν πόφασιν το κατά σμα θανάτου πρότερον, καί νίκα ταύτην ξήνεγκε βάθει σοφίας καί φιλανθρωπίας περβολ πρός τό μέλλον τήν ες ργον κβασιν ταύτης ταμιεύσατο, μή πρός τόν δάμ επών πιστράφηθι θεν λήφθης, λλά γ ε καί ες γν ποστρέψεις. νι δέ τος συνετς κούουσιν καί τν τοιούτων λόγων δεν, ς Θεός, ο ψυχς, ο σώματος ποίησεν θάνατον. Σοφ. Σολ. 1:13 « Θεός θάνατον οκ ποίησεν». Οτε γάρ πρότερον επεν προτάσσων, θάνετε ν ν μέραν φάγητε, λλ’ «ποθανεσθε ν ν μέραν φάγητε». Οτε νν ες γν πίστρεψον, επε, λλ’ «ποστρέψεις», προαναγγέλλων καί φιείς καί μή κωλύων σύν δίκ τό κβησόμενον»[10].

Μέγας Βασίλειος, πίσης, διδάσκει: «σον γάρ φίστατο τς ζως, τοσοτον προσήγγιζε τ θανάτ. Ζωή γάρ Θεός, στέρησις δέ τς ζως θάνατος. στε αυτ τόν θάνατον δάμ διά τς ναχωρήσεως το Θεο κατεσκεύασε κατά τό γεγραμμένον, τι δού «Ο μακρύνοντες αυτούς πό σο πολλονται». Οτως οχί Θεός κτισε θάνατον, λλ’ μες αυτος κ πονηρς γνώμης πεσπασάμεθα. Ο μήν οδέ κώλυσε τήν διάλυσιν διά τάς προειρημένας ατίας, να μή θάνατον μν τήν ρρωστίαν διατηρήσ».[11] Καί Μέγας θανάσιος τονίζει, τι «ο δέ νθρωποι, ποστραφέντες τά αώνια καί συμβουλί το διαβόλου ες τά τς φθορς πιστραφέντες, αυτος ατιοι τς ν τ θανάτ φθορς γεγόνασι»[12].

Καί γιά τόν γιον Γρηγόριον τόν Θεολόγον[13] εναι σαφές, τι σταυρική θυσία το Χριστο μας δέν μπορε νά ξηγηθε μέ ρους ποινικς δικονομίας. Πατέρας δέχτηκεν τήν θυσίαν το Υο Του, χι γιατί Ατός τήν ζήτησεν γιατί τήν εχεν νάγκη, λλά γιατί νθρωπος πρεπε νά γιασθε πό τήν νθρώπινη φύση το Θεανθρώπου. θάνατος το Κυρίου μας πί το Σταυρο ταν νίκη κατά τς θνητότητας καί κατά το θανάτου καί χι πλς συγχώρηση τν μαρτιν, οτε μιά δικαίωση το νθρώπου καί οτε, πολύ περισσότερον, μιά κανοποίηση μις φηρημένης δικαιοσύνης. ρος λύτρον-ξαγορά στήν Καινήν Διαθήκην χει τήν ννοιαν τς πελευθέρωσης (Μάρκ. ι΄, 45 καί Ματθ. κ΄, 28) καί χι ξαγορς μέ τήν στενήν ννοιαν. ρχική σημασία το ρήματος λύω εναι κριβς πελευθερώνω, καθιστ λεύθερον[14]. λέξη, πάλιν, λύτρωσις στό Λουκ. α΄, 68 δέν σημαίνει τίποτε περισσότερον πό σωτηρίαν πρβλ. 5: 69, 71, 77. Στό χωρίον, πάλιν, βρ. θ΄, 12 τό αωνίαν λύτρωσιν δέν σημαίνει, πίσης, καμμίαν ξαγοράν[15]

Θεός τς γίας Γραφς καί τν ρθοδόξων Πατέρων δέν πόκειται κατά τήν οσίαν Του σέ καμμίαν νάγκην, γιατί εναι λεύθερος πό κάθε νάγκην καί κάθε διοτέλειαν. Εναι πέρα γιά πέρα παράδεκτον νά ποδίδει νθρωπος στόν Θεόν -(στήν Θείαν φύσιν)- ἀνθρωπομορφικά ἰδιώματα, καί μάλιστα ἰδιώματα τῆς πεπτωκυίας ψιχοσυνθέσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως εἶναι ἡ αἱρετική ἰδέα, ὅτι ἡ Θεία φύσις προσβάλλεται καί ἔχει ἀνάγκην ἱκανοποιήσεως[16]. Ἀκόμη καί ὁ Ὅρος «ἱκανοποίησις» ἤ «Satisfactio» εἶναι ξένος πρός τούς Ἕλληνες Πατέρες, ἐξαιρουμένης τῆς βαβυλώνιας αἰχμαλωσίας τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας τῶν τελευταίων αἰώνων μέχρι τόν Ρωμανίδη.[17] Ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἀγάπη Του εἶναι θεῖες ἐνέργειες καί ἰδιότητες περί τήν θείαν οὐσίαν καί ὄχι ατή Θεία οσία!

ταν Θεος Παλος λέγει «ε γάρ χθροί ντες κατηλλάγημεν τ Θε διά το θανάτου το Υο Ατο» (Ρωμ 5, 10), δέν πρέπει νά νομίσουμε, τι πρίν τήν σταυρικήν θυσίαν, Θεός κρατοσε τάχα χθρικήν στάση πρός τόν κόσμον. «Οκ κενος ( Θεός) στίν χθραίνων, λλ’ μες. Θεός γάρ οδέποτε χθραίνει»[18]. σταυρός προϋποθέτει χι τήν χθραν λλά τήν γάπην το Θεο «Οτω γάρ γάπησεν Θεός τόν κόσμον...» (ωάν, 3, 16). γάπη το Θεο καί γάπη το Χριστο πρός τόν κόσμον εναι δια καί πρίν καί μετά τήν σταύρωση. «Καθώς γάπησέ με  Πατήρ, κγώ γάπησα μς» (ωάν. 15, 9). άν εχεν χθρικήν στάση Πατέρας πρός τήν νθρωπότητα, θά εχεν σφαλς παρόμοια χθραν πρός τόν κόσμον καί Υός. λλά πουθενά στήν Καινή Διαθήκη δέν λέγεται τι Χριστός Θεός ταν χθρός το κόσμου. γάπη τήν ποίαν δειξεν Χριστός στόν κόσμον πρός τούς ταλαιπωρημένους καί πρίν κόμη σταυρωθε, εχε πηγήν τόν Πατέρα (ωάν. 3, 16). πόστολος Παλος ποτέ δέν λέγει, τι Θεός εχεν χθραν πρός τούς νθρώπους, λλά τι μέ τήν μαρτίαν ο νθρωποι σαν χθροί τς Θείας θελήσεως, «διότι τό φρόνημα τς σαρκός χθρα ες Θεόν» (Ρωμ. 8, 7). «Καί μς ντας πηλλοτριωμένους καί χθρούς τ διανοί ν τος ργοις τος πονηρος, νυνί δέ ποκατήλλαξεν ν τ σώματι τς σαρκός ατο διά το θανάτου παραστσαι μς γίους καί μώμους καί νεγκλήτους κατενώπιον ατο» (Κολ. 1, 21-22).[19] Πουθενά δέν λέγει Μέγας πόστολος, τι τάχα Θεός καταλλάσσεται πρός τόν νθρωπον, λλά τι Θεός συμφιλιώνει καί ξιλεώνει τούς νθρώπους πρός Ατόν! «Θεός ν ν Χριστ κόσμον καταλλάσσων αυτ, μή λογιζόμενος ατος τά παραπτώματα ατν, καί θέμενος ν μν τόν λόγον τς καταλλαγς» (Β΄ Κορ. 5, 19). «Καταλλάγητε τ Θε. Καί οκ επε, καταλλάξατε αυτος τόν Θεόν, ο γάρ κενος στιν χθραίνων, λλ’ μες. Θεός γάρ οδέποτε χθραίνει».[20]

ξάλειψη το κακο, λλά καί τό θεράπευτον τς θελήσεως

Τό λληνικόν πνεμα θεώρησε, τι τό κακόν εναι πρόσκαιρον καί πρέπει μόνον του ναπόφευκτα νά ξαφανιστε. Γιατί τίποτε δέν μπορε νά εναι αώνιον, παρά μόνον ν στηρίζεται σέ ντολήν το Θεο. Τό κακόν δέν μπορε παρά νά εναι προσωρινόν. στόσον χριστιανική ντίληψη εναι ντελς ντίθετη. πάρχει κάποια δράνεια καί σχυρογνωμοσύνη τς θελήσεως καί ατή σχυρογνωμοσύνη μπορε νά παραμείνει θεράπευτη, κόμη καί στήν καθολικήν ποκατά-σταση. Θεός ποτέ δέν βιάζει τόν νθρωπον, στε κοινωνία μέ τόν Θεόν νά πιβληθε μέ τήν βίαν στόν σχυρογνώμονα. πως τό διδάσκει Μέγας Μάξιμος «τό Πνεμα δέν δημιουργε μίαν κούσια πόφαση, λλά μεταμορφώνει μιά κούσια πρόθεση (κλογήν) σέ θέωση. Γιατί μαρτία καί τό κακόν δέν προέρχονται πό μίαν ξωτερικήν ατίαν, (καθαρσίαν, ρπον), λλά πό μίαν σωτερικήν  ποτυχίαν, πό τήν διαστροφήν τς θελήσεως. Κατά συνέπειαν, μαρτία περνικται μόνον μέ σωτερικήν μεταστροφήν καί λλαγήν, καί μετάνοια σφραγίζεται πό τήν χάρη στά μυστήρια.»[21]

νάσταση το Χριστο μας εναι μιά καινούργια παρχή, μιά καινούργια δημιουργία, καινή κτίσις. Μπορε κόμη κανείς νά πε, πώς εναι μία σχατολογική ρχή, να σχατον βμα στήν στορίαν τς Σωτηρίας μας. Καί μως, πρέπει νά κάνουμε μιά σαφ διάκριση μεταξύ θεραπείας τς φύσεως καί τς θεραπείας τς βουλήσεως. φύση θεραπεύεται καί ποκαθίσταται μέ ρισμένον κατάναγκασμόν, πό τήν πανίσχυρη δύναμη το παντοδύναμου Θεο καί τήν κατανίκητη χάρη. κεραιότητα, τρόπον τινά, «πιβάλλεται» πάνω στήν νθρώπινη φύση. Γιατί «ν Χριστ» λη νθρώπινη φύση τό «σπέρμα το δάμ» θεραπεύεται πλήρως καί τελείως πό τήν διάσπαση καί τήν θνητότητα. Ατή ποκατάσταση θά πραγματοποιηθε καί θά φανερωθε σ’ λη της τήν κταση τόν κατάλληλον καιρόν, στήν Γενικήν νάσταση, στήν νάσταση λων τν δικαίων καί τν δίκων. Καί οτε νας, σον φορ τήν φύση, δέν μπορε νά ξεφύγει πό τήν βασιλικήν κυριαρχίαν το Χριστο νά λλοτριωθε πό τήν κατάβλητη δύναμη τς ναστάσεως. λλά βούληση το νθρώπου δέν μπορε νά θεραπευθε κατά τόν διον κατανίκητον τρόπον. βούληση το νθρώπου πρέπει νά στραφε μόνη της στόν Θεόν. Πρέπει νά πάρξει μία λεύθερη καί αθόρμητη νταπόκριση γάπης καί λατρείας, μιά λεύθερη μεταστροφή. βούληση το νθρώπου πρέπει νά θεραπευθε μόνον μέσα στό μυστήριον τς λευθερίας. Μόνον μέ ατήν τήν λεύθερη προσπάθειαν νθρωπος εσέρχεται μέσα σέ κείνην τήν καινούρια καί αώνια ζωήν πού ποκαλύπτεται ν Χριστ ησο.

Μιά πνευματική ναγέννηση μπορε νά πισυμβε μόνον μέσα σέ τέλειαν λευθερίαν, μέσα σέ μιά πακοήν γάπης μέ μιά ατοπροσφοράν καί ατό-φιέρωση στόν Θεόν, ν Χριστ.

Ατή διάκριση γινε μέ μεγάλην